Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Ιστορία Αγάπης.

Ιστορία Αγάπης


Ο οδηγός ανέβηκε σβέλτα στη θέση του και έβαλε μπρός τη μηχανή.
Οι τελευταίοι επιβάτες ανέβηκαν βιαστικά, βάλθηκαν να ψάχνουν τις θέσεις τους. Προπαραμονή Χριστουγέννων, η κίνηση στο ζενίθ.
Έσκυψε να σηκώσει τη βαλίτσα της, μα ο άντρας της την πρόλαβε. 
Την τακτοποίησε στον χώρο των αποσκευών και γύρισε κεφάτος κοντά της.
- Άντε λοιπόν, καλό σου ταξίδι, της χαμογέλασε αποχαιρετώντας την. Σε λίγο πάλι ραντεβού εδώ.
Χαμογέλασε κι εκείνη με το ζόρι, αντάλλαξαν ένα βιαστικό, ψυχρο φιλί κι ανέβηκε στη θέση της. Έφευγε για την Αθήνα εκτάκτως. Γιά δυό μέρες μονάχα. Να δώσει ένα χέρι βοήθειας στην κόρη τους, που έμπαινε για μια μικροεπέμβαση στο νοσοκομείο. Τίποτε ανησυχητικό, θα ’βγαινε αυθημερόν, μα κάποιος έπρεπε να κρατήσει τα μικρά, ωσπου να ξανάρθει η μάνα τους.

Το μεγάλο λεωφορείο ξεκίνησε. Πριν στρίψουν για τον μεγάλο δρόμο, είδε ξανά με την άκρη του ματιού της τον άντρα της. Της κούνησε το χέρι του. Κούνησε κι εκείνη ελαφρά μα ανόρεχτα το κεφάλι της. Μιά μελαγχολική διάθεση την πλημμύριζε.
Με το που χάθηκε το λεωφορείο απ’ τα μάτια του, ο άντρας εβγαλε το κινητό. Έψαξε τη λίστα με τα νούμερα, έκανε μια κλήση.
- Είμαι ελεύθερος! είπε εύθυμα καθώς άνοιξε η γραμμή. Τι θα ’λεγες για το βραδάκι στις οκτώ;
- Οκέυ. Στο γνωστό σημείο απόψε στις οκτώ, απάντησε λακωνικά μια γυναικεία φωνή και έκλεισε βιαστικά η γραμμή.
Έτριψε τα χέρια χαρούμενος. Όλα του ’ρχόντουσαν βολικά. Το έκτακτο ταξιδάκι της γυναίκας του ήταν λαχείο απρόσμενο. Σχεδόν δυό μερούλες ελεύθερος με το τελευταίο αισθηματάκι του δεν ήταν και λίγο. Θα είχαν όλη την άνεση και τον χρόνο δικό τους. Απίθανα!
Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Ήταν ακόμα πέντε. Είχε την ευκαιρία να πάει σπίτι να φρεσκαριστεί λιγάκι. Με απογειωμένη τη διάθεση και την καρδιά του να πεταρίζει σαν εικοσάχρονος, χώθηκε στο αμάξι και πάτησε το γκάζι σφυρίζοντας. Πόσο έξυπνα τα βόλευε όλα!
Ο γκρίζος Δεκέμβρης έφερε τις πρώτες σταγόνες στο μεγάλο παρμπρίζ. Ο οδηγός έβαλε μπρός τους υαλοκαθαριστήρες. Οι σιγανές κουβέντες των επιβατών βομβούσαν στ’ αυτιά της, μα η γυναίκα έβλεπε αφηρημένη από το τζάμι. Το λεωφορείο ήταν γεμάτο και πνικτικό. Το φως λιγόστευε γρήγορα και το τοπίο γινόταν όλο και θολότερο. Ο οδηγός άναψε τα μικρά φώτα πορείας. Ένοιωσε να πνίγεται περισσότερο. Το σκοτάδι δεν την πολιορκούσε μόνο απ’ έξω, εισορμούσε και μέσα της.
Από καιρό τώρα είχε αντιληφθεί τις ύποπτες κινήσεις του άντρα της και τα φίδια την έζωσαν από παντού. Προσπάθησε να παραμείνει όσο πιο ψύχραιμη μπορούσε. Δεν του έκαμε νύξη ποτέ για τίποτε. Δεν είχε παράπονο βέβαια πως δεν την πρόσεχε, μα κατάλαβε, σιγουρεύτηκε σχεδόν, πως έτρεχε και κάτι άλλο παράλληλα. Πάλεψε να μην καταρρεύσει από το σοκ, μα έχασε κάθε εμπιστοσύνη στον άντρα της. Ολα μέσα της αναποδογύρισαν. Ένοιωσε προδομένη και η πίκρα τη διαπότισε ως τα κατάβαθα.
Καί τώρα διαισθανόταν με ακρίβεια τι θα συνέβαινε στην απουσία της. Δε σκέφτηκε ποτέ φυσικά να τον αστυνομεύσει και ούτε το ήθελε, μάντευε όμως καθαρά τις κινήσεις του. Καταλάβαινε πολύ καλά ότι του άφηνε με το ταξίδι της ελεύθερο το πεδίο για δράση. Τι λοιπόν κι αν έρχονταν σε δυό μέρες Χριστούγεννα; Γιατί να γυρίσει πίσω και για ποιόν;
Οι ζοφερές σκέψεις έφεραν πόνο στο κεφάλι της και σφίξιμο στην καρδιά. Τα μάτια της γέμισαν ξαφνικά δάκρυα. Φοβήθηκε πως θα γίνει αντιληπτή απ’ τον συνεπιβάτη της και έστρεψε όσο μπορούσε το πρόσωπό της προς το τζάμι. Αμήχανη άνοιξε την τσάντα της, αναζήτησε το κινητό της. Προσποιήθηκε πως θα τηλεφωνήσει για να κρύψει την ταραχή της. Ψαχούλεψε με τρεμάμενα δάχτυλα τα πλήκτρα, η οθόνη φωτίστηκε, μα ποιόν να πάρει και με τι διάθεση να μιλήσει;
Απρόσκλητη τότε και ξαφνική μες στο θολό της βλέμμα και στο σκοτεινιασμένο της μυαλό ξεφύτρωσε η μορφή του γέροντα πνευματικού της, που εδώ και τρία χρόνια είχε αναπαυθεί. Ενόσω ζούσε, έτρεχε κοντά του πάντα σε κάθε της πρόβλημα. Μα τώρα;
Σαν να την έσπρωξε ανεξήγητη παρόρμηση, σχημάτισε αυθόρμητα όπως παλιά το νούμερό του κι έφερε το τηλέφωνο στ’ αυτί. Ένας λυγμός βαθύς και σιγανός, παρά φωνή, βγήκε πνιχτά απ’ το λαρύγγι της.
- Βοήθησέ με, αγαπημένε μου γέροντα! Χάνομαι! Δείξε μου το δρόμο! Η νύχτα με καταπίνει!
- Γιατί κλαίς, καλή μου; Ποιόν ζητάς; αντήχησε αμέσως μια ζεστη βελούδινη φωνή στ’ αυτί της, μα πιότερο την άκουσε μες στην καρδιά της.
Πάγωσε ολόκληρη. Ποιός της μιλούσε; Ο γέροντας πνευματικός της; Μα δεν ζούσε πιά. Πως γίνεται να απαντά στην κλήση της; Μην επαθε παράκρουση; Κοίταξε με μάτια διεσταλμένα το τηλέφωνο. Στη φωτεινή οθόνη του λαμπύριζε με χρώματα θεσπέσια όχι το νούμερο που κάλεσε, μα η γαλήνια μορφή του γέροντα, όπως την ήξερε πάντοτε. Μα πως μπορούσε να συμβαίνει αυτό; Την κοίταζε με το γλυκό του βλέμμα και της χαμογελούσε. Στην παρήγορη θέα του άνεμος δυνατός, ένα κύμα ευφρόσυνο στροβίλισε βίαια το βαρύ της ψυχοπλάκωμα, το σκόρπισε στη στιγμή σαν σύννεφο κακό. Μιά γλυκειά ανακούφιση απλώθηκε ως το τελευταίο κύτταρο του είναι της. Η καλή της διάθεση ξεχείλισε. Αφέθηκε στη μαγεία του μυστηρίου που την αγκάλιαζε κι ας μην καταλάβαινε τίποτε.
- Τι σού συμβαίνει, κόρη μου; ρώτησε σιγανά ο γέροντας.
- Τα ξέρεις, δεν χρειάζεται να σού τα πω, πατέρα μου, απάντησε εκστατικά, σιγανά κι εκείνη, μην τυχόν και γίνει αντιληπτή. Βλέπεις το ξεστράτισμα του άντρα μου. Πηχτό σκοτάδι απλώθηκε στη ζωή μου. Με τι κουράγιο πιά να ζω; Τα όνειρά μου σβήσανε. Μέσα μου σωριάστηκαν ερείπια.
- Μα και συ ξεστράτισες, κόρη μου! Όχι μόνο ο άντρας σου.
- Εγώ; Μα πως ξεστράτισα και πότε; μίλησε διπλά σοκαρισμένη τώρα.
- Πάντα ξεστρατισμένη ήσουνα κι έξω απ’ το δρόμο του Θεού, απάντησε με ήρεμη φωνή ο γέροντας. Ζούσες κι εσύ για το δικό σου όνειρο μονάχα.
Πες μου, αλήθεια, πότε αγάπησες τον άντρα σου εσύ; Πάντα! …θα μου πείς, …αλλά μη βιάζεσαι. Αγάπαγες αυτό που σού ’δινε, όχι αυτόν. Ηταν για σένα το κομμάτι που έλειπε απ’ το σχέδιό σου. Το ταιριαστό συμπλήρωμα σ’ ένα μοντέλο που φιλοτέχνησες εσύ. Αυτό αγάπαγες, τη βόλεψή σου από την παρουσία του. Καί τώρα κλαίς για την ωραία σου βιτρίνα που ραγίζει. Μετράς το κόστος το δικό σου μόνο. Αυτόν δεν τον αγάπησες αληθινά ποτέ σου. Να, που σού έγινε αμέσως απεχθης, όταν αρνήθηκε να συμπληρώνει το παζλ της φαντασίωσής σου.
Η γυναίκα δεν μίλαγε. Δεν είχε δύναμη ν’ αρθρώσει λέξη. Ένοιωθε ν’ αδειάζουν τα σωθικά της. Ο γέροντας συνέχισε.
- Μη βλέπεις τι περνάς εσύ, αλλά τι θ’ απογίνει εκείνος τώρα. Καιρός να δείς τον άντρα σου. Ξέχνα τον εαυτό σου. Κι ο,τι ζητήσεις απο τον Θεό, κοίταξε να ’ναι για ’κείνον, όχι για ευχαρίστηση δική σου. Σκοπός σου τώρα μη χαθεί αυτός, πλάσμα μοναδικό, με ανεκτίμητη αξία, φτιαγμένο με απροσμέτρητο μεράκι από τα χέρια του Θεού. Είναι ο δικός σου άνθρωπος, το ξέχασες; Δεν σού τον εμπιστεύτηκε ο Θεός; Δεν θα ρωτήσει κάποτε τι έκανες γι’ αυτόν; Αν δεν πονάς εσύ γι’ αυτον, ποιός θα τον δεί με καλοσύνη; Πάλεψε τώρα εσύ λοιπόν να μη χαθεί στην άβυσσο. Άσε τα φυσικά σου αισθήματα στην άκρη. Καιρός ν’ αγαπήσεις τον άντρα σου!
Η άγια φωτεινή μορφή πήρε να σβήνει απ’ την οθόνη, μα στην καρδιά της έλαμπε ολοζώντανη. Γιά πόση ώρα έμεινε ακίνητη, δεμένη με αόρατα δεσμά μαγείας υπερκόσμιας; Φοβότανε να κουνηθεί, μη διώξει τη μακάρια αίσθηση που σαν ιμάτιο παμφώτεινο την περιτύλιγε. Αχτίδα ιλαρή στη θλίψη της τα λόγια του γέροντα, της φανέρωσαν οσα δεν υποπτευόταν. Γιά πρώτη φορά έβλεπε ανοιχτή την ψυχή της καθαρά, σαν ανοιγμένο τριαντάφυλλο. Εντυπωσιάστηκε βαθιά.
Το χέρι της δειλά-δειλά γλίστρησε στην τσάντα της. Αναζήτησε το κομποσχοίνι της, δώρο μικρό μα ανεκτίμητο απ’ τον πνευματικό της. Το πέρασε χαιδεύοντάς το απαλά στα δάχτυλά της. Στον πρώτο κόμπο στάθηκε… Αργά-αργά μα σταθερά ψιθύρισε: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον τον δούλον σου …».
Το είπε, το ξαναείπε…, κόμπο-κόμπο…, αργά-αργά… Ν’ ανοίξει δρόμο η προσευχή της πάσχιζε δειλά, σαν το μικρό ρυάκι μες απ’ αγριοχόρταρα και πέτρες. Μα λίγο-λίγο ατσαλώθηκε. Σαν το μωσαικό ραβδί, τον βράχο της ψυχής της χτύπησε τον άνυδρο με δύναμη. Καί το ρυάκι φούσκωσε, ποτάμι έγινε και χείμαρρος ορμητικός ξεπήδησε από την έρημο εντός της. Τη συνεπήρε ολάκερη. Η σκέψη της υψώθηκε γοργή. Διέτρεξε βουνά και δρόμους που αδηφάγα η σκοτεινιά κατάπινε ξοπίσω τους, στριφογύρισε ατίθαση, αναζήτησε επίμονα τον αντρα της. Με αετού πανίσχυρα φτερά η προσευχή της πέταξε ως εκεί-νον, τον αγκάλιασε μυστικά. Μιά γλυκειά νοσταλγία πρωτόγνωρη κεντησε σαν πόνος σιγανός την καρδιά της. Πόθησε να ήταν τώρα κοντά του. Γιά πρώτη φορά ένοιωσε πως είχε τη δύναμη ν’ αγαπήσει τον αν-τρα της.
Το σκοτάδι της νύχτας έξω πύκνωνε, μα η ψυχή της μέσα γέμιζε φως.
Τυλιγμένη σε γλυκειά θαλπωρή συνέχιζε αδιάλειπτα: «…ελέησον τον δούλον σου…».
Στις οκτώ ακριβώς, κεφάτος, με ντύσιμο κομψό, προσεγμένο για την περίσταση, ο άντρας σήκωνε το χέρι του να χτυπήσει το κουδούνι στην εξώπορτα του ραντεβού του. Έκαμε να το αγγίξει, μα δίστασε. Αδιόρατη αβεβαιότητα διαπέρασε απροσδόκητα την ψυχή του. Τι ήταν αυτό; Δεν το ’θελε τόσο πολύ να έλθει ως εδώ; Γιατί διστάζει τώρα αυτός, ο τόσο ανυπόμονος; Το χέρι του έμεινε για λίγο μετέωρο και κατέβηκε. Τι του συνέβαινε; Ξαφνικά δεν ένοιωθε σίγουρος γι’ αυτό που πήγαινε να κάμει.
Στάθηκε συλλογισμένος μη μπορώντας να καταλάβει τον εαυτό του. Μιά παρόρμηση μέσα του τον έσπρωξε να χτυπήσει και πάλι, μα το χέρι του έμεινε ξανά στον αέρα αβέβαιο. Η θλιμμένη μορφή της γυναίκας του πέρασε ξαφνικά σαν αστραπή από το βλέμμα του. Αλήθεια, γιατί να της το κάνει αυτό; Ένα δυσάρεστο αίσθημα τον κυρίευσε. Ένοιωσε άσχημα για πρώτη φορά. Κάποιες ενοχές σηκωσαν κεφάλι μέσα του. Μα γιατί να του συμβαίνουν τώρα αυτά; Χωρις να μπορεί να το εξηγήσει, κατάλαβε πως δεν ήταν σε θέση να προ-χωρήσει στο σχέδιό του. Κάτι μυστηριώδες, ανεξήγητο μέσα του τον απωθούσε απ’ τον σκοπό του.
Γύρισε αργά-αργά, άρχισε να απομακρύνεται σκυφτός. Το κινητό του χτύπησε. Τον έψαχνε η λεγάμενη του ραντεβού του. Δεν απάντησε. Χωρίς να το θέλει, χωρίς να προσπαθεί, όλο και πιο επίμονα, όλο και πιο ζωντανά, ζωγραφιζόταν μέσα του η μορφή της γυναίκας του. Ποθησε να ήταν τώρα κοντά της. Καιρό είχε να το νοιώσει αυτό. Τον είχε αγγίξει κάτι θεϊκό. Η χάρη της προσευχής της αόρατη τους έφερνε σ’ αντάμωμα μυστικό.
Αργά το βράδυ της παραμονής, σε ώρα πιά πολύ προχωρημένη, αφίχθηκε το τελευταίο λεωφορείο της γραμμής. Σκυφτά, προσεκτικά η γυναίκα κατέβηκε τα σκαλοπάτια, μα πριν το πόδι της αγγίξει το έδαφος, ένα χέρι έπιανε απαλά το δικό της. Σήκωσε χαρούμενη το προσωπό της κι ήταν σα να ’βλεπε τον άντρα της για πρώτη φορά. Με λαμπερό χαμόγελο αγκαλιάστηκαν σφιχτά, φιλήθηκαν, σα να ’τανε το πρώτο ραντεβού τους.
Στον παγωμένο χειμωνιάτικο αγέρα κάτω από τους θόλους του σταθμού αντηχούσαν χαρμονικά τα γιορτινά τραγούδια και τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Από τα στολισμένα δέντρα λάμψεις σκορπίζονταν χιλιάδες. Μα τη γιορτή την είχαν μέσα τους αυτοί, φούσκωνε την καρδιά τους η χαρά της Γέννησης. Καί ξεχυνόταν απ’ τα ζεστά τους πρόσωπα τριγύρω κι από τα μάτια τους τα φωτεινά.
Πολλά δεν είπαν. Με υγρή ματιά, …«Καλά Χριστούγεννα, καλή μου!», είπε μονάχα εκείνος, …«Καλά θα είναι σίγουρα, γλυκέ μου!», ψιθύρισε εκείνη… κι αγκαλιασμένοι όπως ήταν προχώρησαν.
Κι όσοι τους έβλεπαν την ώρα αυτή να περπατούν… μέσα στο θείο φως της άγιας νύχτας, για χρόνια είχαν να μιλούν… για μια ιστορία αθόρυβης, μα ωστόσο… αληθινής και παντοδύναμης αγάπης…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου