Ο φιλόσοφος Αντισθένης
συμβούλευε τους Αθηναίους να ανακηρύξουν με την ψήφο τους τα.. γαϊδούρια σε
άλογα. Όταν του είπαν ότι κάτι τέτοιο είναι έξω από κάθε
λογική, ο Αντισθένης παρατήρησε:«Μήπως και στρατηγούς δεν αναδεικνύετε με την
ψήφο σας χωρίς να έχουν πάρει καμία απολύτως εκπαίδευση;»
Ένας μοχθηρός άνθρωπος ήθελε να προφυλάξει το σπίτι του από κάθε κακό. Προς τούτο τοποθέτησε στην πόρτα μια επιγραφή που έλεγε: "Κανένα κακό μη μπει στο σπίτι αυτό".Ο Διογένης διαβάζοντας την επιγραφή παρατήρησε:«Μα ο ιδιοκτήτης του σπιτιού από που θα μπει;»
Όταν είδε ο Διογένης κρατικούς ταμίες να έχουν πιάσει κάποιον που είχε κλέψει ένα μπουκάλι, παρατήρησε: «Οι μεγάλοι κλέφτες έχουν συλλάβει το μικρό κλέφτη».
Ο Δημοσθένης έλεγε ότι πολλές φορές ήθελε να ευχηθεί να χαθούν οι κακοί, φοβόταν όμως μήπως με την ευχή αυτή ερημωθεί εντελώς η πόλη.
Ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής, πολιτικοί αντίπαλοι, στάλθηκαν πρεσβευτές σε μια πόλη. Ο Αριστείδης τότε είπε στον Θεμιστοκλή:«Θέλεις να αφήσουμε την έχθρα στα σύνορα της χώρας μας; Κι αν το κρίνεις απαραίτητο, συνεχίζουμε μόλις επιστρέφουμε στην πατρίδα».
Κάποτε ο Φίλιππος, ο Βασιλιάς των Μακεδόνων, φιλονικούσε με την Ολυμπιάδα, τη σύζυγό του. Τη στιγμή εκείνη φτάνει στο παλάτι ως απεσταλμένος από την Κόρινθο, ο Δημάρατος και ο Φίλιππος τον ρωτά:«Πώς πάνε από ομόνοια οι Έλληνες;».Ο Δημάρατος του απαντά:«Πολύ ενδιαφέρεσαι για την ομόνοια των Ελλήνων, τη στιγμή που μέσα στο σπίτι σου δεν βλέπω να βασιλεύει ομόνοια».
Ρώτησαν τον Αριστοτέλη:«Τι κερδίζουν όσοι λένε ψέματα;».Ο φιλόσοφος απάντησε:«Να μην τους πιστεύει κανείς και όταν ακόμα λένε την αλήθεια».
Ο γιος μιας εταίρας πέταγε πέτρες σε περαστικούς. Ο Διογένης του είπε:«Πρόσεχε μήπως ανάμεσα στους άλλους χτυπήσεις και τον πατέρα σου, που δεν γνωρίζεις».
Ένας μοχθηρός άνθρωπος ήθελε να προφυλάξει το σπίτι του από κάθε κακό. Προς τούτο τοποθέτησε στην πόρτα μια επιγραφή που έλεγε: "Κανένα κακό μη μπει στο σπίτι αυτό".Ο Διογένης διαβάζοντας την επιγραφή παρατήρησε:«Μα ο ιδιοκτήτης του σπιτιού από που θα μπει;»
Όταν είδε ο Διογένης κρατικούς ταμίες να έχουν πιάσει κάποιον που είχε κλέψει ένα μπουκάλι, παρατήρησε: «Οι μεγάλοι κλέφτες έχουν συλλάβει το μικρό κλέφτη».
Ο Δημοσθένης έλεγε ότι πολλές φορές ήθελε να ευχηθεί να χαθούν οι κακοί, φοβόταν όμως μήπως με την ευχή αυτή ερημωθεί εντελώς η πόλη.
Ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής, πολιτικοί αντίπαλοι, στάλθηκαν πρεσβευτές σε μια πόλη. Ο Αριστείδης τότε είπε στον Θεμιστοκλή:«Θέλεις να αφήσουμε την έχθρα στα σύνορα της χώρας μας; Κι αν το κρίνεις απαραίτητο, συνεχίζουμε μόλις επιστρέφουμε στην πατρίδα».
Κάποτε ο Φίλιππος, ο Βασιλιάς των Μακεδόνων, φιλονικούσε με την Ολυμπιάδα, τη σύζυγό του. Τη στιγμή εκείνη φτάνει στο παλάτι ως απεσταλμένος από την Κόρινθο, ο Δημάρατος και ο Φίλιππος τον ρωτά:«Πώς πάνε από ομόνοια οι Έλληνες;».Ο Δημάρατος του απαντά:«Πολύ ενδιαφέρεσαι για την ομόνοια των Ελλήνων, τη στιγμή που μέσα στο σπίτι σου δεν βλέπω να βασιλεύει ομόνοια».
Ρώτησαν τον Αριστοτέλη:«Τι κερδίζουν όσοι λένε ψέματα;».Ο φιλόσοφος απάντησε:«Να μην τους πιστεύει κανείς και όταν ακόμα λένε την αλήθεια».
Ο γιος μιας εταίρας πέταγε πέτρες σε περαστικούς. Ο Διογένης του είπε:«Πρόσεχε μήπως ανάμεσα στους άλλους χτυπήσεις και τον πατέρα σου, που δεν γνωρίζεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου