Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Ἡ μορφή τοῦ Ἰούδα.


Του Κωνσταντίνου Ερρίπη, θεολόγου - Καρδιολόγου

«Ὀψίας δέ γενομένης ἀνέκειτο (ὁ Ἰησοῦς) μετά τῶν δώδεκα μαθητῶν. καί ἐσθιόντων αὐτῶν εἶπεν, ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἶς ἐξ ὐμῶν παραδώσει με»  (Ματθ. κστ,21).
Ὁ Ἰησοῦς βουτάει πατρικά ἕνα τεμάχιο ἄρτου στό πιάτο μέ τό φαγητό καί τοῦ τό προσφέρει. Ὁ Ἰούδας δέν ἀντέχει νά παραμείνει ἄλλο καί φεύγει.
«ἦν δέ νύξ»
«Χαρακτηριστική ἡ ὥρα. Ἔξω τό βαθύ σκοτάδι, περιβάλλον ὅ,τι πιό ταιριαστό μέ τήν ψυχή τοῦ προδότη Μαθητή, ἐνῶ μέσα στό ὑπερῶο τό φῶς. Ἔξω τό σκότος τῆς κόλασης, μέσα τό φῶς τό ἀληθινόν, τό φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον.
Στό δῶμα τό μυστήριο τῆς ζωῆς πού τελεῖται μέ τό μυστικό αὐτό δεῖπνο καί ἔξω ὁ θάνατος πού καταλύει τά πάντα καί θά ἀπειλήσει ἐντός ὀλίγου καί αὐτόν τόν Θεό! Ποιός ἄφρων τόν προσεγγίζει ἄφοβα, ποιός ἀρνεῖται τήν ζωή, ποιός παραγνωρίζει, ἀψηφᾶ καί ἀπεμπολεῖ τήν σωτηρία του; Εἶναι αὐτός πού τρέχει μέσα στή νύχτα πού τόν καλύπτει μέ τό χρῶμά της, αὐτός πού ἐγκαταλείπει τόν Θεό καί ταυτίζεται μέ τόν διάβολο («καί ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολός ἐστίν»), αὐτός πού καταφεύγει στούς ἀρχιερεῖς γιά νά καταδώσει τόν Ἰησοῦ. «Καλόν ἦν αὐτῶ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος»

«Δέν ἦταν ὅμοιος μέ τούς ἄλλους. «Κλέπτης ἦν, καί τό γλωσσόκομον εἶχε καί τά βαλλόμενα ἐβάσταζεν».  Φιλοχρήματος, γιά τριάκοντα ἀργύρια θά προδώσει τόν Διδάσκαλο. Ἦταν καί ἀναρχικός, Ἰούδας Ἰσκαριώτης τό ὄνομά του. Ἰσκαριώτης = ἄνθρωπος πού ἔφερε ἐπάνω του «σικάριον», φονικό μαχαιρίδιο, ἄνθρωπος πού ὁπλοφοροῦσε. Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, υἱός Σίμωνος τοῦ Χαναναίου ἤ Κανανίτη ἤ Ζηλωτή. Ὅλες οἱ ὀνομασίες τοῦ πατέρα τοῦ Ἰούδα δείχνουν ἄτομο ἀναρχικό, φανατικό, ἀντιεξουσιαστικό, αἱμοχαρές. Κανανίτης = Ζηλωτής. «Κανά» στά ἑβραϊκά σημαίνει «ζῆλος» καί ζηλωτές ἦταν οἱ ἐπαναστάτες πού ζοῦσαν κρυφά καί ἀπομωνομένοι στά βουνά κυρίως τῆς Γαλιλαίας».

«Ὁ Ἰούδας, σύμφωνα μέ τά ἀναγραφόμενα ὑπό τῶν Εὐαγγελιστῶν, ποτέ δέν δημιούργησε προβλήματα. Οἱ ἀμφιβολίες γεννιοῦνται λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τήν σύλληψη τοῦ Διδασκάλου του. Ποτέ δέν φάνηκε νά κάνει ἀφελεῖς ἐρωτήσεις ὅπως ἀρκετοί ἐκ τῶν ἄλλων Μαθητῶν, ποτέ δέν ἐπιζήτησε ἀλαζονικά καί ἰδιοτελῶς πρωτοκαθεδρίες καί ποτέ δέν ἀπαίτησε τήν ἰδιαίτερη τοῦ Ἰησοῦ ἀγἀπη.Τέλος ποτέ δέν τόν ἐξώθησε στό νά τόν ἐπιπλήξει ἤ νά τόν ἀποπέμψει καθ’ ὅλη τήν τριετή συναναστροφή του μέ αὐτόν, ἐκτός ἀπό τήν περίοδο τοῦ Πάθους. Ὅταν δέ εἶχαν ἀποσταλεῖ ἀπό τόν Ἰησοῦ οἱ Μαθητές γιά περιοδεία, εἶχε ἐκβάλει καί αὐτός δαιμόνια, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἄλλοι.
Ἀντίθετα τόν Πέτρο, ἕνα ἐκ τῶν τριῶν πλέον ἀγαπημένων Μαθητῶν του, τόν εἶχε ἀποκαλέσει ὁ Ἰησοῦς σατανᾶ, ὅταν αὐτός εἶχε προσπαθήσει νά τόν ἀποτρέψει ἀπό τό μαρτύριο. Τόν Θωμᾶ τόν εἶχε χαρκτηρίσει ἄπιστο καί τόν Φίίππο τόν εἶχε ἐπικρίνει γιά τόν προβληματισμό του. «Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι καί οὐκ ἔγνωκάς με Φίλιππε;»  (Ἰωάν. ιδ’,9). Εἶχε ἐπί πλέον ἀποπέμψει τήν μητέρα τῶν ἀγπημένων του Μαθητῶν Ἰακώβου καί Ἰωάννη μετά τήν ἀπαίτησή της νά ἔχουν τήν πρωτοκαθεδρία οἱ υἱοί της, ὅταν ὁ Ἰησοῦς θά ἐρχόταν ἐν δόξει καί ἔμμεσα βέβαια εἶχε ἀποδοκιμάσει τήν ἀπαράδεκτη αὐτή ἐπιθυμία τῶν δύο Μαθητῶν».

Ἀπό τήν διήγηση τοῦ Λουκᾶ εἶναι καταφανές, ὅτι ὀ Ἰούδας ἔλαβε μέρος στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατά τήν διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί μετά ἔφυγε, πρᾶγμα πού δέν διευκρινίζεται στούς ἄλλους Εὐαγγελιστές. Ἐρωτήματα μέγιστα καί ἐν πολλοῖς ἀναπάντητα: Ἡ συμπεριφορά αὐτή τοῦ Ἰησοῦ ἔναντι ἑνός μελλοντικοῦ προδότη εἶναι ἀνερμήνευτη.
Ἀπό τήν μία καταγγέλλει τήν πράξη του πού εἶναι τόσο ἀποτρόπαια, ὥστε θά ἦταν καλλίτερο νά μήν εἶχε γεννηθεῖ, καί ἀπό τήν ἄλλη τοῦ πλένει τά πόδια, δέν τόν κατονομάζει, τοῦ φέρεται ἀπό ἀνεκτικά ἕως φιλικά καί τόν ἀφήνει νά λάβει μέρος στό μέγιστο τῶν μυστηρίων!  Ποιά ἡ ἐπενέργεια τοῦ μυστηρίου σέ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο; Ἐάν τό μυστήριο αὐτό δέν κατάφερε νά τόν βοηθήσει ν΄ἀλλάξει γνώμη, τότε πρός τί ἡ καθίδρυσή του; Πῶς μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτό, τό ὅτι ὁ πρῶτος πού ἔλαβε μέρος σέ αὐτό τό λυτρωτικό μυστήριο, καταδικάστηκε στήν αἰώνια κόλαση; τό ὅτι ὁ Σατανᾶς κυριάρχησε ἐπάνω του ὄχι πρίν ἀλλά ἀφότου ἔλαβε τό βουτυγμένο στό πιάτο ψωμί; «Καί μετά τό ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς»! Πῶς δικαιολογεῖ κανείς τήν προτροπή τοῦ Ἰησοῦ: «Ὅ ποιεῖς, ποίησον τάχιον»; (Ἰωάν. ιγ’,27). Ἡ χειρονομία τοῦ Ἰησοῦ νά βουτήξει τό ψωμί καί νά τό δώσει στόν Ἰούδα, μόνο ὡς φιλική θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ»

Κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη: «λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι, διατί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καί ἐδόθη πτωχοῖς; εἶπε δέ τοῦτο οὐχ ὅτι περί τῶν πτωχῶν ἔμελλεν αὐτῶ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν καί τό γλωσσόκομον εἶχε καί τά βαλλόμενα ἐβάσταζεν» (ιβ’,1-6).
Ἐάν συγκρίνουμε τό χωρίο αὐτό τοῦ Ἰωάννου μέ τά ἀντίστοιχα τῶν ἄλλων Εὐαγγελιστῶν θά σχηματίσουμε τή γνώμη, ὅτι ὁ Δ’ Εὐαγγελιστής ὀμιλεῖ μέ προκατάληψη ἔναντι τοῦ Ἰούδα. Πειστήριο εἶναι ἡ τελείως διαφορετική ἀναφορά τοῦ γεγονότος ἀπό τούς ἄλλους Εὐαγγελιστές.

Ὁ Ματθαῖος γράφει: «Ἰδόντες δέ οἱ μαθηταί ἠγανάκτησαν λέγοντες. εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη;»  (κστ’,8).  Ὁ Μᾶρκος: «ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες πρός ἑαυτούς. εἰς τί ἡ ἀπώλεια τοῦ μύρου γέγονεν;» (ιδ’,4). Καί ὁ Λουκᾶς: «Ἰδών δέ ὀ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτόν εἶπεν ἐν ἐαυτῶ λέγων. οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἄν τίς καί ποταπή ἡ γυνή ἥτις ἄπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἀμαρτωλός ἐστι» (ζ,39). Ἄρα ἡ ἀγανάκτηση ἦταν καθολική καί ὄχι μόνο τοῦ Ἰούδα. Καί κατά μέν τόν Ματθαῖο ἀγανάκτησαν ὅλοι οἱ Μαθητές, κατά τόν Μᾶρκο ἀγανάκτησαν καί ἀρκετοί ἀπό τούς παρισταμένους, κατά δέ τόν Λουκᾶ ἀγανάκτησε μόνο ὁ οἰκοδεσπότης Φαρισαῖος, πρᾶγμα πού σημαίνει κατά τόν τελευταῖο Εὐαγγελιστή, ὅτι ὁ Ἰούδας δέν κατηγόρησε τόν διδάσκαλό του οὔτε ἐξέφρασε ἔστω καί τήν παραμικρή ἀπορία.

Ποιά ἦταν αὐτά τά ἀργύρια; Κανένας δέν κατάφερε νά ἀπαντήσει μέχρι σήμερα, τί ρόλο ἀκριβῶς ἔπαιξαν στήν προδοσία καί ποιά ἦταν ἠ πραγματική τους ἀξία. Ἀμφισβητεῖται ἀκόμη καί τό γεγονός τῆς λήψης αὐτῶν τῶν χρημάτων. Ὁ μέν Ματθαῖος (κστ’,15) κατγράφει σαφῶς τό περιστατικό, ὁ Μᾶρκος (ιδ’,11) καί ὁ Λουκᾶς (κβ,5) ἀναφέρουν ὅτι οἱ ἀρχιερεῖς ὑποσχέθηκαν νά τοῦ δώσουν τά ἀργύρια χωρίς νά διευκρινίζουν, ἐάν τελικά τά πῆρε, καί ὁ Ἰωάννης ὐποστηρίζει, ὅτι ὁ Ἰούσας δέν πῆγε κἀν στούς ἀρχιερεῖς. Σημειωτέον ὅτι ὁ Ἰωάννης δέν ἀναφέρει τό φίλημα τοῦ Ἰούδα, τήν μεταμέλειά του καθώς καί τήν αὐτοκτονία του. Ὡς πρός τήν ἀξία τους τά τριάκοντα ἀργύρια, μέ βάση τήν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ἀνταποκρίνονταν στήν ἀγορά ἑνός δούλου ἤ ἑνός χωραφιοῦ.

Ὁ   Ἰ ο ύ δ α ς   σ τ ί ς   Π α ρ α δ ό σ ε ι ς
Στήν Κατράνιτσα τῆς Μακεδονίας, ὡς μία ὥρα ἀπό τό χωριό, εἶναι μία βρύση πού τή ὀνομάζουν  ν ε ρ ό  τ ο ῦ   Γ ι ο ύ δ α. Τό νερό τῆς βρύσης αὐτῆς εἶναι ὑπόπικρο καί ὑφάλμυρο, ἐπίσης δέ τά λιθάρια ἐκεῖ γύρω εἶναι μαυρισμένα. Γιά τό παράξενο αὐτό νερό οἱ χωρικοί διηγοῦνται τόν ἑξῆς μῦθο.
«Ὅταν σταυρώθηκε ὁ Χριστός, ὁ Ἰούδας μετανόησε καί πῆγε νά κρεμαστεῖ. Μά ὁ θάνατος δέν ἤθελε νά τόν πλησιάσει. Ὁ Χάρος δέν ἤθελε νά τόν πάρει τέτοιος πού ἦταν κι ὕστερα ἀπ’ τό κακό πού ἔκανε. Τόν κυνηγοῦσε παντοῦ τό ἀνάθεμα καί ἡ κατάρα καί πουθενά δέν μποροῦσε νά σταθεῖ ...
... Διψοῦσε, καίονταν ὁ λαιμός του, ἐστέγνωνε τό στόμα του, λαχτάριζε γιά νερό, ἀλλά καμμιά βρύση καί καμμιά πηγή δέν τοῦ ἔδινε οὔτε σταλαγματιά. Ὅπου ἔσκυβε νά πιεῖ, τό νερό χανόταν στή γῆ σάν ζωντανό κι ὁ τόπος ξεραίνονταν. Ἄν ζύγωνε σέ καμμιά λίμνη, ἡ λίμνη ἔβραζε, γινόταν ἀχνός καί ἐξατμίζονταν. Ἄν ἔσκυβε σέ ποτάμια γιά νά πιεῖ, τό νερό γύριζε πρός τά πίσω σάν κοπάδι ἀπό γίδια πού τά κυνηγοῦν.
Γονάτισε τότε ὀ Ἰούδας καί παρακάλεσε τήν Παναγία νά τόν λυπηθεῖ καί νά τόν ἀφήσει νά πιεῖ νερό σέ καμμιά βρύση ἤ σέ βουνοῦ πηγή. Καί ἡ Παναγία τόν εὐσπλαγχνίσθηκε. Ἄκουσε τότε μιά φωνή νά τοῦ λέει νά σταθεῖ στήν πρώτη βρύση πού θ’ ἀπαντήσει κ’ ἐκεῖ νά σκύψει καί νά πιεῖ. Ἡ βρύση αὐτή ἦταν ἡ βρύση πού εἶναι μία ὥρα ἔξω ἀπό τήν Κατράνιτσα.
Μόλις ὅμως ὁ Ἰούδας πλησίασε κι’ ἔσκυψε νά πιεῖ νερό καί μόλις ἡ βρύση αἰσθάνθηκε νά τήν ἀγγίζουν τά χείλη τοῦ προδότη τοῦ Χριστοῦ, φαρμακώθηκε ὠς τά ἔγκατά της! Καί δρόσισε τόν Ἰσκαριώτη, ἀλλά ἀπό τότε τό νερό της ἔγινε πικρό κι’ ἁλμυρό, σάν τά δάκρυα, καί οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ζῶο οὔτε πουλί πετούμενο πίνει πιά νερό ἀπό αὐτήν.
Μία φορά τό  χρόνο γλυκαίνουν τά νερά της, τή νύχτα πού γίνεται ἡ Ἀνάσταση. Αὐτό τό ξέρει ὁ Ἰούδας, πού γυρίζει σάν ἄδικη κατάρα στόν κόσμο, καί παραφυλάει τή νύχτα τῆς Λαμπρῆς κοντά στή βρύση, κι ὅταν χτυπήσουν οἱ καμπάνες γιά τήν ἀνάσταση, σκύβει καί πίνει καί σβύνει τή δίψα του, δίψα ὁλόκληρης χρονιᾶς!
Λένε ἀκόμα, πώς ὅποιος πιεῖ ἀπό τό νερό αὐτό τήν ὤρα πού γλυκαίνει, θά ζήσει ἄλλα 33 χρόνια ἀπό ὅσα τοῦ ἔχει γραφτά ἡ μοῖρα του νά ζήσει. Μά κανένας δέν τολμάει νά πάει μεσάνυχτα στή βρύση, γιατί ξέρει ὅτι ἐκεῖ παραφυλάει ὁ Ἰούδας διψασμένος καί τρομερός ...».

(«Ἴωνάς – Ἰωάννης – Ἰούδας»  ἐκδ. Γρηγόρη  Ἀθήνα 2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου