… Κοιτάζω αντίκρυ μου και χαίρουμαι, ενώ ακούγω τη θάλασσα ν’ αλαφροκυματίζει και τα κυματάκια να μουρμουρίζουνε στα φύκια της ακρογιαλιάς. Αντίκρυ βλέπω δυο νησιά, το 'να πισ' απ' τ' άλλο.
Το πιο
κοντινό φαίνεται καθαρώτατα, μ’ όλα τα καθέκαστα. Το άλλο που κρύβεται
από πίσω του, γαλανιάζει, έχει ένα δροσερό χρώμα, το χρώμα του νερού.
Δυο
- τρία πανάκια, βολτατζάρουνε στο πέλαγο. Το ένα είναι μεγάλο, ένα
τρεχαντήρι μ’ ένα λατίνι. Το καθένα τραβά το μάτι μου. Το κοιτάζω ως που
κουράζομαι. Μικραίνει, μικραίνει, ως που σβήνει μέσα στην άχνα του
πελάγου και χάνεται μέσα στη θολούρα.
Μια ψυχή είναι αυτό το πανί που έσβησε, ένας άνθρωπος. Άραγε ποιο είναι; Έχε γεια, αδελφέ μου, που δεν ξέρω ποιος είσαι, κι ούτε κ’ εσύ θα μάθεις ποτές πως σε κοίταξε κάποιος από μακρυά, με τόση αγάπη, από μιαν έρημη ακρογιαλιά, δίχως να φαίνεται καθόλου.
Κάθουμαι και κοιτάζω έτσι ώρες πολλές. Ησυχία είναι μέσα μου, κι απ' έξω η πλάση είναι ειρηνεμένη και βλογημένη. Η βουή του κόσμου σαν να 'ναι ψέμμα, ένας βραχνάς που έσβησε και χάθηκε. Δεν έχω έγνοιες, μηδέ φιλοδοξίες. Ο πελαγίσιος αγέρας σκόρπισε το σμάρι τις σφήκες που ζαλίσανε το κεφάλι μου.
Εδώ σε μια ώρα μέσα, ζης όσο δε ζη αληθινά ούτε μέσα σ’ ένα χρόνο ο αεικίνητος άνθρωπος της μηχανής και του παρά. Τι λέγω; Κ' εκατό, και διακόσια χρόνια να ζήσει ένας τέτοιος σε τούτον τον κόσμο, δεν θα καταλάβει ό,τι νοιώθει σε μια ώρα ο από μέσα άνθρωπος από το βαθύ μυστήριο του κόσμου! Δυστυχισμένοι!
Εσείς που έχετε την ιδέα πως
είσαστε ζωντανοί, γιατί στριφογυρίζετε μέρα-νύχτα, σαν τις μηχανές που
προσκυνάτε! Όσο ζωντανές είναι αυτές οι μηχανές άλλο τόσο ζωντανοί
είσαστε και σεις. …
Φώτης Κόντογλου «Ευλογημένο Καταφύγιο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου