Υπό
Δημητρίου Π. Λυκούδη*
Χαρακτηριστικό γνώρισμα
της δυσθυωρίας της εποχής μας είναι η απόσταση μεταξύ έργων και λόγων. Διάγω
θεοφιλώς τάχα την πορεία μου και με διεγνωσμένη κρίση υπόσχομαι
και διαγορεύω ότι ανήκω στους πιστούς της Εκκλησίας, στη μερίδα και χορεία
εκείνη των ανθρώπων, που αγαπούν τον Θεό και λιπαρώς αγωνίζονται θυσιαστικά,
ενάντια τόσο στη λώβη της αμαρτίας όσο και στην εύθηνα, στην άοκνη και ισόβια
προσπάθεια να μη διαμαρτάνουν της αρχικής οδού! Όμως, «μέσα στην πολλή συνάφεια
του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις και ομιλίες»[1] η αδιατρεψία του νου μου με
συγκαταριθμεί αδοκήτως στην παράταξη των απίστων, καθώς αδυνατώ να αγαπήσω και
άγχιστα μετά των αδελφών μου να πορευθώ. Τότε είναι που ¨άδειαν δίδωμι¨ στην
¨αδιάπτευτη¨ κρίση μου και λυχνοφορέω την ιδιότητα του ¨καλού χριστιανού¨, που
έζησε - άραγε έζησε; - ζει και αναπόφευκτα θα πεθάνει ως αείκωμος και αείπλανος,
γιατί όχι και αειμνήμων!
Η πίστη ασφαλώς εδράζεται στο βίωμα[2] και εκφράζεται μόνο ορθόπρακτα. ¨Πιστεύω¨ σημαίνει αποδέχομαι[3],¨αγγέλω πόλεμον¨ επί πάσης αγερωχίας που μου διακόπτει και διαταράσσει την κοινωνία με τον επουράνιο κόσμο και τον Ουρανό. Δε χωρούν ημίμετρα και ανθρώπινα σταθμά στην αναλογία αυτή. Θεωρός και πιστός είναι όροι ασυμβίβαστοι, ¨αδίαντος¨ και χριστιανός φαντάζουν έννοιες ξένες και οθνείαι. Η πίστη σκέπτομαι, συνοδεύεται από την ποιότητα της αγάπης, από την αδοξοποίητη αγωνία σου να θυσιαστείς, να προλάβεις να προσφέρεις το ¨όλον¨ του ¨ μέρους¨ που κατ΄ οικονομίαν Θεού φέρεις, και ανείπωτα να επαναπροσδιορίζεις την ορθόδοξη πορεία σου με οδοδείχτη και γνώμονα τη δυνατότητα να μπορείς αγχιστρόφως και αιφνιδίως να ξεχνάς! Εδώ ταιριάζει αυτό που άλλοτε έγραψα ότι «η αγάπη λογίζεται και υπερλογίζεται όταν παραλογίζεται»[4], σκεπτόμενος πάντοτε να βάλω αρχή μετανοίας, να τερματίσω να αγεννίζω, να πάψω να αγελάζομαι χωρίς κατεύθυνση και προσανατολισμό, χωρίς πίστη και εργοπραξία.
Δεν είναι όμως λίγες οι στιγμές στις διαπροσωπικές μου σχέσεις που λειτουργώ ως άπιστος, χωρίς φόβο και σεβασμό , χωρίς φραγμό και δισταγμό και αυτομάτως διαγράφω τον παρανομαστή άνθρωπος στην αναλογία Θεός και κόσμος, πάντοτε βέβαια με την πεποίθηση ότι δήθεν πράττω αληθώς και θεοφιλώς, και το μόνο που κατορθώνω είναι να ελελίζω ποταπά και ασυγκράτητα, να διαβιβρώσκω τον αδελφό μου που τόλμησε να ψελλίσει ότι ¨ουκ έστι Θεός¨! Τότε ως ανθρωποκτόνος αποσύρομαι[5], δεν καταλαβαίνω και δεν με καταλαβαίνει ο κόσμος, «δεν μπορώ με τους ανθρώπους , φέρτε μου τον Θεό να συνεννοηθώ», ως θα έλεγε ο Ελύτης. Σε αυτή την περίπτωση λειτουργώ ως άπιστος - τι και αν περιφέρομαι ολημερίς στο ναό του Θεού! Αν δεν κατόρθωσες να αγαπήσεις, τότε ναι, άπιστος φαντάζεις και όχι πιστός. Διαφορετικά η πίστη σου εδραιώνεται στην «άτακτη αγάπη»[6] του εαυτού σου και αναδύεται ως πίστη φίλαυτη και φιλάρεσκη, καθώς τότε στον εαυτό σου πιστεύεις, διαγράφεις ασυναίσθητα τον Θεό και τονίζεις την ¨ταπεινότητά σου¨, που είναι έτοιμη να καταβροχθίσει και να καταπονήσει οποιονδήποτε βρεθεί εμπρός σου, καθέναν που θα έχει αλλοτινή σκέψη και άλλο λόγο από τον δικό σου και θα τολμά να τον καταθέτει με παρρησία ενώπιον σου.
Έτσι πορεύομαι λοιπόν, με τέτοιες σκέψεις. Και διδάσκομαι ότι η πίστη ως έκφραση και αποδοχή έπεται της ορθοπραξίας, ακολουθεί την εκφρασμένη βιωματική εμπειρία, γι΄αυτό άλλωστε αποκτά οντότητα και πνευματικό μέγεθος. «Νοώ άρα υπάρχω» έγραφε ο Καρτέσιος και ο Ντοστογιέφσκυ «πονώ άρα υπάρχω»! Εδώ ταιριάζει θαρρώ το «Αγαπώ άρα υπάρχω, αγαπώ άρα πιστεύω». Θέλεις λοιπόν να προσμετρήσεις και να ψηλαφίσεις την πίστη σου ή την απιστία σου; Δεν έχεις παρά να αφουγκραστείς την ποιότητα της αγάπης σου!
*Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ.
Δρος Παν/μίου Αθηνών
Πηγή: Συνοδοιπορία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου