Γράφει ο Αρχιμ. Δημήτριος Πολιτάκης Ιεροκήρυκας Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
Κυριακή ΙΖ Ματθαίου
(Ματθ. ιε΄, 21-28)
Το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα αναφέρεται σε μία απελπισμένη, απογοητευμένη και πονεμένη μάνα, τη Χαναναία, που έβλεπε τη θυγατέρα της να υποφέρει καθημερινά και να βασανίζεται φρικτά από τον διάβολο.
Η Χαναναία εθεωρείτο αλλόθρησκη και αλλοεθνής από τους Ισραηλίτες και κατ’ αυτούς εκπροσωπούσε την αμαρτία, γι αυτό την περιφρονούσαν και τη χλεύαζαν.
Από το
Ευαγγελικό κείμενο διαπιστώνουμε ότι και οι Μαθητές Του προβληματίζονται
και παρακαλούν τον Διδάσκαλο να την προστάξει να σταματήσει να φωνάζει
και να τους ακολουθεί.
«Ο
δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον» και ... απτόητη η πονεμένη μάνα συνεχίζει να
κραυγάζει προς Αυτόν: «ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου
κακῶς δαιμονίζεται».
Ο Χριστός ως Παντογνώστης γνωρίζει τα κρύφια της καρδίας και την πίστη της Χαναναίας.
Δεν την κατακρίνει που δεν ακολουθεί τις παραδόσεις των Ιουδαίων, άλλωστε τα κριτήριά Του δεν είναι εθνικά, φυλετικά ή θρησκευτικά.
Αυτό που επιθυμεί είναι να προβάλει τη βαθιά και ειλικρινή πίστη της γυναίκας σε όλους όσοι είναι εκεί παρόντες στο γεγονός.
Ας σταθούμε λίγο στο περιστατικό. Ο Κύριος είχε βγει από την Ιουδαία και πήγαινε στη Σιδώνα, στο σημερινό Λίβανο.
Εκεί ήταν η χώρα των Χαναανιτών, έθνους που ζούσε στην περιοχή πριν ακόμη έλθουν οι Ισραηλίτες με τον Μωυσή από την Αίγυπτο.
Ήταν άνθρωποι που πίστευαν στα είδωλα και οι γυναίκες ασκούσαν τη μαγεία.
Ο Ιησούς πήγε στα μέρη της, αλλά έπρεπε εκείνη, η Χαναναία να τον θελήσει, να τον αναζητήσει, να τον φωνάξει από τα βάθη της ψυχής της.
Η Χαναναία καταλαβαίνει την ύπαρξή του κοντά της γι αυτό αρχίζει να τον φωνάζει. Δε φωνάζει κάποιο γητευτή, κάποιο μάγο θαυματοποιό.
Τον επικαλείται με τη συγκεκριμένη ιδιότητά του, τρόπον τινά με το όνομά του: «υιός Δαυίδ», ο Κύριος.
Και όσο τον επικαλείται τόσο τον πλησιάζει, όσο τον ζητά τόσο τον βρίσκει.
Ο Κύριος στην αρχή δεν της μιλά, οδηγώντας σε σκληρή δοκιμασία την αντοχή της πίστης της.
Την αφήνει να τον ακολουθεί χωρίς καμία απόκριση, κι έπειτα της μιλά προσβάλλοντάς την «Δεν είναι σωστό να παίρνεις το ψωμί των παιδιών σου και να το πετάς στα σκυλιά».
Παρομοιάζει έτσι την ευλογία του Θεού με την πιο βασική ανάγκη του ανθρώπου, το ψωμί.
Δεν πρόκειται, βέβαια, εδώ για φυλετική διάκριση, αλλά για προσβολή και απόρριψη της ειδωλολατρείας και της μαγείας.
Βλέπουμε πως η πίστη της Χαναναίας δεν κλονίζεται καθόλου από την προσβολή, αλλά ζητά έλεος, ζητά τη θαυματουργική παρέμβασή Του.
Οι φωνές της Χαναναίας είναι προσευχές προς τον Κύριο. Τρέχει πίσω του και στρέφει τη ζωής της προς το λόγο Του.
Η ταπείνωσή της, η παραδοχή της ότι ναι, είναι ένα ανάξιο σκυλί που ζητά μόνο λίγα ψίχουλα ευλογίας, αυτά που περισσεύουν από το τραπέζι των πιστών, είναι μετάνοια κι εξομολόγηση.
Η τελική απάντηση του Κυρίου, είναι το άνοιγμα της αγκαλιάς Του, η συγκατάθεση του Θεού στην αταλάντευτη πίστη του ανθρώπου.
Η βαθιά πίστη αυτής της μητέρας αποκαλύπτεται ενώπιον Του και το θαύμα επιτυγχάνεται εξαιτίας αυτής της δυνατής πίστεως.
Η Χαναναία δεν διεκδικεί, δεν κομπάζει, παραμένει ταπεινή και ουσιαστικά ασήμαντη μπροστά στην Αγιότητα του Χριστού, με πίστη τόσο ισχυρή που ο ίδιος ο Κύριος ομολόγησε ότι δεν είχε βρει σε κάποιον άλλον: «τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις».
Η Χαναναία έβλεπε τον Ιησού ως Λυτρωτή και ως Σωτήρα, όχι απλά σαν κάποιο μεγάλο διδάσκαλο, γι αυτό παρακαλούσε Εκείνον να θεραπεύσει τη θυγατέρας της.
Η πίστη της γυναίκας, αυτής της απελπισμένης μάνας, έκανε τον Θεό να την ακούσει και να λυτρώσει το παιδί της.
Ο Κύριος διέγνωσε το βάθος και το μέγεθος της πίστεώς της και αναγνώρισε μία γυναίκα που δε συνδεόταν άμεσα με τη θρησκεία, όμως ήταν εκλεκτός άνθρωπος με σπάνια προσωπικότητα.
Αγαπητοί μου ...
Ο Ιησούς υπήρξε ο μόνος που διέβλεψε την εξαιρετική ποιότητα της ψυχής της Χαναναίας και έπραξε αναλόγως.
Εμείς, διαθέτουμε τα ανάλογα κριτήρια για να διαπιστώσουμε την εσωτερική ποιότητα των αδελφών μας;
Ας αναλογιστούμε ...
Πηγή: romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου