του π. Γεωργίου Δορμπαράκη
Το στήθος ξέσκισε μ’ οργή και οι πληγές
φανήκανε βαθιές της λαβωμένης του καρδιάς.
Μα κείνη η λαβωματιά που σάλευε το νου του
ήταν η τρομερή σιωπή του «άδειου» Ουρανού.
Κάθε του βόγγος ράγιζε μετέωρα αιώνων
και η ανάσα έσειε χιλιόχρονα πλατάνια
– ως κι ένας αετός σκιάχτηκε απ’ τον πόνο -
μα διόλου δεν ξεκούνησε τον Πλάστη απ’ τον «ύπνο».
Το στήθος ξέσκισε μ’ οργή και οι πληγές
φανήκανε βαθιές της λαβωμένης του καρδιάς.
Μα κείνη η λαβωματιά που σάλευε το νου του
ήταν η τρομερή σιωπή του «άδειου» Ουρανού.
Κάθε του βόγγος ράγιζε μετέωρα αιώνων
και η ανάσα έσειε χιλιόχρονα πλατάνια
– ως κι ένας αετός σκιάχτηκε απ’ τον πόνο -
μα διόλου δεν ξεκούνησε τον Πλάστη απ’ τον «ύπνο».
«Κύριε, πού ’σαι και αργείς; Γιατί δεν με ακούεις;»
- είδε τον χάρο να ’ρχεται «κορώνα» να φοράει.
Δεν έστερξε ο Κύριος απάντηση να δώσει·
βρισκόταν Όλος στους γιατρούς,
Όλος στα εργαστήρια, Όλος στον πόνο ασθενών,
και στα «γιατί;» απίστων· κι Όλος σ’ εκείνους
π’ αγρυπνούν κι ευχές Τού απευθύνουν.
Κυρίως Όλος σε αυτούς που κλίνουνε το γόνυ
και διακρίνουν στον «ιό» μια νέα ευκαιρία.
και στα «γιατί;» απίστων· κι Όλος σ’ εκείνους
π’ αγρυπνούν κι ευχές Τού απευθύνουν.
Κυρίως Όλος σε αυτούς που κλίνουνε το γόνυ
και διακρίνουν στον «ιό» μια νέα ευκαιρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου