Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾᾽Αββᾶ, ἐσύ ἔχεις δεῖ θαύματα στήν ζωή σου;᾽
῾Ο ἀββᾶς Φοιβάμων δέν βιάστηκε νά ἀπαντήσει. Κοίταξε μέ ἀγαθότητα τόν καλόγερο πού ᾽χε ἔρθει νά τόν ἐπισκεφτεῖ μαζί μέ τόν ὑποτακτικό του, καί θαύμασε γιά μιά ἀκόμη φορά τήν ἀληθινή δίψα τῆς μαθητείας τους. Τά ἐρωτήματα πού τοῦ ἔθεταν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ἐρχομοῦ τους ἦταν καίρια καί οὐσιαστικά. Φαίνονταν ἄνθρωποι πού πράγματι ἐνδιαφέρονταν γιά
τήν πνευματική ζωή, ἐνῶ ὁ ὑποτακτικός κρατοῦσε κάτι φυλλάδες στά χέρια του κι ὅλο κάτι σημείωνε ἀπό αὐτά πού τούς ἔλεγε.
Τούς εἶχε ρωτήσει πῶς βρέθηκαν στό ἐρημικό ἀσκηταριό του στήν περιοχή ᾽Αντινώ τῆς Κάτω Θηβαΐδας, νοτιοανατολικά τῆς ᾽Αλεξάνδρειας, καί τοῦ εἶχαν ἐξηγήσει ὅτι μέ φώτιση Θεοῦ ἀνέλαβαν νά περιδαβοῦν τά πιό γνωστά ἀσκητικά κέντρα τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Συρίας καί νά συλλέξουν σάν τίς μέλισσες ὅ,τι καλύτερο μποροῦσαν ἀπό τήν κατά Χριστό βιοτή τῶν ἀσκητῶν, ὥστε καταγράφοντάς το νά βοηθήσουν πέρα ἀπό τόν ἑαυτό τους καί ἄλλους πιστούς ἀδελφούς.
῾Ο Φοιβάμων ἐπαίνεσε καταρχάς τήν ἀποστολή τους, ἀλλά ὁ ἴδιος σάν νά δυσκολεύτηκε. ῾Δέν ἔχω κάτι νά σᾶς πῶ ἐγώ, ἀδελφοί᾽ τούς εἶπε. ῾᾽Εγώ ἄνθρωπος ἁμαρτωλός εἶμαι καί παρακαλῶ διαρκῶς τόν Θεό νά συγχωρήσει τίς πολλές ἁμαρτίες μου᾽.
Κάμφθηκε ἀπό τήν ταπεινή καί γεμάτη σεβασμό ἐπιμονή τους. ῾Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί κυρίως πῶς αὐτή μπορεῖ νά γίνει πράξη ζωῆς. Καί νά, πού ἡ ἐρώτηση ἔφτασε στό σημεῖο τοῦ θαύματος στήν ζωή τῶν πιστῶν.
῾᾽Αδελφέ ᾽Ιωάννη, ὅλη ἡ ζωή μας εἶναι ἕνα θαῦμα᾽, ἄρχισε τήν ἀπάντησή του ὁ ἀββᾶς. ῾῾Η ἴδια ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα ἀδιάκοπο θαῦμα. Κάθε μέρα πού ὁ Θεός ξημερώνει δέν εἶναι μιά ἐκ νέου ἐπιβεβαίωση ὅτι ᾽Εκεῖνος θέλει ἡ δημιουργία Του νά συνεχίσει νά ὑπάρχει; ῾Ο ψαλμωδός δέν διαλαλεῖ τήν ἀλήθεια αὐτή, ὅταν γράφει ῾οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα;᾽ Γιά ἐκεῖνον πού ἔχει λίγη πίστη Χριστοῦ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά ἁπτή πραγματικότητα, τήν ὁποία ψηλαφᾶ σέ κάθε λεπτομέρεια τῆς ζωῆς᾽. Εἶπε ὁ Γέροντας καί τά μάτια του γέμισαν δάκρυα. ῾Δόξα Σοι, ὁ Θεός᾽ ψιθύρισαν τά χείλη του.
῾᾽Αλλά πρέπει νά ὑπάρχει αὐτή ἡ πίστη᾽ συνέχισε. ῾Αὐτή εἶναι ἡ ὅραση πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά βλέπει τό βάθος τῆς γύρω μας πραγματικότητας. Καί τό ἀκόμη σπουδαιότερο. ῾Η πίστη κάνει τόν ἄνθρωπο νά βλέπει καί νά ζεῖ τό μεγαλύτερο θαῦμα: τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ μας καί τήν δωρεά πού μᾶς ἔδωσε νά εἴμαστε μέλη τοῦ ἁγίου σώματός Του τῆς ᾽Εκκλησίας. Γιά φανταστεῖτε, ἀδέλφια! Νά ζοῦμε τόν Χριστό συνδεδεμένοι μαζί Του! Νά εἴμαστε ἕνα μέ τόν Δημιουργό μας! Νά μποροῦμε νά Τόν τρῶμε καί νά Τόν πίνουμε στήν Θεία Λειτουργία!᾽
῾Γέροντα, ὅπως τά λές εἶναι᾽ εἶπε μέ συστολή μετά ἀπό λίγο ὁ μοναχός ᾽Ιωάννης, καθώς δέν ἤθελε νά χαλάσει τήν ἱερότητα τῆς στιγμῆς. ῾Συγχώρα με ὅμως πού ρωτῶ, ἀλλά ἐννοῶ τά θαύματα πού διαβάζουμε στήν Καινή Διαθήκη καί στούς βίους τῶν ἁγίων μας: θαυμαστές θεραπεῖες, ἐκδίωξη δαιμόνων...᾽. ῎Αφησε ἀνολοκλήρωτο τόν λόγο του.
῾Ναί, σ᾽ αὐτό θά ἐρχόμουνα τώρα᾽, εἶπε ὁ ἀββᾶς καί σήκωσε τά μάτια του σάν νά κοιτᾶ κάτι πού δέν φαινόταν. ῾Δέν ξέρω, ἀδελφοί, ἄν ἔχετε ἀκούσει γιά τόν ἀρχιληστή Δαυΐδ᾽.
῾῎Οχι, καθόλου᾽, ἀκούστηκε καί ἀπό τῶν δυό ἡ ἴδια φωνή.
῾Εἶναι συγκλονιστική ἡ ἱστορία του καί δίνει ἀπάντηση στήν συγκεκριμένη ἐρώτησή σας. ᾽Εγώ τόν γνώρισα, τόν εἶδα πολλές φορές, καί κάθε φορά εἶναι ἀλήθεια δόξαζα τόν Θεό γιά τήν ἐξέλιξη τῆς ζωῆς του᾽.
῾Γέροντα, θαύμαζες τήν ζωή τοῦ ἀρχιληστῆ;᾽ ρώτησε παραξενεμένος ὁ ὑποτακτικός τοῦ ᾽Ιωάννη, ὁ νεαρός Σωφρόνιος.
῾῎Οχι τήν ζωή του ὡς ἀρχιληστῆ, ἀλλά τήν ἐξέλιξή του. Πῶς ἀπό ἀρχιληστής ἔγινε ἐκλεκτό σκεῦος τοῦ Θεοῦ. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο θά ἔλεγε κανείς᾽.
῾Πές μας, Γέροντα᾽, εἶπε ὁ ᾽Ιωάννης, ἐνῶ ὁ Σωφρόνιος ἀνασκάλεψε τά χαρτιά του γιά νά καταγράψει καί τό παραμικρό.
῾῾Ο Δαυΐδ ἦταν πράγματι φοβερός καί τρομερός. Ζοῦσε στά γύρω βουνά τῆς ῾Ερμούπολης καί εἶχε μαζί του τριάντα ἄλλους ληστές, τόν ἕνα χειρότερο ἀπό τόν ἄλλον. ῞Οταν κατέβαιναν στίς κατοικημένες περιοχές ἦταν σάν νά κατέβαινε ὁ ἴδιος ὁ θάνατος. ῞Αρπαζαν ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους, κατέστρεφαν περιουσίες, ἔβαζαν φωτιά στά σπίτια, βίαζαν τίς γυναῖκες, σκότωναν, ἀκόμη καί μικρά παιδιά...᾽. ῎Εγινε λυγμός ἡ φωνή τοῦ Γέροντα. ῾Συχώρα με, Κύριε᾽ ψιθύρισε καί πάλι.
῾Δέν ὑπῆρχε ἁμαρτία πού νά μήν τήν ἔκαναν...᾽, ξανασταμάτησε ὁ ἀββᾶς, γιά νά συνεχίσει σχεδόν ἀμέσως.
῾Κι ὅμως καί σ᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἄς τόν ποῦμε ἄνθρωπο, ἴσχυσε καί πάλι ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου: ῾ὅπου ἐπλεόνασε ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσε ἡ χάρις᾽. Φαίνεται ὅτι στό βάθος τῆς ψυχῆς του κάτι καλό θά ὑπῆρχε, γιατί ἦλθε κάποια στιγμή πού μπουχτισμένος ἀπό τά κακά πού ἔκανε σά νά συνῆλθε. ῾Εἰς ἑαυτόν ἐλθών᾽ πού λέει καί ὁ Κύριος στά ἅγιο εὐαγγέλιο γιά τόν ἄσωτο τῆς παραβολῆς. Μετάνιωσε, κτύπησε τό στῆθος του γιά ὅ,τι ἔκανε, θέλησε νά ἐξιλεωθεῖ. Παράτησε λοιπόν νύκτα τούς συντρόφους του καί πῆγε σ᾽ ἕνα μοναστήρι πού εἶχε δεῖ στά ἐρημικά ἐκεῖνα μέρη κι ἤξερε ὅτι εἶχε ἀρκετούς καλόγερους, ἑβδομήντα περίπου τόν ἀριθμό, ἄν δέν μέ ἀπατᾶ ἡ μνήμη μου.
᾽Κτύπησε δυνατά τήν πόρτα νά τοῦ ἀνοίξουν. Ξανακτύπησε πιό ἄγρια, γιατί ἔνιωσε ὅτι ἀργοῦν, μέχρις ὅτου ἀκούστηκε ἕνας σύρτης νά τραβιέται καί ν᾽ ἀνοίγει ἕνα μικρό παράθυρο πάνω στήν πόρτα.
῾Θέλω τόν ἡγούμενο᾽, εἶπε μέ φωνή κοφτή στόν θυρωρό καλόγερο, πού στεκόταν ἐμβρόντητος βλέποντας τό προχωρημένης ἡλικίας καί ἀγριωπό πρόσωπο τοῦ ἀρχιληστῆ. Τά ψαρά καί ἀνακατωμένα μαλλιά καί γένια του, τό ταραγμένο βλέμμα του, τόν ἔκαναν νά μοιάζει μέ ὄν βγαλμένο ἀπό ἐφιάλτες τῶν πιό κακῶν ὀνείρων.
῾Θέλω τόν ἡγούμενο᾽, ξανάπε πιό μαλακωμένα αὐτήν τήν φορά. ῾Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη νά τόν δῶ καί νά τοῦ μιλήσω᾽.
῾Τί τόν θέλεις;᾽ τόλμησε νά ρωτήσει ὁ θυρωρός, ὁ ὁποῖος βρῆκε τήν μιλιά του, ἀκούγοντάς τον νά μιλᾶ πιό ἥσυχα τήν δεύτερη φορά.
῾Θέλω νά γίνω καλόγερος᾽.
Σάν νά τόν χτύπησε κεραυνός ἦταν ὁ θυρωρός. Δέν εἶπε κάτι ἄλλο κι ἔμπασε στό μοναστήρι τόν ἐφιάλτη τοῦ ὀνείρου του. Τόν ἄφησε νά περιμένει καί πῆγε κι ἀνήγγειλε στόν ἡγούμενο τήν ὑπόθεση.
῾Ο ἡγούμενος βγῆκε, τόν εἶδε, τόν ρώτησε κι ὁ ἴδιος, γιά νά εἰσπράξει τήν ἴδια ἀπάντηση: ῾Θέλω νά γίνω καλόγερος, ἡγούμενε. Δέν ἀντέχω ἄλλο τήν ζωή πού ἔκανα᾽. ῾Ο Δαυΐδ ἔσκυψε τώρα τό κεφάλι κάτω, ταπεινωμένος αὐτήν τήν φορά, καί δάκρυα ἄρχισαν νά αὐλακώνουν τό γεμάτο ρυτίδες πρόσωπό του.
῾Ο ἡγούμενος τόν κοίταξε μέ συμπάθεια. ῾Παιδί μου᾽, εἶπε σιγανά, ῾βλέπω ὅτι εἶσαι προχωρημένης ἡλικίας ἄνθρωπος. Δέν μπορεῖς νά γίνεις καλόγερος σ᾽ ἕνα μοναστήρι πού οἱ καλόγεροι ἐδῶ ἔχουν πολύ κόπο ἀπό τά ἀσκητικά τους καθήκοντα καί ὁ κανόνας τους γενικά εἶναι πάρα πολύ δύσκολος πού ταιριάζει στήν νεανική ἡλικία. ᾽Εσύ ἄλλωστε ἐκτός ἀπό γέρος – τόνισε τήν λέξη ὁ ἡγούμενος μέ νόημα - φαίνεσαι ἄνθρωπος πού δέν ἔχεις σχέση μέ αὐτά, ἀλλιῶς φαίνεσαι συνηθισμένος, ὁπότε καί νά σέ βάλω στό μοναστήρι, μετά ἀπό λίγο θά σηκωθεῖς νά φύγεις καί θά ᾽ναι χειρότερα ἔτσι καί γιά σένα καί γιά ὅλους μας᾽.
῾Γέροντα, μπορεῖ νά εἶμαι γέρος, ὅπως λές᾽, ἄρχισε παρακλητικά νά μιλᾶ ὁ Δαυΐδ, ῾ἀλλά ἔχω βαθιά τήν ἐπιθυμία νά τελειώσω ἐδῶ τήν ζωή μου. Γέροντα, σέ παρακαλῶ νά μέ δεχτεῖς. ῞Ο,τι κάνουν οἱ ἄλλοι, τό ἴδιο θά κάνω κι ἐγώ. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τήν δική σου θά τά καταφέρω᾽.
῾Ο ἡγούμενος ἦταν ἀνένδοτος. ῎Εβλεπε τό σκάνδαλο καί γιά τούς ἄλλους μοναχούς, νά δεχτεῖ κάποιον πού πρώτη φορά ἔβλεπε, πού δέν ἦταν στήν πρέπουσα ἡλικία, πού φαινόταν παρ᾽ ὅλες τίς παρακλήσεις του ἀκατάλληλος γιά τό ἔργο τοῦ μοναχοῦ. Τοῦ ἀρνήθηκε καί πάλι, προσπάθησε νά τοῦ ἐξηγήσει, τοῦ πρότεινε μάλιστα νά τόν δεχτεῖ γιά λίγες ἡμέρες...
῾Ο ἀρχιληστής ὅμως σά νά μήν ἄκουγε συνέχιζε νά τόν παρακαλεῖ καί νά τόν διαβεβαιώνει διαρκῶς: ῾Ναί, μπορῶ νά κάνω ὅ,τι κάνουν καί οἱ ἄλλοι, μόνο δέξου με᾽.
Εἶδε ὁ Δαυΐδ τό ἀδιέξοδο κι ὅτι δέν κάμπτει ἔτσι τήν ἀπόλυτα λογική στάση τοῦ ἡγούμενου κι ἄρχισε τίς φοβέρες.
῾Νά ξέρεις᾽, τοῦ εἶπε, καί τό βλέμμα του πῆρε τήν γνωστή λάμψη τοῦ ἀγέρωχου καί σκληροῦ ληστῆ, ῾ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Δαυΐδ ὁ ἀρχιληστής κι ἦρθα ἐδῶ γιά νά κλάψω τίς ἁμαρτίες μου. ῎Αν ὅμως δέν θέλεις νά μέ δεχτεῖς᾽, ὕψωσε ὁλόρθα τό κορμί του κι ὁ λόγος του ἀκούστησε τήν φορά αὐτή σάν κοφτερό μαχαίρι, ῾πληροφορῶ μέ ὅρκους κι ἐσένα κι Αὐτόν πού κατοικεῖ στόν οὐρανό ὅτι θά ξαναπάω στήν πρώτη μου τέχνη, θά φέρω ἐδῶ κάτω τά παλληκάρια πού εἶχα μαζί μου καί θά σκοτώσω ὅλους σας, καταστρέφοντας καί τό μοναστήρι σας᾽.
Σάν νά φωτίστηκε ὁ ἡγούμενος ἀπό τά λόγια αὐτά. Τοῦ ἔκανε φοβερή ἐντύπωση ὄχι ἡ ἀπειλή τοῦ ἀρχιληστῆ - εἶχε μάθει στήν ζωή του νά μήν τρομάζει ἀπό τίς ἀνθρώπινες φοβέρες - ἀλλά ἡ ἀποφασιστικότητα πού εἶδε στά μάτια του. ῾Γιατί ὄχι;᾽ σκέφτηκε. ῾Σάμπως ὁ πρῶτος πού μπῆκε στόν Παράδεισο δέν ἤτανε ληστής; ῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό ὅλα τά ἀνθρώπινα κακά᾽.
Τόν δέχτηκε τόν Δαυΐδ κι ὄχι μόνο τόν δέχτηκε, ἀλλά πολύ γρήγορα τοῦ ἔκανε τήν κουρά του και τοῦ ἔδωσε τό ἅγιο σχῆμα.
῾Ο Δαυΐδ, ὁ πρώην ἀρχιληστής, τό φόβητρο τῶν ἀνθρώπων, αὐτός πού καί μόνο τό ὄνομά του στίς γύρω περιοχές σκόρπιζε τόν τρόμο, ἔγινε ἕνα ζωντανό θαῦμα τῆς πίστεως. Μέ τούς ἀγῶνες του πιά τούς ἀσκητικούς ξεπέρασε ὅλους τούς μοναχούς τῆς Μονῆς. ῾Ο γέρος πού ἡ λογική ἔλεγε ὅτι θά εἶναι χωρίς καθόλου δυνάμεις, μέ νεανικό σφρίγος ἦταν ὁ πρῶτος στήν ἐγκράτεια, ὁ πρῶτος στήν ὑπακοή, ὁ πρῶτος στήν ταπείνωση. ῎Αρχισαν ὅλοι νά προσβλέπουν σ᾽ αὐτόν σάν σέ πρότυπο καί νά ἐλεεινολογοῦν τόν ἑαυτό τους. Τόν ἔβλεπαν σάν δεύτερο Παῦλο τόν ἁπλό, σάν δεύτερο Μωυσῆ τόν αἰθίοπα. ῾Η ὠφέλεια πού ἀποκόμιζαν οἱ καλόγεροι μέ τόν Δαυΐδ ξεπερνοῦσε τά προηγούμενα χρόνια τῆς ἀσκητικῆς τους βιοτῆς.
Κι ὅταν πέρασε κάποιος καιρός πιά, ὄχι πάρα πολύς, συνέβη κάτι πού συγκλόνισε καί τόν ἴδιο καί τήν ἀδελφότητα πού τό ἔμαθε ἀργότερα.
Εἶχε τελειώσει ἡ ὁλονύκτια Θεία Λειτουργία κι ὁ Δαυΐδ γύρισε στό κελί του νά ξεκουραστεῖ λίγο καί νά συνεχίσει τήν αἴτηση ἐλέους ἀπό τόν Κύριο. Κι ἐκεῖ πού καθόταν προσευχόμενος ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε: ῾Δαυΐδ, Δαυΐδ, σοῦ συγχώρησε ὁ Κύριος ὁ Θεός τίς ἁμαρτίες σου καί στό ἑξῆς θά κάνεις θαύματα. Αὐτό θά εἶναι ἡ ἀπόδειξη σέ ὅλους ὅτι ἡ ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ξεπερνᾶ κάθε ἁμαρτία ἀνθρώπινη. Μέσα ἀπό σένα θά δοξάζεται ὁ Θεός καί ἡ δύναμή Του στούς ἀνθρώπους, ἔστω καί τούς πιό ἁμαρτωλούς θεωρούμενους᾽.
Δέν βιάστηκε νά συγκατανεύσει στήν φωνή τοῦ πνεύματος ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ πιά Δαυΐδ. ῾Δέν μπορῶ νά πιστέψω᾽, εἶπε μέ μεγάλη ταπείνωση καί ἐπίγνωση τοῦ παρελθόντος του, ῾ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά ἁμαρτήματά μου, τά βαρύτερα καί περισσότερα κι ἀπ᾽ τήν ἄμμο τῆς θάλασσας, μοῦ τά συγχώρεσε ὁ Θεός σέ τόσο λίγο χρόνο. Δέν ξέρω, ἀλλά νομίζω ὅτι πᾶς νά μέ παγιδεύσεις μέ τήν ὑπερηφάνεια. Κι ἐγώ μάλιστα νά κάνω θαύματα;᾽ ῾Η ἀμφιβολία τοῦ ταπεινοῦ Δαυΐδ ἔγινε βεβαιότητα. ῾῎Οχι, δέν πρέπει νά εἶσαι ἀπό τόν Θεό᾽. ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με καί σῶσον με᾽, ἔγειρε γονατιστός ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος.
Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: ῾῎Αν τόν ἱερέα Ζαχαρία πού δέν μέ πίστεψε κι αὐτός γιά τόν γιό πού τοῦ ᾽πα ὅτι θά γεννήσει ἡ γερόντισσα γυναίκα του ᾽Ελισάβετ, δέν τόν λυπήθηκα, ἀλλά δέσμευσα τήν γλώσσα του, γιά νά τόν διδάξω μέ τήν τιμωρία νά μήν ἀπιστεῖ σέ ὅσα τοῦ εἶπα, ἐσένα θά λυπηθῶ; Γι᾽ αὐτό θά μείνεις τελείως ἄλαλος ἀπό τώρα᾽.
Φοβήθηκε ὁ Δαυΐδ. Γονατιστός καθώς ἦταν ἔσκυψε ἐντελῶς τό κεφάλι στό ἔδαφος προσκυνώντας τόν ἄγγελο Κυρίου. Ξαφνικά ἀνασηκώθηκε. Μιά δύναμη τοῦ στερέωσε τήν καρδιά. ῾῞Οταν ἤμουν στόν κόσμο᾽ ἀκούστηκε νά λέει, ῾διαπράττοντας τά ἄπρεπα πράγματα καί τίς αἱματοχυσίες, εἶχα φωνή καί μιλοῦσα. Καί τώρα πού θέλω νά εἶμαι δοῦλος τοῦ Θεοῦ καί νά Τοῦ προσφέρω ὕμνους, δεσμεύεις τήν γλώσσα μου νά μή μιλάω;᾽ ῾Ο Δαυΐδ ἀπόρησε κι ὁ ἴδιος μέ τό θάρρος πού ἀπόκτησε.
Σάν νά κάμφθηκε ὁ ἄγγελος. Σοβαρός καί γαλήνιος τοῦ ἀποκρίθηκε: ῾Στόν κανόνα μόνο θά μιλᾶς, ἔξω ὅμως ἀπό τόν κανόνα θά σιωπᾶς ἐντελῶς᾽. Τό ᾽πε κι ἔφυγε, ἀφήνοντας πίσω του μιά ἐξαίσια εὐωδία.
῾Η μετέπειτα ἱστορία τοῦ Δαυΐδ τοῦ ἀρχιληστῆ ἐπιβεβαίωσε τήν ἀλήθεια τῶν λόγων του. Γιατί ὁ Θεός ἔκανε πολλά θαύματα, μεγάλα καί τρανά, μέσω τοῦ δούλου Του Δαυΐδ. Κι ἀπό τήν ἄλλη: ὅλοι τόν ἄκουγαν νά ψέλνει τούς ψαλμούς τοῦ κανόνα καί τῶν ἀκολουθιῶν. ῎Αλλο ὅμως λόγο, μεγάλο ἤ μικρό, δέν μποροῦσε νά λαλήσει.
Ναί, ἀδελφοί᾽, τέλειωσε τόν λόγο του ὁ ἀββᾶς Φοιβάμων. Καί ξανάπε μέ κατάνυξη καί δάκρυα στά μάτια. ῾Πολλές φορές εἶδα τόν ἅγιο αὐτόν τοῦ Θεοῦ καί δόξασα τόν Θεό γιά τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη Του᾽.
῾Ο ἀββᾶς Φοιβάμων δέν βιάστηκε νά ἀπαντήσει. Κοίταξε μέ ἀγαθότητα τόν καλόγερο πού ᾽χε ἔρθει νά τόν ἐπισκεφτεῖ μαζί μέ τόν ὑποτακτικό του, καί θαύμασε γιά μιά ἀκόμη φορά τήν ἀληθινή δίψα τῆς μαθητείας τους. Τά ἐρωτήματα πού τοῦ ἔθεταν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ἐρχομοῦ τους ἦταν καίρια καί οὐσιαστικά. Φαίνονταν ἄνθρωποι πού πράγματι ἐνδιαφέρονταν γιά
τήν πνευματική ζωή, ἐνῶ ὁ ὑποτακτικός κρατοῦσε κάτι φυλλάδες στά χέρια του κι ὅλο κάτι σημείωνε ἀπό αὐτά πού τούς ἔλεγε.
Τούς εἶχε ρωτήσει πῶς βρέθηκαν στό ἐρημικό ἀσκηταριό του στήν περιοχή ᾽Αντινώ τῆς Κάτω Θηβαΐδας, νοτιοανατολικά τῆς ᾽Αλεξάνδρειας, καί τοῦ εἶχαν ἐξηγήσει ὅτι μέ φώτιση Θεοῦ ἀνέλαβαν νά περιδαβοῦν τά πιό γνωστά ἀσκητικά κέντρα τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Συρίας καί νά συλλέξουν σάν τίς μέλισσες ὅ,τι καλύτερο μποροῦσαν ἀπό τήν κατά Χριστό βιοτή τῶν ἀσκητῶν, ὥστε καταγράφοντάς το νά βοηθήσουν πέρα ἀπό τόν ἑαυτό τους καί ἄλλους πιστούς ἀδελφούς.
῾Ο Φοιβάμων ἐπαίνεσε καταρχάς τήν ἀποστολή τους, ἀλλά ὁ ἴδιος σάν νά δυσκολεύτηκε. ῾Δέν ἔχω κάτι νά σᾶς πῶ ἐγώ, ἀδελφοί᾽ τούς εἶπε. ῾᾽Εγώ ἄνθρωπος ἁμαρτωλός εἶμαι καί παρακαλῶ διαρκῶς τόν Θεό νά συγχωρήσει τίς πολλές ἁμαρτίες μου᾽.
Κάμφθηκε ἀπό τήν ταπεινή καί γεμάτη σεβασμό ἐπιμονή τους. ῾Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί κυρίως πῶς αὐτή μπορεῖ νά γίνει πράξη ζωῆς. Καί νά, πού ἡ ἐρώτηση ἔφτασε στό σημεῖο τοῦ θαύματος στήν ζωή τῶν πιστῶν.
῾᾽Αδελφέ ᾽Ιωάννη, ὅλη ἡ ζωή μας εἶναι ἕνα θαῦμα᾽, ἄρχισε τήν ἀπάντησή του ὁ ἀββᾶς. ῾῾Η ἴδια ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα ἀδιάκοπο θαῦμα. Κάθε μέρα πού ὁ Θεός ξημερώνει δέν εἶναι μιά ἐκ νέου ἐπιβεβαίωση ὅτι ᾽Εκεῖνος θέλει ἡ δημιουργία Του νά συνεχίσει νά ὑπάρχει; ῾Ο ψαλμωδός δέν διαλαλεῖ τήν ἀλήθεια αὐτή, ὅταν γράφει ῾οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα;᾽ Γιά ἐκεῖνον πού ἔχει λίγη πίστη Χριστοῦ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά ἁπτή πραγματικότητα, τήν ὁποία ψηλαφᾶ σέ κάθε λεπτομέρεια τῆς ζωῆς᾽. Εἶπε ὁ Γέροντας καί τά μάτια του γέμισαν δάκρυα. ῾Δόξα Σοι, ὁ Θεός᾽ ψιθύρισαν τά χείλη του.
῾᾽Αλλά πρέπει νά ὑπάρχει αὐτή ἡ πίστη᾽ συνέχισε. ῾Αὐτή εἶναι ἡ ὅραση πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά βλέπει τό βάθος τῆς γύρω μας πραγματικότητας. Καί τό ἀκόμη σπουδαιότερο. ῾Η πίστη κάνει τόν ἄνθρωπο νά βλέπει καί νά ζεῖ τό μεγαλύτερο θαῦμα: τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ μας καί τήν δωρεά πού μᾶς ἔδωσε νά εἴμαστε μέλη τοῦ ἁγίου σώματός Του τῆς ᾽Εκκλησίας. Γιά φανταστεῖτε, ἀδέλφια! Νά ζοῦμε τόν Χριστό συνδεδεμένοι μαζί Του! Νά εἴμαστε ἕνα μέ τόν Δημιουργό μας! Νά μποροῦμε νά Τόν τρῶμε καί νά Τόν πίνουμε στήν Θεία Λειτουργία!᾽
῾Γέροντα, ὅπως τά λές εἶναι᾽ εἶπε μέ συστολή μετά ἀπό λίγο ὁ μοναχός ᾽Ιωάννης, καθώς δέν ἤθελε νά χαλάσει τήν ἱερότητα τῆς στιγμῆς. ῾Συγχώρα με ὅμως πού ρωτῶ, ἀλλά ἐννοῶ τά θαύματα πού διαβάζουμε στήν Καινή Διαθήκη καί στούς βίους τῶν ἁγίων μας: θαυμαστές θεραπεῖες, ἐκδίωξη δαιμόνων...᾽. ῎Αφησε ἀνολοκλήρωτο τόν λόγο του.
῾Ναί, σ᾽ αὐτό θά ἐρχόμουνα τώρα᾽, εἶπε ὁ ἀββᾶς καί σήκωσε τά μάτια του σάν νά κοιτᾶ κάτι πού δέν φαινόταν. ῾Δέν ξέρω, ἀδελφοί, ἄν ἔχετε ἀκούσει γιά τόν ἀρχιληστή Δαυΐδ᾽.
῾῎Οχι, καθόλου᾽, ἀκούστηκε καί ἀπό τῶν δυό ἡ ἴδια φωνή.
῾Εἶναι συγκλονιστική ἡ ἱστορία του καί δίνει ἀπάντηση στήν συγκεκριμένη ἐρώτησή σας. ᾽Εγώ τόν γνώρισα, τόν εἶδα πολλές φορές, καί κάθε φορά εἶναι ἀλήθεια δόξαζα τόν Θεό γιά τήν ἐξέλιξη τῆς ζωῆς του᾽.
῾Γέροντα, θαύμαζες τήν ζωή τοῦ ἀρχιληστῆ;᾽ ρώτησε παραξενεμένος ὁ ὑποτακτικός τοῦ ᾽Ιωάννη, ὁ νεαρός Σωφρόνιος.
῾῎Οχι τήν ζωή του ὡς ἀρχιληστῆ, ἀλλά τήν ἐξέλιξή του. Πῶς ἀπό ἀρχιληστής ἔγινε ἐκλεκτό σκεῦος τοῦ Θεοῦ. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο θά ἔλεγε κανείς᾽.
῾Πές μας, Γέροντα᾽, εἶπε ὁ ᾽Ιωάννης, ἐνῶ ὁ Σωφρόνιος ἀνασκάλεψε τά χαρτιά του γιά νά καταγράψει καί τό παραμικρό.
῾῾Ο Δαυΐδ ἦταν πράγματι φοβερός καί τρομερός. Ζοῦσε στά γύρω βουνά τῆς ῾Ερμούπολης καί εἶχε μαζί του τριάντα ἄλλους ληστές, τόν ἕνα χειρότερο ἀπό τόν ἄλλον. ῞Οταν κατέβαιναν στίς κατοικημένες περιοχές ἦταν σάν νά κατέβαινε ὁ ἴδιος ὁ θάνατος. ῞Αρπαζαν ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους, κατέστρεφαν περιουσίες, ἔβαζαν φωτιά στά σπίτια, βίαζαν τίς γυναῖκες, σκότωναν, ἀκόμη καί μικρά παιδιά...᾽. ῎Εγινε λυγμός ἡ φωνή τοῦ Γέροντα. ῾Συχώρα με, Κύριε᾽ ψιθύρισε καί πάλι.
῾Δέν ὑπῆρχε ἁμαρτία πού νά μήν τήν ἔκαναν...᾽, ξανασταμάτησε ὁ ἀββᾶς, γιά νά συνεχίσει σχεδόν ἀμέσως.
῾Κι ὅμως καί σ᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἄς τόν ποῦμε ἄνθρωπο, ἴσχυσε καί πάλι ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου: ῾ὅπου ἐπλεόνασε ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσε ἡ χάρις᾽. Φαίνεται ὅτι στό βάθος τῆς ψυχῆς του κάτι καλό θά ὑπῆρχε, γιατί ἦλθε κάποια στιγμή πού μπουχτισμένος ἀπό τά κακά πού ἔκανε σά νά συνῆλθε. ῾Εἰς ἑαυτόν ἐλθών᾽ πού λέει καί ὁ Κύριος στά ἅγιο εὐαγγέλιο γιά τόν ἄσωτο τῆς παραβολῆς. Μετάνιωσε, κτύπησε τό στῆθος του γιά ὅ,τι ἔκανε, θέλησε νά ἐξιλεωθεῖ. Παράτησε λοιπόν νύκτα τούς συντρόφους του καί πῆγε σ᾽ ἕνα μοναστήρι πού εἶχε δεῖ στά ἐρημικά ἐκεῖνα μέρη κι ἤξερε ὅτι εἶχε ἀρκετούς καλόγερους, ἑβδομήντα περίπου τόν ἀριθμό, ἄν δέν μέ ἀπατᾶ ἡ μνήμη μου.
᾽Κτύπησε δυνατά τήν πόρτα νά τοῦ ἀνοίξουν. Ξανακτύπησε πιό ἄγρια, γιατί ἔνιωσε ὅτι ἀργοῦν, μέχρις ὅτου ἀκούστηκε ἕνας σύρτης νά τραβιέται καί ν᾽ ἀνοίγει ἕνα μικρό παράθυρο πάνω στήν πόρτα.
῾Θέλω τόν ἡγούμενο᾽, εἶπε μέ φωνή κοφτή στόν θυρωρό καλόγερο, πού στεκόταν ἐμβρόντητος βλέποντας τό προχωρημένης ἡλικίας καί ἀγριωπό πρόσωπο τοῦ ἀρχιληστῆ. Τά ψαρά καί ἀνακατωμένα μαλλιά καί γένια του, τό ταραγμένο βλέμμα του, τόν ἔκαναν νά μοιάζει μέ ὄν βγαλμένο ἀπό ἐφιάλτες τῶν πιό κακῶν ὀνείρων.
῾Θέλω τόν ἡγούμενο᾽, ξανάπε πιό μαλακωμένα αὐτήν τήν φορά. ῾Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη νά τόν δῶ καί νά τοῦ μιλήσω᾽.
῾Τί τόν θέλεις;᾽ τόλμησε νά ρωτήσει ὁ θυρωρός, ὁ ὁποῖος βρῆκε τήν μιλιά του, ἀκούγοντάς τον νά μιλᾶ πιό ἥσυχα τήν δεύτερη φορά.
῾Θέλω νά γίνω καλόγερος᾽.
Σάν νά τόν χτύπησε κεραυνός ἦταν ὁ θυρωρός. Δέν εἶπε κάτι ἄλλο κι ἔμπασε στό μοναστήρι τόν ἐφιάλτη τοῦ ὀνείρου του. Τόν ἄφησε νά περιμένει καί πῆγε κι ἀνήγγειλε στόν ἡγούμενο τήν ὑπόθεση.
῾Ο ἡγούμενος βγῆκε, τόν εἶδε, τόν ρώτησε κι ὁ ἴδιος, γιά νά εἰσπράξει τήν ἴδια ἀπάντηση: ῾Θέλω νά γίνω καλόγερος, ἡγούμενε. Δέν ἀντέχω ἄλλο τήν ζωή πού ἔκανα᾽. ῾Ο Δαυΐδ ἔσκυψε τώρα τό κεφάλι κάτω, ταπεινωμένος αὐτήν τήν φορά, καί δάκρυα ἄρχισαν νά αὐλακώνουν τό γεμάτο ρυτίδες πρόσωπό του.
῾Ο ἡγούμενος τόν κοίταξε μέ συμπάθεια. ῾Παιδί μου᾽, εἶπε σιγανά, ῾βλέπω ὅτι εἶσαι προχωρημένης ἡλικίας ἄνθρωπος. Δέν μπορεῖς νά γίνεις καλόγερος σ᾽ ἕνα μοναστήρι πού οἱ καλόγεροι ἐδῶ ἔχουν πολύ κόπο ἀπό τά ἀσκητικά τους καθήκοντα καί ὁ κανόνας τους γενικά εἶναι πάρα πολύ δύσκολος πού ταιριάζει στήν νεανική ἡλικία. ᾽Εσύ ἄλλωστε ἐκτός ἀπό γέρος – τόνισε τήν λέξη ὁ ἡγούμενος μέ νόημα - φαίνεσαι ἄνθρωπος πού δέν ἔχεις σχέση μέ αὐτά, ἀλλιῶς φαίνεσαι συνηθισμένος, ὁπότε καί νά σέ βάλω στό μοναστήρι, μετά ἀπό λίγο θά σηκωθεῖς νά φύγεις καί θά ᾽ναι χειρότερα ἔτσι καί γιά σένα καί γιά ὅλους μας᾽.
῾Γέροντα, μπορεῖ νά εἶμαι γέρος, ὅπως λές᾽, ἄρχισε παρακλητικά νά μιλᾶ ὁ Δαυΐδ, ῾ἀλλά ἔχω βαθιά τήν ἐπιθυμία νά τελειώσω ἐδῶ τήν ζωή μου. Γέροντα, σέ παρακαλῶ νά μέ δεχτεῖς. ῞Ο,τι κάνουν οἱ ἄλλοι, τό ἴδιο θά κάνω κι ἐγώ. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τήν δική σου θά τά καταφέρω᾽.
῾Ο ἡγούμενος ἦταν ἀνένδοτος. ῎Εβλεπε τό σκάνδαλο καί γιά τούς ἄλλους μοναχούς, νά δεχτεῖ κάποιον πού πρώτη φορά ἔβλεπε, πού δέν ἦταν στήν πρέπουσα ἡλικία, πού φαινόταν παρ᾽ ὅλες τίς παρακλήσεις του ἀκατάλληλος γιά τό ἔργο τοῦ μοναχοῦ. Τοῦ ἀρνήθηκε καί πάλι, προσπάθησε νά τοῦ ἐξηγήσει, τοῦ πρότεινε μάλιστα νά τόν δεχτεῖ γιά λίγες ἡμέρες...
῾Ο ἀρχιληστής ὅμως σά νά μήν ἄκουγε συνέχιζε νά τόν παρακαλεῖ καί νά τόν διαβεβαιώνει διαρκῶς: ῾Ναί, μπορῶ νά κάνω ὅ,τι κάνουν καί οἱ ἄλλοι, μόνο δέξου με᾽.
Εἶδε ὁ Δαυΐδ τό ἀδιέξοδο κι ὅτι δέν κάμπτει ἔτσι τήν ἀπόλυτα λογική στάση τοῦ ἡγούμενου κι ἄρχισε τίς φοβέρες.
῾Νά ξέρεις᾽, τοῦ εἶπε, καί τό βλέμμα του πῆρε τήν γνωστή λάμψη τοῦ ἀγέρωχου καί σκληροῦ ληστῆ, ῾ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Δαυΐδ ὁ ἀρχιληστής κι ἦρθα ἐδῶ γιά νά κλάψω τίς ἁμαρτίες μου. ῎Αν ὅμως δέν θέλεις νά μέ δεχτεῖς᾽, ὕψωσε ὁλόρθα τό κορμί του κι ὁ λόγος του ἀκούστησε τήν φορά αὐτή σάν κοφτερό μαχαίρι, ῾πληροφορῶ μέ ὅρκους κι ἐσένα κι Αὐτόν πού κατοικεῖ στόν οὐρανό ὅτι θά ξαναπάω στήν πρώτη μου τέχνη, θά φέρω ἐδῶ κάτω τά παλληκάρια πού εἶχα μαζί μου καί θά σκοτώσω ὅλους σας, καταστρέφοντας καί τό μοναστήρι σας᾽.
Σάν νά φωτίστηκε ὁ ἡγούμενος ἀπό τά λόγια αὐτά. Τοῦ ἔκανε φοβερή ἐντύπωση ὄχι ἡ ἀπειλή τοῦ ἀρχιληστῆ - εἶχε μάθει στήν ζωή του νά μήν τρομάζει ἀπό τίς ἀνθρώπινες φοβέρες - ἀλλά ἡ ἀποφασιστικότητα πού εἶδε στά μάτια του. ῾Γιατί ὄχι;᾽ σκέφτηκε. ῾Σάμπως ὁ πρῶτος πού μπῆκε στόν Παράδεισο δέν ἤτανε ληστής; ῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό ὅλα τά ἀνθρώπινα κακά᾽.
Τόν δέχτηκε τόν Δαυΐδ κι ὄχι μόνο τόν δέχτηκε, ἀλλά πολύ γρήγορα τοῦ ἔκανε τήν κουρά του και τοῦ ἔδωσε τό ἅγιο σχῆμα.
῾Ο Δαυΐδ, ὁ πρώην ἀρχιληστής, τό φόβητρο τῶν ἀνθρώπων, αὐτός πού καί μόνο τό ὄνομά του στίς γύρω περιοχές σκόρπιζε τόν τρόμο, ἔγινε ἕνα ζωντανό θαῦμα τῆς πίστεως. Μέ τούς ἀγῶνες του πιά τούς ἀσκητικούς ξεπέρασε ὅλους τούς μοναχούς τῆς Μονῆς. ῾Ο γέρος πού ἡ λογική ἔλεγε ὅτι θά εἶναι χωρίς καθόλου δυνάμεις, μέ νεανικό σφρίγος ἦταν ὁ πρῶτος στήν ἐγκράτεια, ὁ πρῶτος στήν ὑπακοή, ὁ πρῶτος στήν ταπείνωση. ῎Αρχισαν ὅλοι νά προσβλέπουν σ᾽ αὐτόν σάν σέ πρότυπο καί νά ἐλεεινολογοῦν τόν ἑαυτό τους. Τόν ἔβλεπαν σάν δεύτερο Παῦλο τόν ἁπλό, σάν δεύτερο Μωυσῆ τόν αἰθίοπα. ῾Η ὠφέλεια πού ἀποκόμιζαν οἱ καλόγεροι μέ τόν Δαυΐδ ξεπερνοῦσε τά προηγούμενα χρόνια τῆς ἀσκητικῆς τους βιοτῆς.
Κι ὅταν πέρασε κάποιος καιρός πιά, ὄχι πάρα πολύς, συνέβη κάτι πού συγκλόνισε καί τόν ἴδιο καί τήν ἀδελφότητα πού τό ἔμαθε ἀργότερα.
Εἶχε τελειώσει ἡ ὁλονύκτια Θεία Λειτουργία κι ὁ Δαυΐδ γύρισε στό κελί του νά ξεκουραστεῖ λίγο καί νά συνεχίσει τήν αἴτηση ἐλέους ἀπό τόν Κύριο. Κι ἐκεῖ πού καθόταν προσευχόμενος ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε: ῾Δαυΐδ, Δαυΐδ, σοῦ συγχώρησε ὁ Κύριος ὁ Θεός τίς ἁμαρτίες σου καί στό ἑξῆς θά κάνεις θαύματα. Αὐτό θά εἶναι ἡ ἀπόδειξη σέ ὅλους ὅτι ἡ ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ξεπερνᾶ κάθε ἁμαρτία ἀνθρώπινη. Μέσα ἀπό σένα θά δοξάζεται ὁ Θεός καί ἡ δύναμή Του στούς ἀνθρώπους, ἔστω καί τούς πιό ἁμαρτωλούς θεωρούμενους᾽.
Δέν βιάστηκε νά συγκατανεύσει στήν φωνή τοῦ πνεύματος ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ πιά Δαυΐδ. ῾Δέν μπορῶ νά πιστέψω᾽, εἶπε μέ μεγάλη ταπείνωση καί ἐπίγνωση τοῦ παρελθόντος του, ῾ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά ἁμαρτήματά μου, τά βαρύτερα καί περισσότερα κι ἀπ᾽ τήν ἄμμο τῆς θάλασσας, μοῦ τά συγχώρεσε ὁ Θεός σέ τόσο λίγο χρόνο. Δέν ξέρω, ἀλλά νομίζω ὅτι πᾶς νά μέ παγιδεύσεις μέ τήν ὑπερηφάνεια. Κι ἐγώ μάλιστα νά κάνω θαύματα;᾽ ῾Η ἀμφιβολία τοῦ ταπεινοῦ Δαυΐδ ἔγινε βεβαιότητα. ῾῎Οχι, δέν πρέπει νά εἶσαι ἀπό τόν Θεό᾽. ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με καί σῶσον με᾽, ἔγειρε γονατιστός ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος.
Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: ῾῎Αν τόν ἱερέα Ζαχαρία πού δέν μέ πίστεψε κι αὐτός γιά τόν γιό πού τοῦ ᾽πα ὅτι θά γεννήσει ἡ γερόντισσα γυναίκα του ᾽Ελισάβετ, δέν τόν λυπήθηκα, ἀλλά δέσμευσα τήν γλώσσα του, γιά νά τόν διδάξω μέ τήν τιμωρία νά μήν ἀπιστεῖ σέ ὅσα τοῦ εἶπα, ἐσένα θά λυπηθῶ; Γι᾽ αὐτό θά μείνεις τελείως ἄλαλος ἀπό τώρα᾽.
Φοβήθηκε ὁ Δαυΐδ. Γονατιστός καθώς ἦταν ἔσκυψε ἐντελῶς τό κεφάλι στό ἔδαφος προσκυνώντας τόν ἄγγελο Κυρίου. Ξαφνικά ἀνασηκώθηκε. Μιά δύναμη τοῦ στερέωσε τήν καρδιά. ῾῞Οταν ἤμουν στόν κόσμο᾽ ἀκούστηκε νά λέει, ῾διαπράττοντας τά ἄπρεπα πράγματα καί τίς αἱματοχυσίες, εἶχα φωνή καί μιλοῦσα. Καί τώρα πού θέλω νά εἶμαι δοῦλος τοῦ Θεοῦ καί νά Τοῦ προσφέρω ὕμνους, δεσμεύεις τήν γλώσσα μου νά μή μιλάω;᾽ ῾Ο Δαυΐδ ἀπόρησε κι ὁ ἴδιος μέ τό θάρρος πού ἀπόκτησε.
Σάν νά κάμφθηκε ὁ ἄγγελος. Σοβαρός καί γαλήνιος τοῦ ἀποκρίθηκε: ῾Στόν κανόνα μόνο θά μιλᾶς, ἔξω ὅμως ἀπό τόν κανόνα θά σιωπᾶς ἐντελῶς᾽. Τό ᾽πε κι ἔφυγε, ἀφήνοντας πίσω του μιά ἐξαίσια εὐωδία.
῾Η μετέπειτα ἱστορία τοῦ Δαυΐδ τοῦ ἀρχιληστῆ ἐπιβεβαίωσε τήν ἀλήθεια τῶν λόγων του. Γιατί ὁ Θεός ἔκανε πολλά θαύματα, μεγάλα καί τρανά, μέσω τοῦ δούλου Του Δαυΐδ. Κι ἀπό τήν ἄλλη: ὅλοι τόν ἄκουγαν νά ψέλνει τούς ψαλμούς τοῦ κανόνα καί τῶν ἀκολουθιῶν. ῎Αλλο ὅμως λόγο, μεγάλο ἤ μικρό, δέν μποροῦσε νά λαλήσει.
Ναί, ἀδελφοί᾽, τέλειωσε τόν λόγο του ὁ ἀββᾶς Φοιβάμων. Καί ξανάπε μέ κατάνυξη καί δάκρυα στά μάτια. ῾Πολλές φορές εἶδα τόν ἅγιο αὐτόν τοῦ Θεοῦ καί δόξασα τόν Θεό γιά τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη Του᾽.
Πηγή: Ακολουθειν, παπά Γιώργης Δορμπαράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου