Δρ. Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Εκκλησίας
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Εκκλησίας
Τὸ κελλάκι τοῦ Γέροντος Γαβριὴλ στὸ Κυκκώτικο Μετόχι τοῦ Ἁγίου Προκοπίου, στὴ Λευκωσία τῆς Κύπρου μας, ὅσο εὑρύχωρο καὶ ἂν ἦταν φαινόταν πολύ μικρὸ νὰ φιλοξενεῖ καθημερινὰ τὸ πλῆθος τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν.
Ἦταν εὐρύχωρο σὰν τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Γέροντος, ποὺ χωροῦσε ὅλους, μικρούς, μεγάλους, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, πλούσιους καὶ φτωχούς, ἐπισκόπους, ὑπουργούς, βιοπαλαιστές. Ἡ πόρτα του ἦταν μόνιμα ἀνοιχτή, γιὰ νὰ δέχεται τὸν κάθε ἐμπερίστατο τὸν κάθε κατατρεγμένο καὶ πονεμένο, τοὺς ὁποίους καὶ βοηθοῦσε ὑλικὰ καὶ πνευματικά, ἐλαφρύνοντάς τους τὸ βαρὺ φορτίο τῶν καθημερινῶν ἀνομημάτων καὶ βιοτικῶν προβλημάτων.
Ὁ Γέροντας, πάντοτε προσηνής, πάντοτε χαρούμενος, πάντοτε πνευματοκαθοδηγούμενος, ἄκουγε, νουθετοῦσε, ἔδινε λύσεις, προσευχόταν. Ἦταν ὁ πατέρας, ποὺ γνώριζε τὰ λογικά του πρόβατα μὲ τὰ ὀνόματά τους, τὰ προβλήματα καὶ τὶς ἐπιδιώξεις τους, καὶ μὲ ἀσφάλεια κατεύθυνε κάθε θαλασσομαχοῦντα στὸ γαλήνιο λιμάνι τοῦ Χριστοῦ μας.
Τὸ κελλάκι τοῦ Γέροντος Γαβριὴλ ἦταν τὸ ἀναψυκτήριο ὅλων τῶν κοπιόντων, τὸ καθαρτήριο ὅλων τῶν σπιλωμένων ἀπὸ συγγνωστὰ καὶ θανάσιμα ἁμαρτήματα, τὸ ὑποχρεωτικὸ πέρασμα ὅλων μας, τῶν ἀποδημητικῶν πτηνῶν τῆς παρούσης ζωῆς πρὸς τὶς σκηνὲς τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ τί δὲν εἶδε, καὶ τί δὲν ἄκουσε τὸ κελλάκι αὐτό!
Τὴν προσευχὴ τοῦ Γέροντος, νὰ ἀνεβαίνει ὡς θυμίαμα στὸν οὐρανό· τὴν ἐπικοινωνία τοῦ Γέροντος μὲ Ἁγίους Ἀγγέλους· τὶς οὐράνιες ψαλμωδίες, ποὺ συνόδευαν τὶς εὐχαριστίες καὶ δεήσεις του· τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὰ δάκρυά του γιὰ ὅσους τὸν παρακαλοῦσαν νὰ προσεύχεται γι’ αὐτούς, γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς, γιὰ τὴν κατεχόμενη πατρίδα καὶ γιὰ τὸ Μοναστήρι του, τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, ἀπὸ τοῦ ὁποίου τὰ ἁγιασμένα χώματα οἱ τούρκικες ὀρδὲς κρατοῦν μακριὰ τοὺς μοναχούς, ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ ἀναπέμψουν τὶς καθημερινὲς δοξολογικὲς καὶ ἱκετευτικὲς ὑμνωδίες στὸν ἐλευθερωτή μας, τὸ φιλάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ.
Τὸ κελλάκι τοῦ Γέροντος θύμιζε τὶς συνάξεις τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων, θύμιζε τὶς «ἀγάπες» τῶν Ἁγίων τῶν Ἱεροσολύμων. Ὅλοι ἐκεῖ μέσα προσκαρτεροῦσαν στὴν προσευχή, στὴν ἀνάγνωση ἐποικοδομητικῶν γραφῶν, στὴν προετοιμασία γιὰ τὴ συμμετοχή στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν κοινωνία τῶν προσώπων.
Ἐκεῖ μέσα σφυρηλατήθηκε ἡ διαπροσωπικὴ σχέση ὅλων μας μὲ τὸ Σωτήρα μας Χριστὸ καὶ ἡ μεταξύ μας ἀδελφικὴ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, ἀφοῦ νοιώθαμε παιδιὰ τοῦ ἴδιου πνευματικοῦ πατέρα.
Ἀτέλειωτες συζητήσεις χωρὶς ἀδολεσχίες ἢ μωρολογίες, τὶς ὁποῖες ἐπιμελῶς ὁ Γέροντας ἀπέφευγε, θεωρώντας ὅτι ἡ ἀδολεσχία συχνὰ συνδέεται μὲ εὐτραπέλεια καὶ ἀστειότητα, ποὺ ἐπιφέρει διάχυση καὶ διασκόρπιση τῆς ψυχῆς καὶ ἀποτελεῖ πάθος, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν κρυφὴ ἢ φανερὴ ὑπερηφάνειά μας.
Ἀδολεσχία μόνον φιλόθεη ἐπιθυμοῦσε ὁ Γέροντας, ἀφοῦ ἡ ζωή του ἦταν καθαρὰ χριστοκεντρικὴ καὶ ἐπιθυμοῦσε ὅλων μας ἡ ζωὴ νὰ στρέφεται γύρω ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νὰ ἔχει θεμέλιο τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ λέγοντας ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ Αὐτὸν «θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι» (Α΄ Κορ. γ΄ 11) στὸ κτίσιμο τοῦ πνευματικοῦ μας σπιτιοῦ.
Μιμούμενος τὸν Ἀπόστολο Βαρνάβα, τὸν ἔφορο τοῦ Μοναστηριοῦ του, ποὺ ἐπώλησε τὰ κτήματά του γιὰ τὶς ἀποστολικὲς ἀνάγκες, ὁ Γέροντας Γαβριὴλ ἐδαπάνησε ὅλο τὸν πλοῦτο τῆς καρδιᾶς του, ἀφοῦ πλοῦτο ὑλικὸ δὲν εἶχε, στὴν ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ ἱεραποστολή.
Τὸ κελλάκι του ὑπῆρξε τὸ κέντρο τῆς ἱεραποστολικῆς του δράσεως. Δὲν μπορῶ νὰ ἡσυχάζω, μᾶς ἔλεγε, ὅταν ξέρω ὅτι κάπου στὴ γῆς μας, κοντὰ ἢ μακριά μας, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν, ποὺ λιμοκτονοῦν, ποὺ στεροῦνται καὶ αὐτοῦ τοῦ ἀγαθοῦ τοῦ πόσιμου νεροῦ.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντα σὲ ὅλους μας ἔμοιαζε μὲ ἕνα ποτάμι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὅλοι ἀντλούσαμε καὶ πίναμε καὶ ξεδιψούσαμε καὶ ἡ ροὴ τοῦ ποταμοῦ ὄχι μόνο δὲν στέρευε, ἀλλὰ οὔτε κἂν μειωνόταν.
Καὶ ὅλοι νοιώθαμε τὴν ἴδια ἔκφραση ἀγάπης τοῦ Γέροντος, χωρὶς διακρίσεις. Ἂν ἔδειχνε λίγη ἀγάπη ὁ Γέροντας στὸν καθένα μας, τότε θὰ ὑπῆρχε περιθώριο συγκρίσεως ἀγάπης. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντος ἦταν σὲ ὑπεραφθονία, ὅλοι αἰσθανόμαστε κορεσμὸ ἀγάπης χωρὶς μέτρο συγκρίσεως.
Νοιώθαμε τὸ Γέροντα προσωπικὰ δικό μας, ὅπως δικό μας νοιώθουμε καὶ τὸν Χριστό μας, τὸν Θεὸ τῆς κενωτικῆς καὶ ἀστείρευτης πρὸς τὸν καθένα μας ἀγάπης.
Μὲ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντος τὸ κελλάκι του ἔκλεισε. Τὸ τυπικὸ τοῦ Μοναστηριοῦ ἐπέβαλε τὸ σφράγισμά του μέχρι τὸ τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του. Γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιά, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε πιστὸ ποὺ κατέφευγε στὸ Γέροντα, αὐτὸ τὸ κλείσιμο βάρυνε τὸ πένθος τους. Ὅλοι ἔχουν τὴ χριστιανικὴ πεποίθηση ὅτι ὁ Γέροντας μεταβέβηκεν «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ἰωάν. ε΄ 24).
Ὅμως δὲν παύουν νὰ νοιώθουν ὅτι εἶναι «οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπόμενοι» (Α΄ Θεσ. δ΄ 15) καὶ ἡ σωματικὴ ἔλλειψη τοῦ Γέροντος τοὺς ἐπηρεάζει. Πνευματικὰ ὁ Γέροντας εἶναι συνεχῶς κοντά τους. Τὴ σωματική, ὅμως, ἔλλειψη πῶς μποροῦν νὰ τὴν ἀναπληρώσουν; Ἀσφαλῶς μόνο μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης ποὺ τοὺς ὠθεῖ σὲ καθημερινὴ ἐπίσκεψη στὴν κλειστὴ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του καὶ στὴν ἀπόθεση σ’ αὐτὴν λίγων λουλουδιῶν, αὐτῶν ποὺ τόσο ἀγαποῦσε ὁ Γέροντας, τὸ ἄνθος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς «ἐν Χριστῶ καινῆς ζωῆς».
Ἐντυπωσιάζει πῶς ὅλοι στέκονται μπροστὰ στὴ κλειστὴ πόρτα, προσεύχονται, κάνουν κομβοσχοίνια, ψάλλουν κατανυκτικὰ «Ζωοδότα Κύριε, τὴν ψυχὴν ἀνάπαυσον, Γαβριὴλ τοῦ Γέροντος» καὶ ἀποθέτουν σὲ αὐτὴν λίγα λουλούδια ἐπικαλούμενοι τὶς εὐχές του.
Τὸ κελλάκι ἔκλεισε! Δὲν ἔκλεισαν, ὅμως, οἱ οὐρανοί, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν παρρησία τοῦ Γέροντος μᾶς στέλνουν πλούσια τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ τὴ δύναμη νὰ πορευθοῦμε στὸ δρόμο τῆς ζωῆς σωστά, σύμφωνα μὲ τὶς παρακαταθῆκες ποὺ αὐτὸς μᾶς ἄφησε καὶ κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῶν θεοπειθῶν εὐχῶν του πρὸς τὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τὸ φιλάνθρωπο Ἰησοῦ μας.
Πηγή: romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου