ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)
Το κείμενο που ακολουθεί το επιμελήθηκαν τα παιδιά:
Θανάσης Αποστολίδης, μαθητής Γ΄ τάξης Δημοτικού και
Ευγενία Αποστολίδου, μαθήτρια Α΄ τάξης Δημοτικού, στο Δημοτικό Σχολείο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς & μέλη των κατηχητικών συντροφιών της ενορίας μας.
Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Το βιογραφικό αυτό το γράψαμε με τη βοήθεια του πατέρα μας Εμμανουήλ Αποστολίδη, με βάση σημειώσεις και αναφορές που μας άφησε ο παππούς μας Αθανάσιος. Ο πατέρας του παππού μας Γεώργιος Αποστολίδης, που γεννήθηκε στη Σκιάθο, ήταν εξάδελφος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από την μητέρα του Συραϊνώ, το γένος Μωραϊτίδη.
Ο Αλέξανδρος Εμμανουήλ, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Έλληνες λογοτέχνες και διηγηματογράφους και επονομάζεται «ο Άγιος των Ελληνικών γραμμάτων» ή «ο κοσμοκαλόγερος της λογοτεχνίας». Γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1851. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και μητέρα του η Γκιουλώ (Αγγελική) το γένος Μωραϊτίδη. Είχε 7 αδέλφια (2 αδελφούς, τον Εμμανουήλ και τον Γιώργη και 5 αδελφές, την Ουρανία, τη Χαρίκλεια, τη Σοφούλα, την Κυρατσούλα και την Κυρατσούλα), τα δύο όμως πέθαναν πολύ μικρά.
Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Σκιάθο, στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού. Το δημοτικό σχολείο το τελείωσε στη Σκιάθο, μετά μαθήτευσε σε σχολεία της Σκοπέλου, της Χαλκίδας και του Πειραιά και τελικά πήρε το απολυτήριο του εξατάξιου Γυμνασίου από το Βαρβάκειο της Αθήνας το 1874, σε ηλικία 23 ετών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε 8 μήνες ως δόκιμος μοναχός και το εγκατέλειψε επειδή δεν θεώρησε τον εαυτόν του άξιο για το Σχήμα.
Από το 1873 και για 10 περίπου χρόνια έζησε στην Αθήνα, σε φτωχικά δωμάτια, συγκατοικώντας με συγγενείς και συμπατριώτες του. Ζούσε πάρα πολύ φτωχικά και για να μπορέσει να επιβιώσει παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία όμως δεν την τελείωσε ποτέ, επειδή η φτώχεια, οι οικονομικές δυσχέρειες και τα πολλά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε του στάθηκαν εμπόδια. Από το 1880 έως στις 13 Ιουλίου 1881 υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό.
Το 1879, ο λογοτέχνης εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης θα τον φέρει σε επαφή με λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους της εποχής και τα έργα του άρχισαν να δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Μόνος του μαθαίνει Αγγλικά και Γαλλικά και άρχισε να κάνει μεταφράσεις και να δημοσιογραφεί.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στη ζωή του, γενικώς, ήταν απλησίαστος. Του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση, δεν έπιανε εύκολα φιλίες και ήταν πάντα επιφυλακτικός και κλεισμένος στον εαυτόν του. Του άρεσε να κάνει συντροφιά με απλούς και ταπεινούς ανθρώπους του καθημερινού μόχθου. Ο τρόπος ζωής του, με την παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση, τον έκαναν να μοιάζει με «κοσμοκαλόγερο». Συνήθιζε να ψάλει στον Ιερό Ναό του Αγίου Ελισαίου στο Μοναστηράκι ως δεξιός ψάλτης, με δεξιό ψάλτη το εξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, ενώ ιερέας ήταν ο προσφάτως ανακηρυχθείς Άγιος Νικόλαος Πλανάς.
Την διετία 1902-1904 παραμένει στη Σκιάθο, συνεχίζοντας τις μεταφράσεις και το συγγραφικό του έργο, παρά την κακή κατάσταση της υγείας του (τον ταλαιπωρούσαν κυρίως οι ρευματισμοί στα χέρια του). Τον Αύγουστο του 1904 επέστρεψε στην Αθήνα, αποφεύγοντας όμως τους λόγιους κύκλους της πρωτεύουσας.
Το 1906, ο Παύλος Νιρβάνας (Πέτρος Αποστολίδης) φωτογραφίζει για πρώτη φορά τον Παπαδιαμάντη, έξω από το φιλολογικό καφενείο της Δεξαμενής. Τη δεύτερή του φωτογραφία την έβγαλε το 1908 ο συγγραφέας και ερευνητής Ιωάννης Βλαχογιάννης.
Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάστηκαν στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» τα λογοτεχνικά εικοσιπεντάχρονά του, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη.
Στα τέλη Μαρτίου 1908 επιστρέφει στη Σκιάθο, όπου έμεινε ως το τέλος της ζωής του. Στις 29 Νοεμβρίου 1910 έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι και το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου 1911 πεθαίνει από πνευμονία, σε ηλικία 60 ετών. Θα προειδεί τον θάνατόν του και στις 2 Ιανουαρίου θα ζητήσει να τον κοινωνήσει ο ιερέας της ενορίας του, ενώ είπε «ανάψτε ένα κερί και φέρτε μου ένα εκκλησιαστικό βιβλίο» και άρχισε να ψάλλει τρεμουλιαστά. Την ίδια μέρα του απονεμήθηκε το παράσημο του αργυρού Σταυρού του Σωτήρος. Στις 22 Νοεμβρίου 1912 επισκέφτηκε τον τάφο του η πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη και το 1925 στήθηκε η προτομή του.
Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του. Έγραψε περισσότερα από 180 μυθιστορήματα, διηγήματα, νουβέλες και άλλα λογοτεχνήματα, 12 Σκιαθίτικα διηγήματα, 14 ποιήματα, 6 θαλασσινά ειδύλλια, πολλά Χριστουγεννιάτικα και Πασχαλινά διηγήματα (κυρίως παιδικά), περισσότερες από 40 μελέτες και πάρα πολλά άρθρα φιλολογικά, θρησκευτικά ή μουσικολογικά. Επίσης, έγραψε πολλά υμνογραφήματα (ακολουθίες αγίων και παρακλητικούς κανόνες) και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, τα οποία εξυμνούν την μητέρα του και την Μητέρα όλου του κόσμου, την Παναγία. Τα διηγήματά του αναδύουν όλο το άρωμα της ταπεινής ζωής των ανθρώπων της Σκιάθου, είναι απλά και ανόθευτα, τα εμπνέει η αγάπη προς τη φύση και τα διακρίνει βαθειά έμπνευση, απαράμιλλη περιγραφή και ανθηρότητα ύφους που συναρπάζει. Οι ήρωές του είναι ιερωμένοι, εργένηδες, ψαράδες, αγρότες, μετανάστες, πολύτεκνοι, αναξιοπαθούσες χήρες, μάγισσες, κ.ά.
Μερικά από τα πλέον γνωστά έργα του είναι: «Η Μετανάστις» (1879), «Οι έμποροι των Εθνών» (1882), «Η Γυφτοπούλα» (1884), «Ο Χρήστος Μηλιόνης» (1885), «Το Χριστόψωμο» (1887), «Η Σταχομαζώχτρα» (1889), «Η Εξοχική Λαμπρή» (1890), «Η Μαυρομαντηλού» (1891), «Ο Αμερικάνος» (1891), «Στο Χριστό στο Κάστρο» (1892), «Της Κοκκώνας το σπίτι» (1893), «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη» (1896), «Οι μάγισσες» (1900), «Η Φόνισσα» (1903), «Το Άνθος του γιαλού» (1906), κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου