Ευδοξίας Αυγουστίνου
Ὁδηγημένος ἀπό τή θεία χάρη καί μετά ἀπό αἴτηση τοῦ τότε Μητροπολίτη Γρεβενῶν μακαριστοῦ Θεοκλήτου Σφήνα πρός τήν Ἱερά Σύνοδο ἔφθασε στά Γρεβενά τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1945 ἀδύνατος καί σκελετωμένος σέ ἡλικία 38 ἐτῶν ὁ φλογερός ἱεροκήρυκας π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, γνωστός ἀπό τήν προηγούμενη δράση του στήν Κοζάνη, ὅπου στά δύσκολα χρόνια τῆς Κατοχῆς εἶχε θρέψει 8.150 ἀπόρους. Δύσκολη περίοδος γιά τήν περιοχή μας, καθώς μόλις πρίν λίγο εἶχε τελειώσει ὁ ἑλληνοϊταλικός πόλεμος καί ἡ περιοχή δοκιμαζόταν ἀπό τά δεινά τοῦ ἀδηφάγου ἐμφυλίου πολέμου.
Στά Γρεβενά ἔμεινε μόλις δύο χρόνια ὡς μόνιμος ἱεροκήρυκας καί ἄλλα τρία ὡς ἐπισκέπτης· παρόλ’ αὐτά ὑπῆρξε θαυμαστή ἡ ἐπίδραση τῆς διακονίας του. Μορφωμένος πολύπλευρα μέ πλούσια θύραθεν, ἁγιογραφική καί ἁγιοπατερική σκευή ὁ πατήρ Αὐγουστῖνος συνδύαζε τήν ἄσκηση καί τήν αὐταπάρνηση μέ τή θυσιαστική ἀγάπη καί τήν ἱεραποστολική φλόγα. Ἐκρηκτικός καί χειμαρρώδης, δυναμικός καί ἐποπτικός, ἁπλός καί κατανοητός στό λόγο του στόχευε κατευθείαν στήν καρδιά τῶν ἀκροατῶν, ἀφύπνιζε συνειδήσεις.
Πρῶτο μέλημά του νά φέρει τόν κόσμο στήν ἐκκλησία. Γιά νά τό πετύχει, χρησιμοποίησε ποικίλους τρόπους. Ντελάληδες ἀνάγγειλαν τό γεγονός, φέιγ-βολάν προέτρεπαν: «Ὅλοι στήν ἐκκλησία!», «Νά μή λείψῃ κανείς!». Ὁ ἱεροκήρυκας ἀνακοίνωσε ἐπίσης ὅτι θά μοιράσει ἀπό μιά λίρα σέ ὅσους προσέλθουν στήν ἐκκλησία. Γέμισε ἀσφυκτικά ὁ ναός· τό κήρυγμα πού ἐκφώνησε ὁ π. Αὐγουστῖνος γλύκανε τίς πονεμένες καρδιές ἀποδεικνύοντας ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐπιθυμητός «ὑπέρ χρυσίον καί λίθον τίμιον πολύν» καί γλυκύτερος «ὑπέρ μέλι καί κηρίον» (Ψα 18,11), ἐνῶ τό ἐκκλησίασμα ξέσπασε: «Θέλουμε κι ἄλλες τέτοιες λίρες!» Ἔτσι πληροφορούμαστε ὅτι «ἐν σμικρῷ τοῦ χρόνου διαστήματι, τῇ βοηθείᾳ καί τοῦ ἱεροκήρυκος ἐπετεύχθη ἡ προσέλευσις πυκνοτάτου ἐκκλησιάσματος» («Ὁ Ὅσιος Νικάνωρ», ἀρ. φ. 6, Φεβρουάριος 1946)[2].
Ὅσους δέν ἐκκλησιάζονταν, ἔψαχνε ὁ ἴδιος νά τούς βρεῖ, φροντίζοντας νά ἐπιλύσει παρεξηγήσεις καί ἔχθρες μεταξύ τῶν συντοπιτῶν στήν τόσο τότε διχασμένη κοινωνία. Κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας σέ κάποια γιορτή ἔστειλε δύο ἱερεῖς μέ τά ἄμφιά τους καί μέ τό θυμιατήρι νά θυμιατίσουν στά καφενεῖα, γιά νά προσκαλέσουν τούς θαμῶνες τους. Ἐπισκεπτόταν ἐπίσης τά σπίτια τῶν πενθούντων καί συμμεριζόμενος τόν πόνο τους κατέβαλε πολλές προσπάθειες, γιά νά τούς μάθει νά ἐκκλησιάζονται ὑπερβαίνοντας παλιές κακές συνήθειες.
Ἰδιαίτερη ἡ μέριμνά του γιά τήν κατήχηση καί ἐνίσχυση τῆς νεολαίας, τήν ὁποία βρῆκε σέ κατάσταση ἐξαθλίωσης. Ἐγραφε σχετικά: «Τά περισσότερα παιδιά ἐξακολουθοῦν νά εἶναι χωρίς ροῦχα, χωρίς παπούτσια, χωρίς φάρμακα. Ὑποφέρουν σωματικῶς. Ἀλλ’ ἀπείρως περισσότερον ὑποφέρουν ψυχικῶς. Ἔχασαν τό γέλιο, τήν ἄδολη παιδική χαρά, τήν παρθενική ἀθωότητα. Ἀγρίεψαν! Καί πῶς νά μήν ἀγριέψουν; Τά σχολεῖα εἶναι κλειστά. Εἰς τούς δρόμους γυρίζουν. Τά μάτια των εἶδαν ἐγκλήματα τρομερά... Ἄλλα κλέπτουν, ψεύδονται, αἰσχρολογοῦν, ὑβρίζουν, κτυποῦν, ὑβρίζουν, κτυποῦν τούς γονεῖς των, βλασφημοῦν τά θεῖα» («Ὁ Ὅσιος Νικάνωρ», ἀρ. φ. 4, Δεκ. 1945).
Γιά τήν πιό οὐσιαστική καί συστηματική καλλιέργεια τῆς νεολαίας συστήθηκε ἡ Κατηχητική Σχολή μέ τήν ἐπωνυμία «Ὁ Αἰμιλιανός». Σάν στοργικός πατέρας ἀγκάλιασε ἐπίσης καί στήριξε τά ὀρφανά τοῦ ἐθνικοῦ Οἰκοτροφείου Ἀρρένων (Ὀρφανοτροφείου). Μοίρασε σέ ὅλα τά παιδιά τῶν Κατηχητικῶν Καινή Διαθήκη καί τούς ζήτησε νά διαβάζουν καθημερινά μία περικοπή. Τά ἐνέπνευσε νά προσέρχονται νωρίς, ἀπό τόν Ὄρθρο, στόν ἱερό ναό καί μέ τάξη νά μεταλαμβάνουν συχνά τῶν ἀχράντων μυστηρίων.
Προέτρεπε τούς γονεῖς – ἀνταποκρίθηκαν ἀμέσως- νά δίνουν στά παιδιά τους ὀνόματα πού «μυρίζουν θυμάρι καί λιβάνι, ὀνόματα ἡρώων καί ἁγίων τῆς χριστιανικῆς πίστεως», ὅπως Παῦλος, Νικάνωρ, Αἰμιλιανός. Στιγμάτιζε τήν ἀποφυγή τῆς τεκνογονίας, τό ἔγκλημα τῶν ἐκτρώσεων, τίς παράνομες συμβιώσεις, τή χαρτοπαιξία. Τόνιζε τήν ἱερότητα τοῦ γάμου καί τήν ὑποχρέωση τῶν συζύγων νά ἀγαποῦν καί νά τιμοῦν τίς γυναῖκες τους. Γιά τήν καλύτερη διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν καί τήν οὐσιαστικότερη συνεργασία τῆς οἰκογένειας μέ τό σχολεῖο συστήθηκε μέ δική του προτροπή ἡ «Ἕνωσις γονέων καί κηδεμόνων <Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι>». Γιά μικρό χρονικό διάστημα ἀνέλαβε νά καλύψει τό κενό θεολόγου στό Γυμνάσιο προσφέροντας τίς ὑπηρεσίες του ἀμισθί· ἀπέσπασε τότε τό θαυμασμό μαθητῶν καί καθηγητῶν γιά τήν σπάνια κατάρτισή του καί τίς παιδαγωγικές του ἱκανότητες.
Στό μεταξύ τόν παρακολουθοῦμε στίς 8-9/10/1945 στό Α’ Ἱερατικό Συνέδριο τῆς Μητροπόλεως νά μιλάει γιά τή μοναδική ἀποστολή τοῦ κληρικοῦ στόν κόσμο κατά τούς χαλεπούς καιρούς μας. Τό Συνέδριο ὁλοκληρώνει τίς ἐργασίες του μέ τρισάγιο πρός τιμήν τοῦ ἐθνομάρτυρα Αἰμιλιανοῦ Λαζαρίδη, γιά τόν ὁποῖο ἐκφωνεῖ βαρυσήμαντη ὁμιλία. Μέ τά ἐμπνευσμένα κηρύγματά του σεβαστός ἀριθμός εὐσεβῶν ἀνδρῶν ἐντάχθηκε στίς τάξεις τοῦ κλήρου. Σάν τόν καλό ποιμένα φρόντισε νά ἀσφαλίσει τό ποίμνιο ἀπό τούς νοητούς λύκους, ἐπιστρατεύοντας τούς χριστιανούς σέ ἀγώνα κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ χιλιασμοῦ.
Στοιχιζόμενος στά ἴχνη τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ξεκίνησε μέ δύναμη ἀγώνα κατά τῆς βλασφημίας, πού κηλίδωνε τή μικρή κοινωνία. «Ἄς τήν κτυπήσωμεν ὅπου καί ἄν τήν εὕρωμεν. Ἄς διαμαρτυρηθῶμεν κάθε φοράν πού ἀκούομεν τήν βλασφημίαν», τόνιζε στόν «Ὅσιο Νικάνορα» (ἀρ. φ. 20-22, Ἰούλ.-Σεπτ. 1947). Γιά τήν ἀποτελεσματικότερη διεξαγωγή τοῦ ἀγώνα ἵδρυσε ἀντιβλασφημικό σύλλογο, στόν ὁποῖο ἔδωσε τήν ἐπωνυμία «Νεύτων», καθώς βαθιά τόν συγκινοῦσε ἡ εὐλάβεια τοῦ μεγάλου φυσικοῦ.
Ἀκόμη 17 μαθητές τῆς Κατηχητικῆς Σχολῆς χειροθετοῦνται ἀναγνῶστες (2 Φεβρουαρίου 1946). Παράλληλα νεάνιδες συγκροτοῦν τήν «ὁμάδα εὐταξίας», γιά νά ἐπιβάλουν τήν τάξη στό κλίτος τῶν γυναικῶν. Ὀργανώνεται ἐπιτροπή γυναικῶν γιά τήν ἀνακούφιση ἀσθενῶν καί ἀπόρων. Πολλές καταθέτουν τά ὅποια κοσμήματά τους στό φιλόπτωχο ταμεῖο πού σύστησε ὁ πυρφόρος ἱεροκήρυκας.
Οἱ νέοι τῶν Κατηχητικῶν ὀργανώνουν μέ δική του ἔμπνευση τή «δημοτική βιβλιοθήκη» μέ ἐποικοδομητικά βιβλία. Δουλεύουν σκληρά, γιά νά καθαρίσουν τόν καμένο ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου στό Βαρόσι, ὅπως ἐπίσης καί γιά τήν ἀνοικοδόμηση καί ἐπισκευή τοῦ κατεστραμμένου μητροπολιτικοῦ ναοῦ· γιά τήν ἐξασφάλιση πόρων, προκειμένου νά ὁλοκληρωθοῦν οἱ ἐργασίες, ἀνεβάζουν θεατρικές παραστάσεις. Μέ τήν καθοδήγησή του ἀναλαμβάνουν ἐξορμήσεις στά φυλάκια καί συμπαραστέκονται στούς τραυματίες τοῦ χειρουργείου, δροσίζοντας τά φρυγμένα τους χείλη. Ταυτόχρονα στό ταπεινό του νοικιασμένο οἰκίσκο δεχόταν τούς ἀνήσυχους ἐφήβους· δέν χόρταινε νά τούς ἀκούει καί ἀφειδώλευτα νά νουθετεῖ, νά παρακαλεῖ, σπέρνοντας μέσα στίς καρδιές τους πόθους ἅγιους γιά ἀποφάσεις ἱερές.
«Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἦταν ὁ πρῶτος ἱεροκήρυκας πού ἐκείνη τήν ἐποχή ἔδρασε στήν περιοχή μας καί πραγματικά μέ τή διακονία του μᾶς πῆρε ἀπό τό σκοτάδι καί μᾶς ὁδήγησε στό φῶς. Ἄνοιξε διάπλατα μπροστά μας τούς ὁρίζοντες τῆς πνευματικῆς ζωῆς κι ἔφερε στόν τόπο μας τήν πνευματική ἄνοιξη. Ὁ ἱεραποστολικός ζῆλος καί ὁ ἔμφυτος δυναμισμός του, τόν κατέστησαν πνευματικό ἡγέτη τῶν Γρεβενῶν», σημειώνει στό βιβλίο του ὁ κ. Σάκκος.
Γι’ αὐτό ἔντονη ἦταν ἡ παρουσία του στά κοινωνικά καί ἐθνικά ζητήματα τῆς περιοχῆς. Σέ συνέδριο κοινοταρχῶν εἰσηγεῖται τήν προαγωγή τῆς ἐπαρχίας σέ νομό. Ἀνησυχεῖ καί στιγματίζει τή ρουμανική προπαγάνδα, πού ἐργαζόταν δραστήρια. Ζητεῖ τήν ἀνέγερση κτιρίου γιά τό Ἐθνικό Νοσοκομεῖο, τήν ἐπισκευή τοῦ Ἐθνικοῦ Οἰκοτροφείου Ἀρρένων, τήν ἵδρυση Οἰκοκυρικῆς Σχολῆς καί Παιδικοῦ Σταθμοῦ. Μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του ἐπισκέπεται πολιτικούς κρατούμενους στή φυλακή καί φροντίζει γιά τήν ἀποφυλάκισή τους. Παράλληλα καυτηριάζει κάθε ἠθική παρέκκλιση, ἐλέγχει, ἐνοχλεῖ· προκαλεῖ ἀντιδράσεις, ἐναντίον του ὑποβάλλονται μηνύσεις, ἐκεῖνος ὅμως συνεχίζει ἀταλάντευτα τό ἔργο του. Ἀναστέλλονται οἱ χοροεσπερίδες καί οἱ καρναβαλικές ἐκδηλώσεις.
Μέ τό ραβδί τοῦ ἀποστόλου στό χέρι ὁ π. Αὐγουστῖνος ὄργωσε τήν πόλη καί τά χωριά τῆς περιφέρειας, κήρυξε τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀνέπαυσε ψυχές στό πετραχήλι του, ἤπιε μέ τή χούφτα του τό γάργαρο νερό τῶν κρυστάλλινων πηγῶν μας, παρατήρησε τό ζύγισμα τοῦ χρυσαετοῦ στούς καταγάλανους οὐρανούς μας, ἀφουγκράστηκε τόν πόνο τοῦ τσομπάνη, τήν ἀγωνία τοῦ ζευγολάτη, ἄκουσε ἱστορίες γιά τό πέρασμα τοῦ Πατροκοσμᾶ ἀπό τήν πολύπαθη περιοχή μας, πότισε μέ τό δάκρυ του τίς αἱματοβαμμένες κορυφές τῆς περήφανης Πίνδου. Κατά τίς περιοδεῖες στήν ὕπαιθρο τόν συνόδευαν τά παιδιά τοῦ Ὀρφανοτροφείου μέ τά τύμπανα καί τίς σάλπιγγές τους. Μίλησε δυνατά γιά τήν ἐπάνδρωση τῆς ἱερᾶς Μονῆς Ζάβορδας, τήν ὁποία χαρακτήριζε «πνευματική ἀκρόπολη τῶν Γρεβενῶν, ἄσειστη ἔπαλξη τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος». Τήν ἐπισκεπτόταν· ἐκεῖ βρισκόταν, λειτουργοῦσε καί κήρυττε στίς 6-7 Αὐγούστου τοῦ 1946, ἐνῶ ἀπό τά γύρω ὑψώματα ἀκούγονταν κρότοι πολεμικῶν ὅπλων καί χυνόταν αἷμα ἑλληνικό.
Ἀψηφώντας κινδύνους, κόπους καί περιπέτειες στή μετακίνηση, σκαρφάλωσε μέχρι καί τό ψηλότερο χωριό τῶν Βαλκανίων, τή Σαμαρίνα. Μέ συγκίνηση μέχρι τά βαθιά γεράματά του, πολιός ἐπίσκοπος, ἀναφερόταν στό μαρτύριο τοῦ ἐκ Σαμαρίνης νεομάρτυρα ἁγίου Δημητρίου. Βρισκόταν στόν Ἅγιο Γεώργιο (Τσούρχλι) Γρεβενῶν στίς 22 Μαΐου 1947, ὅταν τό χωριό, πού πανηγύριζε, ξημερώνοντας τῆς Ἀναλήψεως, δέχθηκε σφοδρή τήν ἐπίθεση τῶν ἀνταρτῶν.
Κυριακή 20 Ἰουλίου 1947. Στόν ἱστορικό πλάτανο στήν πλατεῖα Γρεβενῶν ἐκφώνησε τήν ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία του τονίζοντας: «Ἡ σωτηρία τῆς ἐπαρχίας καί ὅλης τῆς Ἑλλάδος ἐξαρτᾶται ἀπό τήν πίστιν πρός τήν θρησκείαν τῶν πατέρων μας, ἥτις ἐνεψύχωνε πάντοτε τούς ὑπέρ τῆς πατρίδος μας ἀγῶνας». Στό ἑξῆς θά ἦταν πλέον ὁ ἱεροκήρυκας τῆς 15ης Μεραρχίας καί ἀργότερα τοῦ Β’ Σώματος Στρατοῦ. Ἑρμηνεύοντας τά αἰσθήματα ὅλων ὁ Μητροπολίτης δακρύβρεχτος ἐξέφρασε τήν εὐαρέσκεια καί τήν εὐγνωμοσύνη του γιά τούς κόπους πού κατέβαλε ὁ ἱεροκήρυκας, καί τή θλίψη του, διότι οἱ ἀνάγκες τῆς πατρίδας τοῦ στεροῦσαν τόν πολυτιμότατο συνεργάτη του.
22 Ἰουλίου. Ἀποχαιρετώντας τόν Μητροπολίτη καί τούς συνεργάτες του, ἀνασταίνει σκηνές βιβλικές στή Μητρόπολη. Ἀνεβαίνει στό γραφεῖο καί κρεμᾶ ἀπό τό φωτιστικό τῆς ὀροφῆς μεταλλικό χαρτοκόπτη ἀναφωνώντας: «Μαχαίρι κρέμεται πάνω ἀπό τήν πόλη. Θά προσεύχομαι ὁ Θεός νά σώσει τό λαό του». Ἦταν ἀρκετές δύο μέρες, γιά νά ἐπαληθευτεῖ ἡ πρόρρησή του· τό βράδυ τῆς 24ης πρός τήν 25η Ἰουλίου διεξάγεται ἡ φοβερή μάχη τῶν Γρεβενῶν μετά τήν ἐπίθεση τῶν ἀνταρτῶν, γιά τή νικηφόρα ἔκβαση τῆς ὁποίας ἔγραψε: «Γρεβενά! Πόλις ἱστορική, μαρτυρική καί ἔνδοξος ... ἐσώθης μέ τά θερμά δάκρυα τῶν προσευχῶν τῶν πιστῶν σου τέκνων. Μή λησμόνει ποτέ τήν εὐεργεσίαν αὐτήν» («Ὁ Ὅσιος Νικάνωρ», ἀρ. φ. 20 -22, Ἰούλ. – Σεπτ. 1947). Μετά τή θαυμαστή διάσωση τῆς πόλης οἱ φερέλπιδες νέοι «περιτείχισαν» τήν πόλη μέ δώδεκα εἰκονοστάσια, τή σημειολογία τῶν ὁποίων ἰδιαίτερα τόνισε ὁ ἱεροκήρυκας.
Ὡς στρατιωτικός ἱερέας κράτησε τήν ἐπαφή του μέ τήν ἐκκλησία τῶν Γρεβενῶν στηρίζοντας ποικιλοτρόπως τούς νεόφυτους βλαστούς της. Κατά τήν τριετία 1947 -1950 σχεδόν κάθε μήνα ἐπισκεπτόταν τήν πόλη. Σέ μία ἐπίσκεψή του, στίς 22 Μαῒου 1949, παραβρέθηκε στήν πανηγυρική λήξη τῶν κατηχητικῶν Σχολείων –εἶχαν φοιτήσει 2000 μαθητές. Τά παιδιά μέ λάβαρα καί εἰκόνες παρήλασαν μέσα ἀπό τούς κεντρικούς δρόμους, ἔφθασαν στήν κεντρική πλατεῖα καί περιστοίχισαν τήν προτομή τοῦ ἐθνομάρτυρα μητροπολίτη. «Αἰμιλιανέ, Αἰμιλιανέ, καμάρωσε τά παιδιά σου, βλαστάρια ἀπό τό μαρτυρικό σου αἷμα!», εἶπε καταλήγοντας ὁ ἡφαιστειώδης ἱεροκήρυκας καί παραδόθηκε στούς λυγμούς[3].
Τί νά πρωτοεπιλέξει κανείς ἀπό τό πέρασμα μιᾶς τέτοιας θυελλώδους προσωπικότητας! Θά ταίριαζε ἡ περιγραφή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου γιά τόν Μ. Βασίλειο: «Ὁ λόγος του ἀκουγόταν σάν βοή καί ἡ ζωή του ἔλαμπε σάν ἀστραπή». Ὑπῆρξε πράγματι ἕνα φωτεινό μετέωρο, ἕνας ἀπλανής ὁδηγός, κάτι ἀπό τά φλογισμένα ράσα ἀλλοτινῶν ἐποχῶν. Περιορίζομαι –κι ἄς εἶναι ἕνα μικρό κεράκι στή μνήμη του-σέ κάποιες ἁδρές πινελιές, ζητώντας συγγνώμη ἀπό ὅλους ἐκείνους πού ἔζησαν ἐδῶ κοντά του «τίς ἡμέρες τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου», μέρες φορτωμένες ἀπό τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ· οἱ παλμοί τῆς καρδιᾶς τους ἀδικοῦνται μέ τοῦτες τίς ψυχρές γραμμές. Ἀναμφισβήτητα πάντως ἡ διακονία τοῦ π. Αὐγουστίνου στά Γρεβενά ἀποτελεῖ ἰδιαίτερο κομμάτι γιά τήν ἱστορία τοῦ τόπου μας, μέ τό ὁποῖο ἐπιβάλλεται νά ἀσχοληθεῖ ὑπεύθυνα καί μέ ἐντιμότητα ὁ ἱστορικός τοῦ μέλλοντος. Ἀνεξίτηλες θά παραμείνουν οἱ μνῆμες του στίς καρδιές ὅλων μας καί αἰώνια ἡ εὐγνωμοσύνη μας γιά ἐκεῖνον πού ἔγινε στή ζωή μας ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Νά ἔχουμε τήν εὐχή του!
[1] Ἀντλῶ τίς πληροφορίες μου ἀπό τό βιβλίο «Ἀναφορά Εὐγνωμοσύνης» τοῦ ὁμότιμου καθηγητῆ Πανεπιστημίου κ. Στεργίου Σάκκου, στό ὁποῖο ὁ συγγραφέας καταγράφει τίς προσωπικές του ἀναμνήσεις ἀπό τή δράση τοῦ πατρός Αὐγουστίνου στά Γρεβενά.
[2] «Ὁ Ὅσιος Νικάνωρ»· τό περιοδικό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γρεβενῶν κυκλοφορήθηκε γιά πρώτη φορά στίς 20 Φεβρουαρίου τοῦ 1944 μέ τήν ἔμπνευση καί τή διεύθυνση τοῦ π. Αὐγουστίνου καί τήν εὐλογία τοῦ τότε Μητροπολίτη Γρεβενῶν Θεοκλήτου Σφήνα στήν Κοζάνη, πρίν ἀκόμη λόγῳ τῶν δύσκολων συνθηκῶν ἐγκατασταθοῦν στά Γρεβενά.
[3] Ἀξίζει νά παραθέσουμε καί τήν κατάθεση τοῦ ἰδίου τοῦ π. Αὐγουστίνου γιά τή διακονία του στά Γρεβενά: «Εἰς οὐδεμίαν ἄλλην πόλιν τῆς Μακεδονίας τό κήρυγμά μου εὗρε τόσην ἀπήχησιν, ὅσην εἰς τήν περιοχήν αὐτήν καί μάλιστα εἰς τήν μικράν πόλιν τῶν Γρεβενῶν. Δύο δεκάδες νέων καί νεανίδων εἱλκύσθησαν ἀπό τά ἱεραποστολικά ἰδεώδη καί ἐνεγράφησαν εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν καί ἀπετέλεσαν τόν πυρῆνα ἱεραποστολικῶν ἀδελφοτήτων πού ἱδρύθησαν βραδύτερον, τῶν ὁποίων τά μέλη ἐργάζονται μετά ζήλου καί αὐταπαρνήσεως ... Ἀλησμόνητοι ἡμέραι, εὐλογημέναι ἀπό τήν χάριν τοῦ Θεοῦ. Τό σύνθημα τῆς ἡρωϊκῆς ἐκείνης νεότητος ἦτο· «Ἐκ Γρεβενῶν τό φῶς!» Ἤμουν δέ τόσον εὐχαριστημένος ἐκ τῆς ἐν Γρεβενοῖς πνευματικῆς ἐργασίας, ὥστε ἤθελα διά παντός νά μείνω ἐκεῖ καί νά ἀποθάνω ἐκεῖ. Ἀλλ’ αἱ βουλαί τοῦ Κυρίου ἀνεξιχνίαστοι!» («Χριστ. Σπίθα», φ. 440/1985).
Εὐδοξία Αὐγουστίνου , Φιλόλογος-Θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου