Επειδή ο Χριστός ομιλούσε καί καυτηρίαζε τούς Φαρισαίους καί απεκάλυπτε τήν πονηρία καί τήν υποκρισία τους, γι αυτό καί αυτοί εύρισκαν διάφορες αφορμές γιά νά Τόν κατηγορήσουν καί νά Τόν συκοφαντήσουν.
Έλεγαν, δηλαδή, ότι έχει δαιμόνιο καί ότι «εν τώ άρχοντι τών δαιμονίων» εκβάλλει τά δαιμόνια (Ματθ. θ΄, 34). Έλεγαν ακόμη ότι είναι πλάνος (πρβλ. Ματθ. κζ΄, 63 64, Ιω. ζ΄, 12) καί πλανά τούς ανθρώπους καί πολλά άλλα.
Μεταξύ τών άλλων συκοφαντιών πού απηύθυναν στόν Χριστό ήταν καί ένας λόγος πού καταγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ότι είναι «άνθρωπος φάγος καί οινοπότης, φίλος τελωνών καί αμαρτωλών» (Λουκ. ζ΄, 34). Αυτός ο άνθρωπος, έλεγαν, δέν είναι όπως τόν νομίζει ο λαός, αλλά είναι φάγος καί οινοπότης, τρώει καί πίνει καί είναι φίλος τών τελωνών καί τών αμαρτωλών.
Ο Χριστός πήγαινε στά σπίτια τών ανθρώπων πού τόν καλούσαν, αλλά δέν έτρωγε καί δέν έπινε, όπως τό κατηγορούν οι Φαρισαίοι. Άλλωστε, τό ξέρουμε από τήν συζήτηση πού έκανε μέ τήν Σαμαρείτιδα γυναίκα ότι, όταν τού είπαν οι Μαθητές «ραββί, φάγε», εκείνος είπε «εμόν βρώμά εστιν ίνα ποιώ τό θέλημα τού πέμψαντός με καί τελειώσω αυτού τό έργον» (Ιω. δ΄, 31-34).
Επομένως, δέν ίσχυε αυτό πού τόν κατηγορούσαν, αλλά επειδή οι Φαρισαίοι απομονώνονταν από τόν λαό, ο Χριστός πήγαινε μαζί μέ τόν λαό καί συμμετείχε σέ όλες τίς εκδηλώσεις τού λαού, όπως καί στόν γάμο τής Κανά, γι αυτό τόν κατηγορούσαν ότι είναι «φάγος καί οινοπότης».
Επίσης, έλεγαν ότι ο Χριστός «είναι φίλος τελωνών καί αμαρτωλών», πού ήταν μεγάλοι αμαρτωλοί τής εποχής εκείνης, ως φοροεισπράκτορες, καί αμαρτωλοί. Αλλά τελικά αυτή η συκοφαντία τήν οποία έλεγαν γιά τόν Χριστό, είναι τίτλος τιμής, ότι, δηλαδή, είναι φίλος τών τελωνών καί τών αμαρτωλών, ότι αγαπά τούς αμαρτωλούς, τούς τελώνες καί τίς πόρνες.
Στά ιερά Ευαγγέλια βλέπουμε, ότι ο Χριστός καταδικάζει τήν υποκρισία, καταδικάζει τούς ανθρώπους οι οποίοι παρουσιάζονταν ως ευσεβείς καί βεβαίως αγαπούσε πάρα πολύ τούς τελώνες. Είναι ο Ζακχαίος πού μετανόησε καί σέ όσους αδίκησε τούς τά επέστρεψε παρά πάνω. Είναι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ο οποίος ήταν τελώνης καί έγινε Μαθητής τού Χριστού. Καί είναι διάφορες άλλες αμαρτωλές γυναίκες στίς οποίες ο Χριστός έδειξε πολύ μεγάλη αγάπη καί άλλαξαν τρόπο ζωής.
Μάλιστα, ο Χριστός έλεγε στούς Φαρισαίους, ομιλώντας γιά διάφορα θέματα, ότι «οι τελώναι καί αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις τήν βασιλείαν τού Θεού» (Ματθ. κα΄, 31), δηλαδή οι τελώνες καί οι πόρνες πού εσείς κατηγορείτε, θά προηγηθούν από σάς στήν Βασιλεία τού Θεού.
Θά αναφερθούν δύο γεγονότα, πού φανερώνουν αυτήν τήν αλήθεια.
Τό πρώτο γεγονός έχει σχέση μέ τήν πόρνη γυναίκα, τής οποίας συγχώρεσε τίς αμαρτίες καί τό δεύτερο γεγονός αναφέρεται σέ μιά μοιχαλίδα γυναίκα, τήν οποία παρουσίασαν οι Φαρισαίοι, προκειμένου ο Χριστός νά δώση εντολή νά τήν λιθοβολήσουν, όπως προέβλεπε ο νόμος.
1. Ο Χριστός καί η πόρνη γυναίκα
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει τήν συνάντηση τού Χριστού μέ τήν πόρνη γυναίκα τής οποίας συγχώρησε τίς αμαρτίες (Λουκ. ζ΄, 36-50). Υπάρχουν τρείς περιπτώσεις στά Ευαγγέλια πού γυναίκες, κατά τήν διάρκεια τού δείπνου, πλησίασαν τόν Χριστό καί τού έριξαν μύρα στά πόδια Του καί έπειτα τά καθάρισαν μέ τά μαλλιά τής κεφαλής τους.
Η πρώτη περίπτωση αναφέρεται από τόν Ευαγγελιστή Ματθαίο καί τόν Ευαγγελιστή Μάρκο. Ο Χριστός λίγο πρίν τό Πάθος Του ήταν στό σπίτι τού Σίμωνος τού λεπρού, ο οποίος ίσως είχε θεραπευθή από τόν Χριστό, καί Τόν είχε προσκαλέσει στό τραπέζι. Εκεί πλησίασε μιά γυναίκα, η οποία άλειψε μέ μύρο τά πόδια τού Χριστού. Αυτή η γυναίκα δέν φαίνεται ότι ήταν αμαρτωλός, αλλά προσήλθε στόν Χριστό καί άλειψε τήν κεφαλή Του μέ μύρο.
Όταν οι άλλοι διαμαρτυρήθηκαν ότι τό χρηματικό ποσό πού χρειάστηκε γιά νά αγοραστή τό μύρο, θά μπορούσε νά δοθή στούς φτωχούς, τότε ο Χριστός τούς είπε ότι αυτή η γυναίκα έκανε μιά καλή πράξη, γιατί ήταν προετοιμασία γιά τήν ταφή Του. Άλλωστε, τούς πτωχούς θά τούς έχουν πάντοτε, Εκείνον, όμως, δέν θά τόν έχουν. Ήταν μιά μυροφόρα πρίν τίς μυροφόρες (Ματθ. κστ΄, 6-13). Αυτό τό περιστατικό δέν αναφέρεται σέ πόρνη γυναίκα.
Τό δεύτερο περιστατικό περιγράφεται από τόν Ευαγγελιστή Ιωάννη, όταν η Μαρία, η αδελφή τού Λαζάρου, άλειψε τά πόδια τού Χριστού μέ μύρο. Όταν ο Χριστός ανέστησε τόν Λάζαρο, γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, τού έκαναν ένα δείπνο καί ο Λάζαρος ήταν δίπλα στόν Χριστό καί η Μάρθα διακονούσε. Τότε η Μαρία η αδελφή τού Λαζάρου, πήρε τό πιό ακριβό άρωμα καί άλειψε από ευγνωμοσύνη τά πόδια τού Χριστού καί όλο τό σπίτι γέμισε από τήν ευωδία τού μύρου. Ο Ιούδας διαμαρτυρήθηκε γιά τήν σπατάλη, επειδή τά χρήματα θά μπορούσαν νά δοθούν στούς πτωχούς καί ο Χριστός απάντησε ότι αυτό τό έκανε γιά τήν ημέρα τό ενταφιασμού Του. (Ιω. ιβ΄, 1- 8). Καί εδώ δέν πρόκειται γιά αμαρτωλή γυναίκα.
Τό τρίτο περιστατικό μέ τήν αμαρτωλή γυναίκα τό περιγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στό Ευαγγέλιό του στό οποίο παρουσιάζεται η αγάπη τού Χριστού στούς αμαρτωλούς, στήν πόρνη γυναίκα, η αγάπη τού Χριστού στούς τελώνες, στούς αλλοεθνείς. Είναι ένα Ευαγγέλιο πού θά μπορούσαν νά τό διαβάσουν οι εθνικοί γιά νά δούν τήν μεγάλη αγάπη τού Χριστού πρός τούς αμαρτωλούς ανθρώπους.
Εδώ, λοιπόν, υπάρχει τό περιστατικό τό οποίο αναφέρεται στήν πόρνη γυναίκα καί συνέβη όχι πρίν τό Πάθος Του, όπως έγιναν τά άλλα δύο πού ανέφερα, δηλαδή τό μέν πρώτο στά Ιεροσόλυμα, τό δέ δεύτερο στήν Βηθανία, αλλά αυτό τό περιστατικό έγινε σχεδόν στήν αρχή τής δράσεώς Του στήν πόλη Καπερναούμ.
Κάποιος πού ήταν Φαρισαίος παρεκάλεσε τόν Χριστό νά πάη στό σπίτι του νά τού κάνη ένα δείπνο καί ο Χριστός ανταποκρίθηκε σέ αυτήν τήν πρόσκληση. Γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στό Ευαγγέλιό του:
«Κάποιος Φαρισαίος προσκάλεσε τόν Ιησού σέ γεύμα. Ο Ιησούς μπήκε στό σπίτι τού Φαρισαίου καί κάθισε στό τραπέζι. Στήν πόλη ήταν κάποια αμαρτωλή γυναίκα όταν άκουσε ότι ο Ιησούς γευματίζει στό σπίτι τού Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινο δοχείο μέ μύρο, στάθηκε πίσω κοντά στά πόδια του καί κλαίγοντας έβρεχε μέ τά δάκρυά της τά πόδια του καί τά σκούπιζε μέ τά μαλλιά της τά φιλούσε καί τά άλειφε μέ τό μύρο» (Λουκ. ζ΄, 36-38).
Είναι ένα πολύ ωραίο περιστατικό πού δίνει μιά εικόνα η οποία είναι πολύ εκφραστική. Λέγει ότι ο Χριστός «εισελθών εις τήν οικίαν τού Φαρισαίου ανεκλίθη». Τότε δέν είχαν τραπέζι καί καρέκλες, όπως έχουμε εμείς σήμερα, αλλά ως τραπέζι είχαν έναν σοφρά, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι. Έτσι ήταν καθήμενοι, λίγο γυριστοί πρός τά αριστερά γιά νά τρώνε μέ τό δεξιό χέρι. Καί καθώς κάθονταν μέ τόν τρόπο αυτό, τά πόδια τους εξείχαν λίγο πρός τά έξω. Οπότε αυτή η γυναίκα πήγε πίσω από τά πόδια τού Χριστού καί τά άλειψε μέ μύρο.
Είναι, δηλαδή, μιά κίνηση, χωρίς φωνή, δέν είπε τίποτα αυτή η γυναίκα, ήταν μιά κίνηση τού σώματος, μιά μή λεκτική πράξη καί μή λεκτική ενέργεια. Αυτή η γυναίκα έκανε τρείς πράξεις.
Πρώτα άρχισε νά κλαίη καί μέ τά δάκρυά της έπλυνε τά πόδια τού Χριστού. έν έχουμε απλώς ένα δάκρυ, δέν έχουμε μιά συγκίνηση, έχουμε πάρα πολλά δάκρυα τά οποία έπεφταν επάνω στά πόδια τού Χριστού. εύτερον, σφούγγισε τά πόδια τού Χριστού μέ τά μαλλιά της καί τά φιλούσε. Αυτό ήταν πάρα πολύ ταπεινωτικό γιά μιά γυναίκα. Τήν εποχή εκείνη τό νά παρουσιάζεται μιά γυναίκα νά έχη ξέπλεκα τά μαλλιά της καί μέ αυτά νά σκουπίζη τά πόδια ενός ανθρώπου, αυτό εθεωρείτο μιά πολύ ταπεινωτική πράξη. Έτσι, έβρεξε τά πόδια τού Χριστού μέ τά δάκρυά της, όχι μέ νερό, μετά τά καθάρισε μέ τά μαλλιά της καί τά φιλούσε. Γι αυτό καί ο Χριστός πιό κάτω, όταν διαμαρτυρήθηκαν οι Φαρισαίοι καί οι άλλοι συνδαιτυμόνες, είπε ότι αυτή η γυναίκα από τήν στιγμή πού μπήκε δέν σταμάτησε νά μού φιλάη τά πόδια. Έπλυνε, λοιπόν, τά πόδια μέ τά δάκρυά της, τά καθάρισε, τά φιλούσε, τά ασπαζόταν. Καί τρίτον έριξε τό μύρο στά πόδια καί γέμισε όλος ο οίκος από τήν ευωδία τού μύρου.
Τότε ο Φαρισαίος πού τόν κάλεσε στό τραπέζι είπε μέσα του ότι, άν ο άνθρωπος αυτός ήταν Προφήτης θά γνώριζε τί είδους γυναίκα είναι αυτή πού τόν αγγίζει καί δέν θά τό επέτρεπε. Ο Χριστός είδε αυτές τίς σκέψεις τού Φαρισαίου πού τίς έκανε μέσα του μυστικά καί τού είπε ότι αυτός όταν εισήλθε στό σπίτι, δέν τού έπλυνε τά πόδια -γιατί τότε βάδιζαν μέσα από τούς σκονισμένους δρόμους καί τό πρώτο πού έκαναν όταν εισέρχονταν στό σπιτι ήταν νά πλένουν τά πόδια τού επισκέπτου- ενώ η γυναίκα αυτή έπλυνε τά πόδια μέ τά δάκρυά της αυτός δέν τού έδωσε ένα φίλημα, ενώ η γυναίκα αυτή δέν σταμάτησε νά φιλά τά πόδια Του αυτός δέν άλειψε τό κεφάλι Του μέ λάδι, ενώ η γυναίκα αυτή άλειψε μέ μύρο τά πόδια Του. Γι αυτό καί συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες της. Καί τότε ο Χριστός είπε: «αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ ώ δέ ολίγον αφίεται, ολίγον αγαπά». Καί είπε στήν γυναίκα: «Αφέωνταί σου αι αμαρτίαι», δηλαδή συγχωρούνται όλες οι αμαρτίες σου.
Η γυναίκα αυτή δέν είπε τίποτα στόν Χριστό, δέν ζήτησε από τόν Χριστό άφεση αμαρτιών, αλλά μέ όλη τήν στάση της καί τήν όλη ενέργειά της αυτό έδειχνε, ότι ζητούσε συγγνώμη από τόν Χριστό γιά τίς πολλές της αμαρτίες. Άρα είχε μιά αγάπη πού εκφράστηκε μέ όλες αυτές τίς πράξεις καί τίς ενέργειες.
Καί όταν διερωτώντο οι συνδαιτυμόνες, γιά τό ποιός είναι Αυτός πού συγχωρεί ακόμη καί αμαρτίες, ο Χριστός γιά νά δείξη ότι είναι Θεός, είπε στήν γυναίκα: «Η πίστις σου σέσωκέ σε πορεύου εις ειρήνην», δηλαδή σέ έσωσε η πίστη σου, νά πορευθής μέ ειρήνη στήν καρδιά σου. Δηλαδή, μιά γνωστή πόρνη τής πόλεως Καπερναούμ πιστεύει ότι Αυτός είναι Θεός αληθινός καί εκφράζει τήν αγάπη της. Υπάρχει, λοιπόν, μιά πίστη καί μιά μεγάλη αγάπη, η οποία εκφράζεται μέ τόν τρόπο αυτόν, γι αυτό συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες της καί πορεύθηκε μέ ειρήνη στήν καρδιά της (Λουκ. ζ΄, 39-50).
Θά λέγαμε, τρόπον τινά, ότι αυτή η σκηνή θυμίζει λίγο τήν θεία Λειτουργία. Πηγαίνουμε νά συναντήσουμε τόν Χριστό, χύνουμε τά δάκρυά μας, προσφέρουμε τά δώρα μας, τά μύρα μας, εκφράζουμε τήν αγάπη μας στόν Χριστό καί τήν πίστη. Εκείνος συγχωρεί τίς αμαρτίες μας καί φεύγουμε από τόν Ναό έχοντας ειρήνη μέσα στήν καρδιά μας.
2. Ο Χριστός καί η μοιχαλίδα γυναίκα
Θά δούμε τό δεύτερο περιστατικό πού ο Χριστός συγχώρησε τήν μοιχαλίδα γυναίκα.
Είναι καταπληκτικό αυτό τό γεγονός καί έγινε, όταν ο Χριστός στήν αρχή τής δράσεώς Του είχε πάει στά Ιεροσόλυμα στήν εορτή τής Σκηνοπηγίας καί τό περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Ο Χριστός είχε μία σκληρή σύγκρουση μέ τούς Ιουδαίους. Τόν είχαν αποκαλέσει πλανεμένο, δαιμονισμένο, τόν μισούσαν καί ήθελαν νά Τόν συλλάβουν καί νά Τόν σκοτώσουν. Ήταν η εορτή τής Σκηνοπηγίας.
Τό βράδυ ο Χριστός έφυγε από τά Ιεροσόλυμα καί πήγε στό όρος τών Ελαιών. Τό πρωΐ επέστρεψε στά Ιεροσόλυμα. Τότε, λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ότι οι Γραμματείς καί οι Φαρισαίοι βρήκαν μιά μοιχαλίδα, η οποία δημοσίως είχε αμαρτήσει. Καί ο Μωσαϊκός Νόμος καθόριζε ότι η γυναίκα πού αμαρτάνει δημοσίως πρέπει νά λιθοβοληθή, νά τήν σκοτώνουν. Αυτό γράφεται στό Λευϊτικό (Λευτ. κ΄, 10) καί στό ευτερονόμιο (ευτ. κβ΄, 22). Καί επειδή τόν νόμο τόν έδωσε ο Θεός στόν Μωϋσή, καί εκείνος τόν κατέγραψε, κατ εντολήν τού Θεού, ήθελαν νά φέρουν τόν Χριστό σέ μιά αντιπαράθεση μέ τόν Μωσαϊκο Νόμο. Ήταν μέσα στά σχέδιά τους νά δημιουργήσουν πειρασμό καί νά προκαλέσουν τόν Χριστό.
Ποιό, όμως, ήταν τό πρόβλημα; Τό πρόβλημα ήταν ότι τήν έφεραν μπροστά στά πόδια τού Χριστού καί τού είπαν: «ιδάσκαλε, αυτήν τήν γυναίκα τήν έπιασαν επ αυτοφώρω νά διαπράττη μοιχεία. Ο Μωϋσής στόν νόμο μάς έχει δώσει εντολή νά λιθοβολούμε τέτοιου είδους γυναίκες εσύ τί γνώμη έχεις; Αυτό τό έλεγαν γιά νά τού στήσουν παγίδα» (Ιω. η΄, 4-6).
Σέ ποιό σημείο φαίνεται αυτή η παγίδα; Ο Χριστός παρουσιαζόταν από τόν κόσμο ότι είναι γεμάτος αγάπη καί στοργή καί φιλανθρωπία, καί γι αυτό ο κόσμος έλεγε ότι αυτός δείχνει αγάπη όχι σάν τούς Γραμματείς καί τούς Φαρισαίους πού είναι σκληροί. Γι αυτό οι Γραμματείς καί οι Φαρισαίοι οδήγησαν αυτήν τήν γυναίκα στόν Χριστό γιά νά τόν φέρουν σέ ένα δίλημμα. Εάν ο Χριστός έλεγε, βάσει τού νόμου, νά τήν λιθοβολήσουν, τότε θά έλεγαν στόν κόσμο ότι αυτός πού ομιλεί γιά τήν αγάπη μάς έδωσε εντολή νά τήν σκοτώσουμε, πού σημαίνει είναι υποκριτής. Εάν ο Χριστός έλεγε νά τήν αφήσουν ελεύθερη, τότε θά τόν παρουσίαζαν ότι είναι παραβάτης τού Νόμου τόν οποίο έδωσε ο Θεός, άρα δέν είναι Υιός τού Θεού. Πώς είναι δυνατόν νά είναι Υιός τού Θεού καί τόν Νόμο πού έδωσε ο Θεός στήν Παλαιά ιαθήκη Αυτός νά τόν παραβαίνη; Αυτή ήταν η παγίδα, αυτή ήταν η πρόκληση τήν οποία έκαναν στόν Χριστό.
Πώς ο Χριστός αντιμετώπισε αυτό τό θέμα; Έσκυψε κάτω καί άρχισε νά γράφη στό έδαφος. «Ο δέ Ιησούς κάτω κύψας τώ δακτύλω έγραφεν εις τήν γήν». Επειδή επέμεναν νά τόν ερωτούν ο Ιησούς σηκώθηκε καί είπε: «Ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον επ αυτήν» (Ιω. η΄, 6-7).
Οι ερμηνευτές προσπαθούν νά εντοπίσουν τήν αιτία τής πράξεως αυτής πού έκανε ο Χριστός. Μερικοί λένε ότι ενδεχομένως ήταν μιά στιγμή πού ήθελε νά τήν ξεπεράση μέ κάποια «αδιαφορία». Κάποιος άλλος ερμηνευτής λέγει ότι κάτω έγραφε τίς αμαρτίες πού έκαναν αυτοί πού κατηγορούσαν τήν γυναίκα, ώστε νά τίς βλέπουν καί νά αισθανθούν ενοχή. Άλλοι λένε ότι έγραφε τά ονόματα τών γυναικών μέ τίς οποίες είχαν αμαρτήσει καί αυτοί πού κατηγορούσαν τήν γυναίκα, άρα καί αυτοί είχαν πέσει στό ίδιο παράπτωμα. Άλλοι λένε ότι έγραφε αυτό τό οποίο είπε μετά στήν συνέχεια, τό: «Ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον επ αυτήν», δηλαδή αυτός ο οποίος είναι ο αναμάρτητος, ο οποίος δέν έχει κάνει τέτοιες αμαρτίες καί θεωρεί τόν εαυτό του εντελώς καθαρό, καί θέλει νά τηρήση τόν Μωσαϊκό Νόμο, άς πετάξει πρώτος τόν λίθο. Είναι σάν νά τούς έλεγε: «Αρχίστε νά τήν λιθοβολήτε, αλλά θά τήν λιθοβολήση πρώτος αυτός ο οποίος είναι αναμάρτητος καί δέν έχει διαπράξει αυτές τίς αμαρτίες». Αυτό σήμαινε ότι όλοι αυτοί ήταν ένοχοι καί έφεραν τήν γυναίκα αυτή γιά νά βάλουν παγίδα στόν Χριστό.
Μετά από αυτόν τόν λόγο έσκυψε πάλι κάτω καί συνέχισε νά γράφη. Μετά από λίγο σήκωσε τά βλέμματά του καί είχαν φύγει όλοι, αλλά έμεινε μόνο η γυναίκα. Είπε τότε στήν γυναίκα: «Γυναίκα, πού είναι οι κατήγοροί σου; Κανένας δέν σέ καταδίκασε;». Εκείνη απάντησε: «Κανένας, Κύριε». Καί τότε ο Χριστός τής είπε: «Ούτε εγώ σέ καταδικάζω, πήγαινε καί από εδώ καί πέρα μήν αμαρτάνης πιά» (Ιω. η΄, 8-11). έν τής είπε «αφέωνταί σου αι αμαρτίαι», όπως είπε στήν προηγούμενη γυναίκα πού είδαμε, αλλά «πορεύου καί από τού νύν μηκέτι αμάρτανε». Η προηγούμενη πόρνη μέ τήν όλη ενέργεια τήν οποία έκανε, μέ τήν πράξη τήν οποία έκανε, μέ τά μύρα μέ τά οποία άλειψε τά πόδια τού Χριστού, δέν έλεγε τίποτα μέ τό στόμα της, αλλά ολόκληρη μέ τό σώμα της έδειχνε αυτήν τήν μετάνοια. Εδώ, όμως, στήν μοιχαλίδα γυναίκα δέν τό λέγει αυτό, δέν τής είπε σέ συγχωρώ, αλλά «πορεύου καί από τού νύν μηκέτι αμάρτανε».
Αμέσως μετά -καί αυτό είναι τό σημαντικό- αφού έφυγε η γυναίκα, ο Χριστός άρχισε πάλι νά λέη εκείνον τόν περίφημο λόγο: «Εγώ ειμι τό φώς τού κόσμου ο ακολουθών εμοί ου μή περιπατήση εν τή σκοτία, αλλ έξει τό φώς τής ζωής» (Ιω, η΄, 12). Αυτός ο λόγος είναι σημαντικός, γιατί υπάρχει μιά συνάρτηση μεταξύ τών χωρίων αυτών, δηλαδή δέν μπορούμε νά διαβάζουμε τά κείμενα εντελώς ξεχωριστά τό ένα από τό άλλο, αλλά πρέπει νά βλέπουμε τό τί προηγήθηκε, τί ακολούθησε γιά νά καταλάβουμε τό νόημά τους.
Εδώ, λοιπόν, αφού έγινε αυτό τό περιστατικό μέ τήν μοιχαλίδα γυναίκα, ο Χριστός άρχισε νά διακηρύττη ότι Αυτός είναι τό Φώς τού κόσμου καί εκείνος πού τόν ακολουθεί δέν θά περπατά στό σκοτάδι, αλλά θά έχη τό φώς τής ζωής. Ο Χριστός θέλει νά πή ότι Αυτός ως φώς τού κόσμου βλέπει τά πάντα καί καθορίζει τά πάντα καί βλέπει στίς καρδιές τών ανθρώπων, βλέπει τήν υποκρισία τών Γραμματέων καί τών Φαρισαίων, βλέπει τί έχουν μέσα στήν καρδιά τους. Εκείνοι, λοιπόν, πού Τόν ακολουθούν δέν θά περπατούν στό σκοτάδι.
Σκοτάδι είναι καί οι ψυχές τών Γραμματέων καί τών Φαρισαίων, σκοτάδι είναι καί η καρδιά αυτής τής γυναίκας, η οποία έπεσε σέ αυτό τό παράπτωμα, αλλά εκείνος ο οποίος θά ακολουθή τόν Χριστό δέν πρόκειται ποτέ νά περπατά στό σκοτάδι, αλλά θά έχη τό φώς τής ζωής, θά έχη σέ όλη τήν ζωή του τό φώς, θά ζή μέσα στό φώς καί δέν θά διαπράττη τέτοια παραπτώματα, τέτοια αμαρτήματα, δέν θά πέφτη ακόμη καί στήν πνευματική μοιχεία, πού είναι η απομάκρυνση από τόν Χριστό πού είναι τό Φώς.
Η μοιχεία δέν είναι μόνο ένα σαρκικό αμάρτημα, αλλά στήν Αγία Γραφή η μοιχεία είναι καί πνευματικό αμάρτημα, είναι η απομάκρυνση τού ανθρώπου από τόν Θεό. Όταν ο ισραηλιτικός λαός έφευγε από τήν ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό καί λάτρευε τά είδωλα, διέπραττε πνευματική μοιχεία. Καί εμείς πού βαπτισθήκαμε καί πιστεύουμε στόν αληθινό Θεό, όταν διαπράττουμε κάποια αμαρτία ή όταν απομακρυνόμαστε από τήν Εκκλησία, τότε απομακρυνόμαστε από τόν Θεό καί διαπράττουμε μιά πνευματική μοιχεία. Υπάρχει καί σαρκική αμαρτία, αλλά υπάρχει καί πνευματική μοιχεία, όταν διασπάται η σχέση καί η κοινωνία μας μέ τόν Θεό.
Από τά προηγούμενα μπορούμε νά καταλήξουμε σέ δύο συμπεράσματα.
Τό πρώτο συμπέρασμα είναι ότι ο Χριστός καταδικάζει τήν υποκρισία, όπου κι άν τήν συναντήση. Στήν πρώτη περίπτωση ήταν οι Φαρισαίοι καί οι συνδαιτυμόνες πού κάλεσαν τόν Χριστό στό σπίτι γιά φαγητό καί μιλούσαν περιφρονητικά γιά τήν πόρνη γυναίκα πού έδειξε τήν αγάπη της στόν Χριστό. Καί στό δεύτερο περιστατικό καταδικάζει τούς Γραμματείς καί τούς Φαρισαίους, οι οποίοι έφεραν στόν Χριστό μιά γυναίκα πού έπεσε στήν μοιχεία γιά νά τήν καταδικάση, ενώ οι ίδιοι ήταν ένοχοι σέ άλλα παραπτώματα. Ο Χριστός καταδικάζει τήν υποκρισία καί μάλιστα τήν υποκρισία αυτών οι οποίοι παρουσιάζονται ότι είναι οι άρχοντες τού λαού.
Τό δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι οι άνθρωποι περιπίπτουν σέ ψυχικά καί σωματικά αμαρτήματα. Η υπερηφάνεια καί η υποκρισία είναι ψυχικά αμαρτήματα καί η πορνεία καί η μοιχεία είναι σωματικά αμαρτήματα πού γίνονται μέ τήν συγκατάθεση τής ψυχής.
Συνήθως όσοι πέφτουν σέ ψυχικά αμαρτήματα είναι υποκριτές. Αντίθετα, όσοι πέφτουν σέ σαρκικά αμαρτήματα καί έχουν μιά εσωτερική ευαισθησία, συνήθως είναι άνθρωποι πονεμένοι, βασανισμένοι, άνθρωποι πού έχουν δοκιμάσει μιά κακή αγάπη, βλέπουν μιά διεστραμμένη κατάσταση καί μιά βιαιότητα πού γίνεται επάνω τους από εμπαθείς ανθρώπους.
Επομένως, αυτοί είναι πονεμένοι άνθρωποι καί αισθάνονται έναν βιασμό επάνω στήν ύπαρξή τους, καταστρέφονται τά πάντα καί τό σώμα τους καί η ψυχή τους καί οι σκέψεις τους καί τό όραμα γιά τήν ζωή κλπ. Είναι άνθρωποι τραυματισμένοι. Καί επειδή είναι στραπατσαρισμένοι, άς μού επιτρέψετε αυτήν τήν έκφραση, γι αυτό αυτοί οι άνθρωποι, όταν βλέπουν κάποιον νά τούς δείχνη μιά αγάπη άλλης φύσεως, όπως ο Χριστός έδειχνε μία αγάπη μέ διαφορετικό τρόπο, πού προερχόταν από τήν καθαρότητά Του, από τό Φώς Του, τότε αυτοί οι άνθρωποι συγκινούνται πάρα πολύ, ξεχωρίζουν αυτόν ο οποίος τούς αγαπά πραγματικά καί προσφέρονται ολοκληρωτικά σέ Αυτόν.
Αυτός είναι ο Χριστός. Αυτή είναι καί η Εκκλησία. Αυτήν τήν αγάπη βρίσκουμε μέσα στήν Εκκλησία. Έχοντας αίσθηση τής αμαρτωλότητάς μας, θά αισθανθούμε καθαρά αυτήν τήν πραγματική αγάπη πού μάς δίνει ο Χριστός καί η Εκκλησία. Αυτά είναι τά ουσιώδη τής ζωής μας. Πρέπει νά αποβάλουμε τήν υποκρισία καί νά βλέπουμε τήν αλήθεια, τό Φώς, πού είναι ο Χριστός.
Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου