Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Συχνά σε μας τους χριστιανούς ο κόσμος θυμίζει νύχτα. Είναι η αίσθηση της αμαρτίας και της κακίας, είναι το γεγονός ότι επειδή πιστεύουμε στο Θεό και έχουμε την αίσθηση της σωτηρίας και της αποδοχής Του, είναι η ένταξή μας στην κοινότητα της Εκκλησίας, πιστεύουμε ότι είμαστε διαφορετικοί από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Θεωρούμε ότι εμείς, αν μη τι άλλο, ζούμε σε έναν κόσμο πιο φωτεινό και ότι οι άλλοι πορεύονται μέσα στην αμαρτωλότητα και τις επιδράσεις του διαβόλου και του κοσμικού φρονήματος. Και επειδή η νύχτα ταυτίζεται με την αμαρτία, με την κραιπάλη, την μέθη, την ασέλγεια και γενικότερα με το κοσμικό φρόνημα και την κατάσταση απουσίας του Θεού, αισθανόμαστε ότι εμείς είμαστε διαφορετικοί.
Ο Απόστολος Παύλος όμως δίνει συμβουλές στους χριστιανούς της εποχής του και κάθε εποχής, σα να γνωρίζει ότι δεν είναι διαφορετικοί από το κοσμικό φρόνημα. Τους προτρέπει «να πετάξουν από πάνω τα έργα του σκότους και να φορέσουν τα όπλα του φωτός, να είναι η διαγωγή τους κοσμία, τέτοια που να ταιριάζει στο φως. Να πάψουν τα φαγοπότια και τα μεθύσια, η ασύδοτη και η ακόλαστη ζωή, οι φιλονικίες και οι φθόνοι». Και όλα αυτά σε μία περίοδο κατά την οποία «η νύχτα όπου να ‘ ναι φεύγει και η μέρα κοντεύει να έρθει» (Ρωμ. 13, 12-13). Και φαίνεται πως ανταποκρίνονται οι συμβουλές του στην πνευματική κατάσταση όχι μόνο των χριστιανών εκείνης της εποχής, αλλά και κάθε εποχής.
Οι χριστιανοί στα λόγια αποτάσσουμε το κοσμικό φρόνημα. Ερωτοτροπούμε όμως μ’ αυτό, είτε διότι πιστεύουμε στην ευσπλαχνία και την αγάπη του Θεού και θεωρούμε ότι δεν ασχολείται με μικρότερες ή μεγαλύτερες παρασπονδίες στη ζωή μας, είτε διότι είμαστε παραδομένοι σε μία μεγαλύτερη ή μικρότερη εκκοσμίκευση που μας κάνει να λέμε «ότι δεν πειράζει το ένα, δεν πειράζει το άλλο». Μάλιστα, επειδή έχουμε την αίσθηση ότι οι εντολές είναι διαφορετικές για τους εν τω κόσμω και διαφορετικές γι’ αυτούς που έχουν βρεθεί στα μοναστήρια και έχουν επιλέξει την ασκητική ζωή, είμαστε πρόθυμοι όχι μόνο να αμνηστεύσουμε τους εαυτούς μας που ζούμε εν τω κόσμω, αλλά και να δικαιολογήσουμε τον συσχηματισμό μας με το κοσμικό φρόνημα. Άλλοτε πάλι δικαιολογούμε την κοσμικότητά μας θεωρώντας την ως συνέπεια της αδυναμίας και της αμαρτωλότητάς μας, χωρίς βέβαια να είμαστε πρόθυμοι να την δικαιολογήσουμε στους άλλους και γι’ αυτό ο απόστολος θα πει πάλι: «Ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις έναν ξένο υπηρέτη;» (Ρωμ. 14, 4). Και επειδή κόβουμε και ράβουμε το Ευαγγέλιο στα μέτρα μας η συνήθης φράση με την οποία δικαιολογούμε τα πάντα είναι: «και τι κακό κάνουμε αν ακολουθήσουμε αυτό ή εκείνο ή το άλλο του κόσμου;».
Για τη χριστιανική ζωή όμως το πρόβλημα δεν είναι ο κόσμος, αλλά ο Χριστός που απουσιάζει από την καρδιά μας. Εκκοσμίκευση δεν είναι η έξοδός μας από τον κόσμο, αλλά η αποφυγή της αμαρτίας. Εκκοσμίκευση είναι το μασκάρεμα του προσώπου μας, δηλαδή η ανάδειξη μιας ψεύτικης εικόνας γι’ αυτό είτε στις ανθρώπινες σχέσεις, είτε στα έθιμα, είτε στην κοινωνία με τους άλλους. Εκκοσμίκευση είναι η αίσθηση ότι είμαστε κοντά στο Χριστό ενώ η ζωή μας είναι παραδομένη στις κραιπάλες, στις μέθες και στις ασωτίες, αλλά επειδή δεν βλάπτουμε κανέναν ή επειδή είμαστε άνθρωποι, μπορούμε να τα θεωρούμε όλα αθώα. Είναι τελικά η εκζήτηση της χαράς στα μάταια, χωρίς επίγνωση της αδυναμίας μας και η αίσθηση ότι κριτήριο της πορείας μας είναι ο εαυτός μας και ο δικός μας τρόπος προσέγγισης και όχι η Εκκλησία και τα μέτρα της, όπως αυτά ερμηνεύονται από τους ανθρώπους που κήδονται ημών, δηλαδή τους πνευματικούς μας πατέρες.
Από την άλλη υπάρχει και μία υπερβολική αυστηρότητα στις καρδιές αρκετών, οι οποίοι θεωρούν ότι η όποια ανθρώπινη χαρά μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να παρεκκλίνει από την χριστιανική παράδοση και ταυτότητα. Ο κυριότερος φόβος έγκειται στο ότι ο άνθρωπος θα πέσει στην αμαρτία, η οποία θεωρείται εξωτερική κατάσταση, ότι έρχεται μέσα από την κοσμικότητα. Όμως η αμαρτία είναι μία κατάσταση η οποία ενυπάρχει στις καρδιές μας κάθε φορά που η προτεραιότητα του κόσμου, των αναγκών μας, των επιθυμιών μας νικά την αγάπη για το Χριστό, την εμπιστοσύνη σ’ Εκείνον και την αίσθηση ότι η πνευματική ζωή χρειάζεται και στέρηση, χρειάζεται άσκηση και αγώνα. Αυτό βέβαια δεν δικαιολογεί τις παρασπονδίες. Κάνει όμως τον πνευματικό άνθρωπο να νιώθει όχι μόνο την αδυναμία του ιδίου, αλλά και των όσων βρίσκονται γύρω του να κατανοήσουν τι σημαίνει αληθινά η χαρά του Χριστού.
Το δύσκολο είναι η εξισορρόπηση. Αυτή ξεκινά από την επίγνωση της αδυναμίας και της αμαρτωλότητάς μας. Και προχωρά στην εκζήτηση του έλεος του Θεού. Όχι στην αλληλο- εξουθένωση και τον χωρισμό σε παρατάξεις ισχυρών στην πίστη και αδυνάμων, καθαρών και ακαθάρτων, γνήσιων και κίβδηλων και στον διαγκωνισμό σε αλληλοκατηγορίες και προτυποποίηση. Η ελευθερία του καθενός πρέπει να παραμείνει το κριτήριο που ορίζει τον τρόπο της πορείας του. Ομοίως και η εμπιστοσύνη στους πνευματικούς πατέρες, που δείχνουν το δρόμο. Αυτά τα κριτήρια μπορεί να φαίνονται ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενα, όμως η αγάπη μπορεί να βοηθήσει στην εξισορρόπηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα πάντα συμφέρουν αληθινά τον άνθρωπο που πιστεύει. Μπορεί να επιτρέπονται όλα. Δεν σώζουν όμως ούτε αναπαύουν όλα. Και ο καθένας καλείται να κάνει βήματα υπέρβασης των αδυναμιών του, υπέρβασης του συσχηματισμού του με το ήθος της αμαρτίας και της απουσίας του Χριστού στην καρδιά του και, κυρίως, να παραμένει στην Εκκλησία, ακόμη κι αν αυτό του κοστίζει, διότι δεν θα του είναι όλα ευχάριστα.
«Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν». Είναι στην επιλογή του καθενός εντός της Εκκλησίας να διαλέξει να αφήσει πίσω του το σκοτάδι. Να μπορεί να ισορροπήσει στη χαρά του φωτός, δηλαδή στην παρουσία στην καρδιά του των όπλων του Πνεύματος και να προχωρήσει σ’ αυτήν την μυστική σχέση με το Χριστό που τον κάνει να αναπαύεται αληθινά και ας προχωρά αλλιώς ο κόσμος. Κι ας αισθάνεται ίσως και μόνος στον αγώνα του. Εντός της Εκκλησίας η μοναξιά γεμίζει ταπείνωση και συγχωρητικότητα. Δηλαδή αγάπη αληθινή. Και αυτός είναι ο δρόμος της αληθινής νηστείας. Ο αγώνας νίκης εναντίον της κατακρίσεως του άλλου και της αυτοδικαιώσεως, ο αγώνας της αγάπης που γίνεται Σταυρός, αλλά και Ανάσταση.
Ο Απόστολος Παύλος όμως δίνει συμβουλές στους χριστιανούς της εποχής του και κάθε εποχής, σα να γνωρίζει ότι δεν είναι διαφορετικοί από το κοσμικό φρόνημα. Τους προτρέπει «να πετάξουν από πάνω τα έργα του σκότους και να φορέσουν τα όπλα του φωτός, να είναι η διαγωγή τους κοσμία, τέτοια που να ταιριάζει στο φως. Να πάψουν τα φαγοπότια και τα μεθύσια, η ασύδοτη και η ακόλαστη ζωή, οι φιλονικίες και οι φθόνοι». Και όλα αυτά σε μία περίοδο κατά την οποία «η νύχτα όπου να ‘ ναι φεύγει και η μέρα κοντεύει να έρθει» (Ρωμ. 13, 12-13). Και φαίνεται πως ανταποκρίνονται οι συμβουλές του στην πνευματική κατάσταση όχι μόνο των χριστιανών εκείνης της εποχής, αλλά και κάθε εποχής.
Οι χριστιανοί στα λόγια αποτάσσουμε το κοσμικό φρόνημα. Ερωτοτροπούμε όμως μ’ αυτό, είτε διότι πιστεύουμε στην ευσπλαχνία και την αγάπη του Θεού και θεωρούμε ότι δεν ασχολείται με μικρότερες ή μεγαλύτερες παρασπονδίες στη ζωή μας, είτε διότι είμαστε παραδομένοι σε μία μεγαλύτερη ή μικρότερη εκκοσμίκευση που μας κάνει να λέμε «ότι δεν πειράζει το ένα, δεν πειράζει το άλλο». Μάλιστα, επειδή έχουμε την αίσθηση ότι οι εντολές είναι διαφορετικές για τους εν τω κόσμω και διαφορετικές γι’ αυτούς που έχουν βρεθεί στα μοναστήρια και έχουν επιλέξει την ασκητική ζωή, είμαστε πρόθυμοι όχι μόνο να αμνηστεύσουμε τους εαυτούς μας που ζούμε εν τω κόσμω, αλλά και να δικαιολογήσουμε τον συσχηματισμό μας με το κοσμικό φρόνημα. Άλλοτε πάλι δικαιολογούμε την κοσμικότητά μας θεωρώντας την ως συνέπεια της αδυναμίας και της αμαρτωλότητάς μας, χωρίς βέβαια να είμαστε πρόθυμοι να την δικαιολογήσουμε στους άλλους και γι’ αυτό ο απόστολος θα πει πάλι: «Ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις έναν ξένο υπηρέτη;» (Ρωμ. 14, 4). Και επειδή κόβουμε και ράβουμε το Ευαγγέλιο στα μέτρα μας η συνήθης φράση με την οποία δικαιολογούμε τα πάντα είναι: «και τι κακό κάνουμε αν ακολουθήσουμε αυτό ή εκείνο ή το άλλο του κόσμου;».
Για τη χριστιανική ζωή όμως το πρόβλημα δεν είναι ο κόσμος, αλλά ο Χριστός που απουσιάζει από την καρδιά μας. Εκκοσμίκευση δεν είναι η έξοδός μας από τον κόσμο, αλλά η αποφυγή της αμαρτίας. Εκκοσμίκευση είναι το μασκάρεμα του προσώπου μας, δηλαδή η ανάδειξη μιας ψεύτικης εικόνας γι’ αυτό είτε στις ανθρώπινες σχέσεις, είτε στα έθιμα, είτε στην κοινωνία με τους άλλους. Εκκοσμίκευση είναι η αίσθηση ότι είμαστε κοντά στο Χριστό ενώ η ζωή μας είναι παραδομένη στις κραιπάλες, στις μέθες και στις ασωτίες, αλλά επειδή δεν βλάπτουμε κανέναν ή επειδή είμαστε άνθρωποι, μπορούμε να τα θεωρούμε όλα αθώα. Είναι τελικά η εκζήτηση της χαράς στα μάταια, χωρίς επίγνωση της αδυναμίας μας και η αίσθηση ότι κριτήριο της πορείας μας είναι ο εαυτός μας και ο δικός μας τρόπος προσέγγισης και όχι η Εκκλησία και τα μέτρα της, όπως αυτά ερμηνεύονται από τους ανθρώπους που κήδονται ημών, δηλαδή τους πνευματικούς μας πατέρες.
Από την άλλη υπάρχει και μία υπερβολική αυστηρότητα στις καρδιές αρκετών, οι οποίοι θεωρούν ότι η όποια ανθρώπινη χαρά μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να παρεκκλίνει από την χριστιανική παράδοση και ταυτότητα. Ο κυριότερος φόβος έγκειται στο ότι ο άνθρωπος θα πέσει στην αμαρτία, η οποία θεωρείται εξωτερική κατάσταση, ότι έρχεται μέσα από την κοσμικότητα. Όμως η αμαρτία είναι μία κατάσταση η οποία ενυπάρχει στις καρδιές μας κάθε φορά που η προτεραιότητα του κόσμου, των αναγκών μας, των επιθυμιών μας νικά την αγάπη για το Χριστό, την εμπιστοσύνη σ’ Εκείνον και την αίσθηση ότι η πνευματική ζωή χρειάζεται και στέρηση, χρειάζεται άσκηση και αγώνα. Αυτό βέβαια δεν δικαιολογεί τις παρασπονδίες. Κάνει όμως τον πνευματικό άνθρωπο να νιώθει όχι μόνο την αδυναμία του ιδίου, αλλά και των όσων βρίσκονται γύρω του να κατανοήσουν τι σημαίνει αληθινά η χαρά του Χριστού.
Το δύσκολο είναι η εξισορρόπηση. Αυτή ξεκινά από την επίγνωση της αδυναμίας και της αμαρτωλότητάς μας. Και προχωρά στην εκζήτηση του έλεος του Θεού. Όχι στην αλληλο- εξουθένωση και τον χωρισμό σε παρατάξεις ισχυρών στην πίστη και αδυνάμων, καθαρών και ακαθάρτων, γνήσιων και κίβδηλων και στον διαγκωνισμό σε αλληλοκατηγορίες και προτυποποίηση. Η ελευθερία του καθενός πρέπει να παραμείνει το κριτήριο που ορίζει τον τρόπο της πορείας του. Ομοίως και η εμπιστοσύνη στους πνευματικούς πατέρες, που δείχνουν το δρόμο. Αυτά τα κριτήρια μπορεί να φαίνονται ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενα, όμως η αγάπη μπορεί να βοηθήσει στην εξισορρόπηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα πάντα συμφέρουν αληθινά τον άνθρωπο που πιστεύει. Μπορεί να επιτρέπονται όλα. Δεν σώζουν όμως ούτε αναπαύουν όλα. Και ο καθένας καλείται να κάνει βήματα υπέρβασης των αδυναμιών του, υπέρβασης του συσχηματισμού του με το ήθος της αμαρτίας και της απουσίας του Χριστού στην καρδιά του και, κυρίως, να παραμένει στην Εκκλησία, ακόμη κι αν αυτό του κοστίζει, διότι δεν θα του είναι όλα ευχάριστα.
«Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν». Είναι στην επιλογή του καθενός εντός της Εκκλησίας να διαλέξει να αφήσει πίσω του το σκοτάδι. Να μπορεί να ισορροπήσει στη χαρά του φωτός, δηλαδή στην παρουσία στην καρδιά του των όπλων του Πνεύματος και να προχωρήσει σ’ αυτήν την μυστική σχέση με το Χριστό που τον κάνει να αναπαύεται αληθινά και ας προχωρά αλλιώς ο κόσμος. Κι ας αισθάνεται ίσως και μόνος στον αγώνα του. Εντός της Εκκλησίας η μοναξιά γεμίζει ταπείνωση και συγχωρητικότητα. Δηλαδή αγάπη αληθινή. Και αυτός είναι ο δρόμος της αληθινής νηστείας. Ο αγώνας νίκης εναντίον της κατακρίσεως του άλλου και της αυτοδικαιώσεως, ο αγώνας της αγάπης που γίνεται Σταυρός, αλλά και Ανάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου