“Η πολυλογία είναι ο θρόνος της κενοδοξίας. Καθισμένη στον θρόνο αυτό η κενοδοξία προβάλλει τον εαυτό της” (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος).
Ο λόγος για την εποχή μας θεωρείται σημάδι ζώσας κοινωνικότητας. Ο πολυλογάς άνθρωπος συνήθως είναι εκφραστής ενός χιούμορ που ομορφαίνει την ζωή των άλλων, ενώ φαίνεται ότι είναι προσωπικότητα, διότι έχει ιδέες, όρεξη για ζωή, πλούτο εσωτερικό.
Με τον πολυλογά περνάει ο καιρός σε μια παρέα, καθώς δεν προλαβαίνουν οι άλλοι να βαρεθούν, ιδίως σε καιρούς ελλειπτικούς ως προς τον λόγο, καθώς έχει θριαμβεύσει η εικόνα και η δική της πραγματικότητα.
Η πολυλογία μπορεί να είναι και αφορμή πλήξης. Ο φλύαρος κουράζει. Δυσκολεύεται να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του λόγου του σε συγκεκριμένα σημεία, με αποτέλεσμα, αν δεν βρίσκει αγάπη από την πλευρά των ακροατών του, να γίνεται αφορμή για ένα “ωχ” όταν τον συναντήσεις. Το χειρότερο είναι ότι δεν έχει συνήθως επίγνωση ότι κουράζει.
Δεν έχει μέτρο, διότι νιώθει ότι αυτό που έχει να πει είναι σημαντικό, ότι αν δεν το πει θα “σκάσει”, ότι οι άλλοι οφείλουν να τον ακούσουν, αφού έτσι είναι ο κανόνας των ανθρώπινων σχέσεων, να σου δίδεται η ευκαιρία να μιλήσεις. Ότι δεν επιτρέπεται η λογοκρισία. Ότι “το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν” είναι γι’ αυτούς που δεν έχουν πολλά να πούνε.
Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση. Ο άνθρωπος χρειάζεται να σπουδάζει στην διάκριση. Συνήθως χάνει όποιος λέει πολλά. Κι αυτό διότι ο αμετροεπής δεν θα ελέγξει πάντοτε τα όσα θα πει, θα μιλήσει κάποτε με θυμό και θα κάνει τους άλλους να θυμώσουν. Ο αμετροεπής δεν μπορεί να νιώσει ότι στην υπέρβαση του χρόνου η κόπωση θα φθείρει την αγάπη. Και λέμε πολλά λόγια όταν προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας ή όταν είμαστε κενόδοξοι.
Η κενοδοξία είναι πάθος της ψυχής. Ο κενόδοξος καυχιέται για ό,τι νομίζει πως έχει, για να τον επαινέσουν οι άλλοι, για να γοητεύσει. Εξαπατά και εξαπατάται. Ζει ένα πνευματικό κενό, διότι δεν καταλαβαίνει πως ο έπαινος δεν του χρειάζεται για ό,τι δεν έχει, αλλά ίσως ούτε ακόμη και για ό,τι έχει. Πως σκοπός του είναι να αναπαύει την συνείδησή του και όχι να δοξάζεται. Και ο λόγος υπέρ του εαυτού τρέφει τον κενόδοξο αλλά δεν του εξασφαλίζει την αλήθεια.
Η σιωπή στην πνευματική ζωή είναι μεγάλη αρετή, όταν πηγάζει από μια ταπεινότητα. Όταν έχει να κάνει με αυτόν που γνωρίζει πόσα δεν γνωρίζει. Αυτόν που δεν βιάζεται να κατακρίνει, αλλά αφήνει τον χρόνο να φανερώσει την αλήθεια.
Αυτόν που βλέπει το δικό του κενό. Η πληθωρική προσωπικότητα δεν επαναπαύεται στην ρητορική δύναμη της ποσότητας των λόγων αλλά στην ποιοτική της ειλικρίνειας και της επίγνωσης του “πότε και αν” κάποιος πρέπει να μιλήσει. Κι εδώ έρχεται η φώτιση του Θεού που ενισχύει όποιον επιλέγει την σιωπή ως λόγο.
Στην ανατροφή των παιδιών μας, στις σχέσεις μας με τον άνθρωπό μας ας μάθουμε να μιλάμε όσο χρειάζεται, να εκφράζουμε αυτό που ζούμε και πιστεύουμε, να έχουμε γνώμονα το ουσιαστικό και το καινούργιο, να μοιραζόμαστε τον καημό μας, κυρίως όμως να σιωπούμε για όσα δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Όχι στην εικονοποίηση των πάντων, όχι και στην ατέρμονη φλυαρία! Όπλο μας ας είναι η προσευχή, ως λόγος προς τον Θεό της αγάπης!
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 16 Δεκεμβρίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου