Ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὸ πανηγύρι τῆς Μονῆς Ἰβήρων.Ἀναχώρηση τὸ πρωὶ γύρω στὶς 11. Σὲ λίγη ὥρα κάνουμε μιὰ στάση.Στὸ βάθος, μπροστά μας, ὁ Ἄθωνας.Ἐπιβλητικός, σὰν καλὸς πατέρας ἀγκαλιάζει τὰ εἴκοσιμοναστήρια του, τὶς δώδεκα σκῆτες, τὰ πάμπολλα κελλιά,τοὺς χίλιους διακόσιους μοναχούς του.
Στὸν κόλπο του φωλιάζει μιὰ χιλιόχρονη παράδοση,ἀναπαύεται μιὰ στρατιὰ ἁγίων, διασώζεται ἕνα πλῆθος ἱερῶν λειψάνων, διαφυλάσσεται μιὰ μοναδικὴ συλλογήσπανίων κειμηλίων καὶ βρίσκει ἀσφαλὲς καταφύγιο ὁ κάθε ἀναστεναγμὸς καὶ πόθος τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεό.
Ἐδῶ ιδρώνουν, δακρύζουν, ματώνουν οἱ ἀσκητές, ἀλλὰ ξεκουράζεται ὁ Θεός.Κάπου ἐδῶ βρίσκομαι κι ἐγώ. Κάνω τὴν περιήγησή μου. Ἱκανοποιοῦ τὴν περιέργειά μου.Ὅλα αὐτὰ τὰ σκέπτομαι τόσο, ποὺ πάει νὰ σπάσει τὸ κεφάλι μου.Τὰ αἰσθάνομαι τόσο, ποὺ λυγίζει ἡ καρδιά μου.Βαθειὰ μὲ συγκινοῦν. Ἀλλά – τί παράδοξο!δὲν ἀγγίζουν τὴν βούλησή μου, δὲν τὴν ἀκουμποῦν.
Πολὺ εὔκολα γλιστρῶ στὴν λήθη τους.Πῶς γίνεται αὐτό, δὲν καταλαβαίνω.Σὰν αὐτὰ νὰ μὲ πλησιάζουν κι ἐγὼ νὰ ἀπομακρύνομαι.Ἀνεξήγητο μυστήριο ὁ ἄνθρωπος!
Φθάνουμε στὴν Μονὴ Ἰβήρων.Μᾶς βάζουν σ᾿ ἕναν θάλαμο δώδεκα ἀτόμων.Ηρθαμε νωρὶς καὶ προλάβαμε· ἔχουμε τὴν γωνιά μας.Ἕνα πλῆθος ἐπισκεπτῶν ἄρχισε νὰ καταφθάνει μὲ καραβάκια, βάρκες, ζῶα, τὸ λεωφορεῖο τῶν Καρυῶν καὶ πεζῆ.
Ἀπὸ ποῦ βρέθηκε αὐτὸς ὁ κόσμος ξαφνικά;Μπορεῖ νὰ ἔφθασαν καὶ τοὺς πεντακόσιους. Ανάμεσά τους πολλοὶ ἄρρωστοι.Οἱ ἑκατὸ καὶ πλέον θὰ ἦταν καλόγεροι.Ὅλοι γιὰ νὰ προσκυνήσουν την «Πορταΐτισσα».
Ἄρχισε ἡ ἀγρυπνία στὶς 9 τὸ βράδυ.Προεξάρχων ὁ Παροναξίας Επιφάνιος.Ἐντυπωσιακὸ θέαμα.Παράξενες λειτουργικὲς συνήθειες.Κούνημα πολυελαίων,΄ κανονάρχημα κ.τ.λ.
Τὸ Εὐαγγέλιο, ἕνα τεράστιο σὲ μέγεθος ζύγιζε, λέει, τριάνταἕνα κιλά- τὸ σήκωναν δύο διάκοι.
Ψάλτες οἱ Δανιηλαῖοι καὶ οἱ Θωμάδες.Πραγματικὴ πανδαισία.
Κάτι ἀεικίνητα γεροντάκια διακονοῦσαν πέρα δῶθε σὰν μικρὰ παλληκαράκια μὲ σοβαρότητα πηγαία καὶ χαρὰ ἀνυπόκριτη.Ἡ Θεία Λειτουργία μεγαλεῖο.Ἐντύπωση μοῦ ἔκανε ποὺ ἔντυσαν τὸν δεσπότη μὲ τὰἄμφιά του στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ.
Ἀπαράμιλλη βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια!
Τί νὰ πῶ καὶ γιὰ τὰ κόλλυβα!Ὅλη τὴν νύχτα καλλιτέχνες ἁγιογράφοι μοναχοὶ ζωγράφιζαν μὲ χρωματισμένη ζάχαρη τὴν παράσταση τῆς Θεοτόκου πάνω ἀπὸ τὰ πιὸ εὔγευστα κόλλυβα ποὺ ποτὲ εἶχα φάει.Τελικὸ ἀποτέλεσμα ἀριστουργηματικό.
Δὲν εἶχα ξαναδεῖ τέτοιο πράγμα.
Ἀπορῶ πῶς μπόρεσε ὁ δεσπότης, μὲ μιὰ κίνηση τοῦ κουταλιοῦ, στὸ τέλος τῆς τραπέζης, νὰ καταστρέψει τὸ ἀνεπανάληπτο ἐπίτευγμα τόσου ὁλονύκτιου κόπου!
Τελειώσαμε γύρω στὶς 12 καὶ πρὶν ποῦμε τό «δι᾿ εὐχῶν»,κατευθυνθήκαμε στὴν τράπεζα γιὰ φαγητό.Ροφὸς σούπα, σαλιγκάρια, ντοματοσαλάτα, σταφύλι, γλυκό.
Ἐγὼ καρφωμένος στοὺς μοναχούς.Τὰ μάτια μου καταβρόχθιζαν πιὸ λαίμαργα τὶςπαραστάσεις ἀπ᾽ ὅ,τι τὸ στόμα μου τὰ φαγητά.
Ἕνας ἡγούμενος –προηγούμενος τῆς Λαύρας-τὸ τιμώμενο πρόσωπο μετὰ τὸν δεσπότη,καθὼς εἰσήρχετο στὴν τράπεζα, πρόσεξα ὅτι εἶχε δύο τεράστιες τρύπες στὶς φτέρνες τῶν καλτσῶν του, λίγο μικρότερες σὲ μέγεθος ἀπὸ τοὺς πάμπολλους λεκέδες ποὺ σὰν παράσημα στόλιζαν τὸ ράσο του.
Σίγουρα τὸ μόνο ποὺ δὲν ἀπασχόλησε τὴν σκέψη του.Ἕνας ἄλλος ἡγούμενος, Μικρασιάτης τὴν καταγωγή,βούτηξε τὸ πιάτο, τὸ ᾽φερε στὸ στόμα καὶ ρουφοῦσε τὴν σούπαδίπλα στὸν δεσπότη, στὸν πολιτικὸ διοικητὴ καὶ στοὺς ἐπισήμους, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὰ παιδιὰ τῶν καθὼς πρέπει οἰκογενειῶν τὸ κάνουν γιὰ νὰ προκαλέσουν τὶς μανάδες τους.
Αὐτοὶ ὅμως κανέναν δὲν ἐνοχλοῦσαν καὶ πολὺ περισσότερο καθόλου δὲν ἐνοχλοῦντο.
Ποτὲ δὲν τὰ 'χα κάνει αὐτά!Ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τὰ κάνω.
Οὔτε τρύπιες κάλτσες νὰ φορέσω, οὔτε δημόσια νὰ ρουφῶ τὴν σούπα μὲ τὸ πιάτο.Ζήλεψα ὅμως ἀφάνταστα.Ἁπλοὶ ἄνθρωποι. Αμέριμνοι. Ανεπιτήδευτοι.Δίχως τὶς ἀνούσιες τριβὲς τῆς κοσμικῆς συμβατικότητος. Μακάριοι.Ἐλεύθεροι.Θεὸς σχωρέσ’ τους.
Μοῦ ἔδωσαν νὰ καταλάβω, στὴν ἀκμὴ τῆς νεανικῆς μου ἀμφισβητήσεως, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ εἶναικαθὼς πρέπει, ἀλλὰ νὰ συμπεριφέρεται καθὼς εἶναι.
Κι ὅλη αὐτὴ ἡ ἀναρχικότητα στὸ Ἅγιον Ὄρος.Τί φοβερὸς τόπος!
Αὐτὰ ποὺ τὰ περισσότερα παιδιὰ δὲν μποροῦν νὰ κάνουνστὴν ἐφηβική τους ἀντίδραση τὰ κάνουν ἐδῶ οἱ ἡγούμενοιτὴν ἡμέρα τῆς πανήγυρης.Στὸ τέλος γνώρισα τοὺς Δανιηλαίους (τὸν π. Δανιήλ, τὸνπ. Γρηγόριο καὶ τὸν π. Στέφανο). Ἄνθρωποι ζεστοί, ἐγκάρδιοι,φιλόξενοι. Βλέμμα καθαρό, παρουσιαστικὸ διαφανές.
Μᾶς μιλοῦσαν σὰν νὰ μᾶς γνώριζαν ἀπὸ χρόνια.Μᾶς προσκαλοῦν νὰ πᾶμε στὸ κελλί τους στὰ Κατουνάκια.Εἶχα ἀκούσει γι' αὐτ τούς.Ξετρελλάθηκα μὲ τὴν ἰδέα.
Αὐτοὶ μὲ τὸ jeep τῆς πολιτικῆς διοικήσεως κι ἐμεῖς μὲ τῆς ἀστυνομίας πηγαίνουμε στὴν Δάφνη, τὴν Κυριακὴ 16 Αὐγούστου 1971, μὲ τὸ παλαιὸ πάντοτε ἡμερολόγιο.
του Μητροπολιτου Μεσογαιας και Λαυρεωτικης ΝΙκολαου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου