Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Είμαι το άλογο του Ιησού Χριστού! (Μέρος 2ο)

Είμαι το άλογο του Ιησού Χριστού!
Η ιεροσύνη, μίμηση της ιεροσύνης του Χριστού, αποκλείει τις διακοπές. Ισχύει μόνιμα και για την αιωνιότητα (Εβρ. στ΄ 7). Ούτε και ο φυσικός θάνατος του ιερέως δεν μπορεί να τη διακόψει. 
Και αφού η ιεροσύνη δεν μπορεί, να διακοπεί με τον θάνατο, πώς θέλεις να τη διακόψει η πείνα, ο κόπος ή ο ύπνος;
- Είναι κανείς ιερεύς κι ύστερα απ’ τον θάνατο; ρώτησα την πρώτη φορά που το άκουσα αυτό.
- Είναι κανείς ιερεύς για την αιωνιότητα, Αφομοιωμένος τω υιω του Θεού, μένει ιερεύς εις το διηνεκές. (Εβρ. ζ΄ 3).
Επειδή λοιπόν ο ιερεύς είναι αφομοιωμένος με τον Θεό, δεν μπορεί να πεθάνει. Μένει ιερεύς και μέσα στο θάνατο και παρά τον θάνατο. Στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό ακριβώς και ενταφιάζουν τον ιερέα ντυμένο με όλα τα ιερατικά του άμφια, που φορεί όταν τελεί την θεία Λειτουργία.
Ο ιερεύς ενταφιάζεται με τον Σταυρό, με το Επιτραχήλι, το Φελόνι, το Στιχάρι, τα Επιμανίκια… Όλα και ολόκληρη τη στολή, όπως γίνεται για την πιο επίσημηακολουθία. Διότι ο νεκρός ιερεύς θα πάει να λειτουργήσει στην αληθινή ουράνια Εκκλησία, με τον επίσκοπό του, τον Χριστό.
Για κάθε ιερέα ο θάνατος είναι μια προαγωγή. Περνάει απ’ τη μικρή του επίγεια εκκλησία στον καθεδρικό ναό του ουρανού, για να τελεί την παγκόσμια λειτουργία γύρω απ’ τον Χριστό. Ποτέ λοιπόν δεν πρέπει να θρηνείται ο θάνατος ενός ιερέως. Διότι δεν πεθαίνει ποτέ. Ο θάνατος είναι ο προβιβασμός του.Και επειδή ο ιερεύς μένει ιερεύς παρά τον φυσικό θάνατο, όταν τον βάζουν στον τάφο, ντυμένο με τα άμφια που φοράει για την τέλεση της Λειτουργίας, καλύπτουν το πρόσωπό του με τα ιερά Καλύμματα ή τον Αέρα, το πανί εκείνο με το οποίο καλύπτουν κατά τη λειτουργία το Άγιο Ποτήριο, που περιέχει το Σώμα και το Αίμα του Θεού. Ο Αήρ συμβολίζει τον λίθο, που έκλεινε τον τάφο του Ιησού Χριστού. Η πέτρα αυτή που έκλεισε τον τάφο του Χριστού, σφραγίζει επίσης και τον τάφο κάθε ιερέως. Διότι κάθε ιερεύς είναι αφομοιωμένος με τον Υιό του Θεού.Ακούγοντάς τον, άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν πάνω στο άγιο χέρι του πατέρα μου, που έσκυψα και το φίλησα ευλαβικά.
Έτσι λοιπόν κατάλαβα,γιατί ένας άγιος διηγείται,πως αν συναντούσε στο δρόμο έναν άγγελο ή έναν ιερέα, να βαδίζουν ο ένας πλάι στον άλλον, θα γονάτιζε πρώρα εμπρός στον ιερέα, φιλώντας του το χέρι και μόνον ύστερα θα γονάτιζε εμπρός στον άγγελο, για να τον χαιρετίσει. Διότι οι άγγελοι είναι κατώτεροι απ’ τους ιερείς σε τούτο, στο ότι δεν μπορούν να μεταμορφώσουν το ψωμί και το κρασί σε σάρκα και αίμα του Θεού. Τα χέρια όμως του ιερέως το μπορούν…
Παρά την ασύγκριτη ευτυχία να είναι υπηρέτης στον ουρανό, ο πατέρας μου ζούσε την επίγεια ζωή του μέσα σε αφάνταστη σκληρότητα και οδύνη.Κάθε χρόνο ο πατέρας μου γινόταν πιο αδύνατος. Πιο άσαρκος. Πιο άυλος. Στα τριάντα του χρόνια τα μαλλιά του πατέρα μου είχαν ασπρίσει. Στα τριάντα χρόνια ο πατέρας μου είχε γεράσει. Τα δόντια του έπεφταν. Εξ αιτίας της αθλιότητας, εξ αιτίας του υποσιτισμού, εξ αιτίας του κόπου και του μόχθου.Αντίθετα όμως το βλέμμα του γινόταν κάθε χρόνο πιο όμορφο, πιο φωτεινό, πιο ακτινοβόλο και τόσο έντονο ώστε το κεφάλι του έμοιαζε να φωτίζεται μ’ ένα φωτοστέφανο. Παρακολουθούσα ένα ασυνήθιστο γεγονός: όταν ο πατέρας μου παρατηρούσε κάτι τι, το φώτιζε με το βλέμμα του, σαν με κάποιους μυστικούς προβολείς. Βλέποντας αυτό ένοιωσα για πρώτη φορά το γεγονός ότι οι άγιοι, παρατηρώντας τον κόσμο, τον φωτίζουν και τον αγιάζουν.
- Τι κοιτάζεις, ρώτησε ο πατέρας μου, βλέποντάς με βυθισμένο στις σκέψεις.- Είσαι φωτεινός σαν μια εικόνα, του είπα, κοκκινίζοντας. Ο πατέρας μου γέλασε. Δεν ήταν ούτε υπερήφανος ούτε ταπεινός. Για να ’σαι υπερήφανος ή ταπεινός πρέπει πρώτα να ’σαι ένα γήινο πλάσμα. Και εκείνος ήταν όλο και λιγότερο γήινος. Γέλασε,γιατί η φωνή μου έφθασε στα αυτιά του κι αυτό τον είχε ευχαριστήσει. Ο πατέρας μου σπάνια γελούσε. Όταν κανείς είναι κουρασμένος δεν μπορεί να γελάσει. Μα τώρα είχε χαμογελάσει. Κι’ όταν ο πατέρας μου χαμογελούσε έβλεπε κανείς πως είχε χάσει σχεδόν όλα του τα δόντια. Η καρδιά μου σφιγγόταν.
Λυπόμουνα τόσο πολύ για την αθλιότητά του,που μόλις μπορούσα,να κρατήσω τα δάκρυά μου. Και έλεγα,πως αν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αποφάσιζε μια μέρα να προσφέρει στον ιερέα του, που ήταν και άλογό του μαζί, τον π. Κωνσταντίνο Gheorghiu, που υπέφερε σ’ όλη του τη ζωή απ’ την πείνα, την δυνατότητα να έχει ξαφνικά ψωμί πάνω στο τραπέζι του, ο προλετάριος πατέρας, ο σεβαστός μου πατέρας θα συνέχιζε – παρά το θαύμα- να πεινάει, όπως και στο παρελθόν.
Διότι κι αν είχε κάτι δε θα μπορούσε να το φάει, γιατί δεν είχε πια δόντια… Και ούτε σκέψη,πως θα μπορούσε,να βάλει ξένα. Ήμαστε τόσο φτωχοί που ούτε στο όνειρό μας δεν θα τολμούσαμε να πάμε στον οδοντογιατρό...

Βιργκίλ Γκεωργκίου, «Από την 25η ώρα στην αιώνια ώρα», 
Εκδόσεις Έλαφος σ. 93-95

Πηγή:   proskynitis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου