Πρωτ.
Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Οι άνθρωποι ταυτίζουν την
πίστη στο Θεό με μία εσωτερική, βιωματική κατάσταση που πηγάζει από την παράδοση
της κοινότητας στην οποία ο άνθρωπος είναι ενταγμένος, από την
οικογένεια, από την αναζήτηση του καθενός, από τον φόβο και την ανάγκη, που
ενισχύουν την ανθρώπινη αγωνία για στηρίγματα, τα οποία υπερβαίνουν τα όρια του
αισθητού. Χωρίς να αρνείται κάποιος αυτές τις ταυτίσεις, εντούτοις δεν μπορεί
παρά να σταθεί σε μία παράμετρο, η οποία μας διαφεύγει. Είναι η παιδεία, την
οποία μας θυμίζει η χρονολογική συγκυρία να συνεορτάζουμε την μνήμη των Αγίων
Τεσσαράκοντα Μαρτύρων με την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Των αθλητών του Χριστού που
δεν υπολόγισαν την παγωμένη λίμνη και το μαρτύριο κι εκείνων των πνευματικών
μορφών, οι οποίοι τόλμησαν να τα βάλουν με τους αυτοκράτορες και τα ιδεολογικά,
πολιτικά και θρησκευτικά κατεστημένα της εποχής τους και να κρατήσουν ανόθευτη
την πίστη στην τιμή των εικόνων.
Η Ορθοδοξία είναι και παιδεία και μάλιστα, αυτή που ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει ως παίδευση, άσκηση, δοκιμασία. «Ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός» (Εβρ. 12.7). «Δείξτε υπομονή κατά τη διαπαιδαγώγησή σας. Ο Θεός σας μεταχειρίζεται σαν παιδιά του». Ο Θεός επιτρέπει μέσα από την πίστη να διαπαιδαγωγούμαστε, να δοκιμαζόμαστε, ακόμη και να αισθανόμαστε τιμωρημένοι μέσα από αυτή τη σχέση Πατέρα και παιδιών. Σκοπός της παιδαγωγίας «το μεταλαβείν της αγιότητος» του Θεού, το να μετάσχουμε στην αγιότητά Του (Εβρ. 12,10), να γίνουμε κι εμείς άγιοι όχι λαμβάνοντας μία εξωτερική δωρεά, αλλά μετέχοντας σ’ αυτό που ο Θεός είναι: «άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιος ειμί» (Α’ Πέτρ. 1, 16).
Οι άνθρωποι θέλουμε να πιστεύουμε σε έναν Θεό ο Οποίος μας δίδει το καλό, ικανοποιεί τις επιθυμίες μας. Έχουμε μάθει να ζητούμε από Εκείνον και να ταυτίζουμε την πίστη με μία ιδιοτέλεια. Δεν πιστεύουμε ότι ο Θεός επιτρέπει να συμβαίνουν δοκιμασίες στη ζωή μας. Είμαστε βέβαιοι ότι αγαπά χωρίς να μας δίνει παιδαγωγία. Έχουμε ταυτίσει την παιδεία με την θετική διάσταση της ζωής. Έτσι αρνούμαστε να δεχτούμε ότι ο Θεός λειτουργεί όπως ο κατά σάρκα πατέρας, όταν αγαπάει αληθινά. Ότι ο Θεός επιτρέπει να συμβούν δυσκολίες. Ότι ο Θεός ευλογεί τον κόπο. Ότι δεν φείδεται ακόμη και τον έλεγχο. Δεν είναι τιμωρός ο Θεός, γιατί η δοκιμασία, η τιμωρία την οποία επιτρέπει να λάβουμε, δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό Του. Όμως η αγάπη πρέπει να είναι και σκληρή, όταν χρειάζεται. Προς το αληθινό μας συμφέρον, που είναι η στόχευσή μας στην κοινωνία με το Θεό χωρίς αστερίσκους. Η πληρωτική σχέση, η οποία στηρίζεται στην απόλυτη εμπιστοσύνη. Η επίγνωση των λαθών και των αμαρτιών. Και την ίδια στιγμή η ταπείνωση της αποδοχής του θελήματός Του, ακόμη κι αν αυτό δεν είναι πάντοτε ευχάριστο.
«Μη ολιγώρει παιδείας Κυρίου» (Παροιμ. 3,11). Μην περιφρονείς την διαπαιδαγώγηση του Κυρίου, μας συμβουλεύει το βιβλίο των Παροιμιών της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και ο Παύλος. Θέλει θάρρος όμως να αποδεχτούμε το θέλημα και την αγάπη του Θεού, που δεν είναι όπως την θέλουμε, όπως την φανταζόμαστε, ωραιοποιημένη. Είναι όμως αληθινή. Έχει να κάνει με την κοινωνία μαζί Του και την μετοχή σ’ Αυτόν, στην αγιότητά Του. Αγιότητα σημαίνει καθαρότητα από αμαρτία, κάτι που για μας δεν είναι εφικτό. Μπορούμε όμως να προσφέρουμε σ’ Αυτόν την μετάνοιά μας. Αγιότητα σημαίνει αγάπη που γίνεται συγχώρεση για τους πάντες, κάτι που δεν είναι και πάλι εφικτό για μας. Μπορούμε όμως να Του προσφέρουμε την διάθεσή μας να αγαπήσουμε και Εκείνος θα αναπληρώσει τις ελλείψεις μας. Αγιότητα σημαίνει αποδοχή του θελήματός Του, γιατί αυτό αποσκοπεί στη σωτηρία, στη λύτρωσή μας από το κακό και το θάνατο, δηλαδή στην αληθινή ελευθερία. Και από μόνοι μας δεν μπορούμε να αποδεχτούμε μια τέτοια προοπτική. Μπορούμε όμως να Του προσφέρουμε την λιγοστή μας άσκηση, την προσπάθειά μας να υπερβούμε τον εαυτό μας, την λιγοστή υπακοή μας κι Εκείνος και πάλι θα θεραπεύσει την αδυναμία μας.
Οι άνθρωποι ταυτίζουν την Ορθοδοξία με την παράδοση, με τους θεσμούς, με τα αξιώματα, με το ιερατείο, με την ιστορία. Την θεωρούν κάτι το ξεπερασμένο, απαραίτητο όμως γιατί πολλοί και αδύναμοι εξακολουθούν να την εμπιστεύονται. Την θέλουν όμως ευχάριστη. Βοηθητική και παρακλητική. Που να συμβάλλει στο να βλέπουν τη ζωή θετικά. Που να προβάλλει έναν Θεό που δεν ζητά τίποτε, αλλά μόνο δίνει. Και δεν μπορούν να αποδεχθούν έναν Θεό που παιδαγωγεί τον άνθρωπο. Μια Εκκλησία που χωρίς να παραθεωρεί την δοτικότητα, κηρύττει δρόμους δύσκολους. Που τολμά να μιλά και να δείχνει δρόμους μαρτυρικούς. Αυταπάρνησης. Ρήξης με τη νοοτροπία κάθε εποχής. Ακόμη κι αν αυτή η ρήξη δεν κάνει θόρυβο.
Ίσως κι εμείς οι χριστιανοί, μέσα από την ανάγκη για αυτοβεβαίωση που ως άνθρωποι αισθανόμαστε, λόγω του ότι εξακολουθούμε να πιστεύουμε σε αξίες και τρόπους που δεν είναι συμβατές με τη νοοτροπία του κόσμου και της σύγχρονης πραγματικότητας, να συμβάλουμε στην αίσθηση ότι η πίστη στο Θεό και η Ορθοδοξία είναι δρόμος και τρόπος εύκολος, που δίνει μαγικές λύσεις στον άνθρωπο. Ίσως να αισθανόμαστε περισσότερο από όσο πρέπει την ανάγκη να αποδείξουμε την χρησιμότητά μας στον κόσμο. Ότι έχουμε λόγο ύπαρξης. Όμως η Ορθοδοξία χωρίς παιδεία, χωρίς διαπαιδαγώγηση, δεν είναι αληθινά ακέραιη. Ωραιοποιεί, αλλά δεν λυτρώνει. Ζητά από τους ανθρώπους να παραδώσουν τα φορτία τους χωρίς καν να κουραστούν να τα κουβαλήσουν. Μετατοπίζει τις ευθύνες στο Θεό, τους θεσμούς, το ιερατείο και αφήνει στην άκρη την ανάληψη του προσωπικού σταυρού από τον καθέναν. Έτσι όμως παραποιεί και το τι σημαίνει αληθινή χαρά, η οποία πηγάζει μέσα από την κοινωνία με το Θεό, την μετοχή στην αγιότητά Του. Είναι κοπιώδης ο δρόμος και ο τρόπος της Ορθοδοξίας. Στενός και τεθλιμμένος. Αλλά όχι μοναχικός. Είναι παρών ο Χριστός στη ζωή αυτού που Τον ακολουθεί. Και είναι τόση πολλή η αγάπη, το φως και η αλήθεια την οποία βιώνει αυτός που δεν φοβάται την παιδεία, ώστε να αλλάζει και να βοηθά και άλλους να αλλάξουν μαζί του.
Μια τέτοια Ορθοδοξία χρειαζόμαστε. Όχι ως θεωρητικό πρότυπο, αλλά ως στάση ύπαρξης και ζωής. Στην ενορία. Στο μοναστήρι. Στο διακόνημά του ο καθένας. Στην μικρότερη ή μεγαλύτερη κοινότητα. Στην πατρίδα. Στον κόσμο. Κι ας μην φαίνεται χρήσιμη μια τέτοια Ορθοδοξία. Ποτέ δεν ήμασταν «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» (Α’ Κορ. 13, 1). Πάντοτε θα παραμένουμε η μικρά ζύμη, ο κόκκος του σιναπιού, το άλας της γης. Οι έχοντες επιλέξει τα δύσκολα. Του Σταυρού που φέρνει Ανάσταση.
Η Ορθοδοξία είναι και παιδεία και μάλιστα, αυτή που ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει ως παίδευση, άσκηση, δοκιμασία. «Ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός» (Εβρ. 12.7). «Δείξτε υπομονή κατά τη διαπαιδαγώγησή σας. Ο Θεός σας μεταχειρίζεται σαν παιδιά του». Ο Θεός επιτρέπει μέσα από την πίστη να διαπαιδαγωγούμαστε, να δοκιμαζόμαστε, ακόμη και να αισθανόμαστε τιμωρημένοι μέσα από αυτή τη σχέση Πατέρα και παιδιών. Σκοπός της παιδαγωγίας «το μεταλαβείν της αγιότητος» του Θεού, το να μετάσχουμε στην αγιότητά Του (Εβρ. 12,10), να γίνουμε κι εμείς άγιοι όχι λαμβάνοντας μία εξωτερική δωρεά, αλλά μετέχοντας σ’ αυτό που ο Θεός είναι: «άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιος ειμί» (Α’ Πέτρ. 1, 16).
Οι άνθρωποι θέλουμε να πιστεύουμε σε έναν Θεό ο Οποίος μας δίδει το καλό, ικανοποιεί τις επιθυμίες μας. Έχουμε μάθει να ζητούμε από Εκείνον και να ταυτίζουμε την πίστη με μία ιδιοτέλεια. Δεν πιστεύουμε ότι ο Θεός επιτρέπει να συμβαίνουν δοκιμασίες στη ζωή μας. Είμαστε βέβαιοι ότι αγαπά χωρίς να μας δίνει παιδαγωγία. Έχουμε ταυτίσει την παιδεία με την θετική διάσταση της ζωής. Έτσι αρνούμαστε να δεχτούμε ότι ο Θεός λειτουργεί όπως ο κατά σάρκα πατέρας, όταν αγαπάει αληθινά. Ότι ο Θεός επιτρέπει να συμβούν δυσκολίες. Ότι ο Θεός ευλογεί τον κόπο. Ότι δεν φείδεται ακόμη και τον έλεγχο. Δεν είναι τιμωρός ο Θεός, γιατί η δοκιμασία, η τιμωρία την οποία επιτρέπει να λάβουμε, δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό Του. Όμως η αγάπη πρέπει να είναι και σκληρή, όταν χρειάζεται. Προς το αληθινό μας συμφέρον, που είναι η στόχευσή μας στην κοινωνία με το Θεό χωρίς αστερίσκους. Η πληρωτική σχέση, η οποία στηρίζεται στην απόλυτη εμπιστοσύνη. Η επίγνωση των λαθών και των αμαρτιών. Και την ίδια στιγμή η ταπείνωση της αποδοχής του θελήματός Του, ακόμη κι αν αυτό δεν είναι πάντοτε ευχάριστο.
«Μη ολιγώρει παιδείας Κυρίου» (Παροιμ. 3,11). Μην περιφρονείς την διαπαιδαγώγηση του Κυρίου, μας συμβουλεύει το βιβλίο των Παροιμιών της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και ο Παύλος. Θέλει θάρρος όμως να αποδεχτούμε το θέλημα και την αγάπη του Θεού, που δεν είναι όπως την θέλουμε, όπως την φανταζόμαστε, ωραιοποιημένη. Είναι όμως αληθινή. Έχει να κάνει με την κοινωνία μαζί Του και την μετοχή σ’ Αυτόν, στην αγιότητά Του. Αγιότητα σημαίνει καθαρότητα από αμαρτία, κάτι που για μας δεν είναι εφικτό. Μπορούμε όμως να προσφέρουμε σ’ Αυτόν την μετάνοιά μας. Αγιότητα σημαίνει αγάπη που γίνεται συγχώρεση για τους πάντες, κάτι που δεν είναι και πάλι εφικτό για μας. Μπορούμε όμως να Του προσφέρουμε την διάθεσή μας να αγαπήσουμε και Εκείνος θα αναπληρώσει τις ελλείψεις μας. Αγιότητα σημαίνει αποδοχή του θελήματός Του, γιατί αυτό αποσκοπεί στη σωτηρία, στη λύτρωσή μας από το κακό και το θάνατο, δηλαδή στην αληθινή ελευθερία. Και από μόνοι μας δεν μπορούμε να αποδεχτούμε μια τέτοια προοπτική. Μπορούμε όμως να Του προσφέρουμε την λιγοστή μας άσκηση, την προσπάθειά μας να υπερβούμε τον εαυτό μας, την λιγοστή υπακοή μας κι Εκείνος και πάλι θα θεραπεύσει την αδυναμία μας.
Οι άνθρωποι ταυτίζουν την Ορθοδοξία με την παράδοση, με τους θεσμούς, με τα αξιώματα, με το ιερατείο, με την ιστορία. Την θεωρούν κάτι το ξεπερασμένο, απαραίτητο όμως γιατί πολλοί και αδύναμοι εξακολουθούν να την εμπιστεύονται. Την θέλουν όμως ευχάριστη. Βοηθητική και παρακλητική. Που να συμβάλλει στο να βλέπουν τη ζωή θετικά. Που να προβάλλει έναν Θεό που δεν ζητά τίποτε, αλλά μόνο δίνει. Και δεν μπορούν να αποδεχθούν έναν Θεό που παιδαγωγεί τον άνθρωπο. Μια Εκκλησία που χωρίς να παραθεωρεί την δοτικότητα, κηρύττει δρόμους δύσκολους. Που τολμά να μιλά και να δείχνει δρόμους μαρτυρικούς. Αυταπάρνησης. Ρήξης με τη νοοτροπία κάθε εποχής. Ακόμη κι αν αυτή η ρήξη δεν κάνει θόρυβο.
Ίσως κι εμείς οι χριστιανοί, μέσα από την ανάγκη για αυτοβεβαίωση που ως άνθρωποι αισθανόμαστε, λόγω του ότι εξακολουθούμε να πιστεύουμε σε αξίες και τρόπους που δεν είναι συμβατές με τη νοοτροπία του κόσμου και της σύγχρονης πραγματικότητας, να συμβάλουμε στην αίσθηση ότι η πίστη στο Θεό και η Ορθοδοξία είναι δρόμος και τρόπος εύκολος, που δίνει μαγικές λύσεις στον άνθρωπο. Ίσως να αισθανόμαστε περισσότερο από όσο πρέπει την ανάγκη να αποδείξουμε την χρησιμότητά μας στον κόσμο. Ότι έχουμε λόγο ύπαρξης. Όμως η Ορθοδοξία χωρίς παιδεία, χωρίς διαπαιδαγώγηση, δεν είναι αληθινά ακέραιη. Ωραιοποιεί, αλλά δεν λυτρώνει. Ζητά από τους ανθρώπους να παραδώσουν τα φορτία τους χωρίς καν να κουραστούν να τα κουβαλήσουν. Μετατοπίζει τις ευθύνες στο Θεό, τους θεσμούς, το ιερατείο και αφήνει στην άκρη την ανάληψη του προσωπικού σταυρού από τον καθέναν. Έτσι όμως παραποιεί και το τι σημαίνει αληθινή χαρά, η οποία πηγάζει μέσα από την κοινωνία με το Θεό, την μετοχή στην αγιότητά Του. Είναι κοπιώδης ο δρόμος και ο τρόπος της Ορθοδοξίας. Στενός και τεθλιμμένος. Αλλά όχι μοναχικός. Είναι παρών ο Χριστός στη ζωή αυτού που Τον ακολουθεί. Και είναι τόση πολλή η αγάπη, το φως και η αλήθεια την οποία βιώνει αυτός που δεν φοβάται την παιδεία, ώστε να αλλάζει και να βοηθά και άλλους να αλλάξουν μαζί του.
Μια τέτοια Ορθοδοξία χρειαζόμαστε. Όχι ως θεωρητικό πρότυπο, αλλά ως στάση ύπαρξης και ζωής. Στην ενορία. Στο μοναστήρι. Στο διακόνημά του ο καθένας. Στην μικρότερη ή μεγαλύτερη κοινότητα. Στην πατρίδα. Στον κόσμο. Κι ας μην φαίνεται χρήσιμη μια τέτοια Ορθοδοξία. Ποτέ δεν ήμασταν «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» (Α’ Κορ. 13, 1). Πάντοτε θα παραμένουμε η μικρά ζύμη, ο κόκκος του σιναπιού, το άλας της γης. Οι έχοντες επιλέξει τα δύσκολα. Του Σταυρού που φέρνει Ανάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου