«Γι’ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος· Φύγετε μακριὰ ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ξεχωρίστε. Μὴν ἀγγίζετε ἀκάθαρτο πράγμα, κι ἐγὼ θὰ σᾶς δεχτῶ. Θὰ εἶμαι γιὰ σᾶς ὁ Πατέρας, κι ἐσεῖς θὰ εἶστε γιοὶ καὶ θυγατέρες μου».
Η σχέση των χριστιανών με τον κόσμο είναι ένα σημείο στο οποίο, από την αρχή της παρουσίας της Εκκλησίας στον κόσμο, οι πιστοί είχαν και έχουν βαθύ προβληματισμό. Είμαστε ξεχωριστοί από το κοσμικό πνεύμα; Η απάντηση μοιάζει αυτονόητα καταφατική. Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται μία έξοδος. Πόσο είναι εφικτή όμως αυτή, εφόσον ζούμε μέσα στον κόσμο;
Είναι δυνατόν ο χριστιανός να εξέλθει από τον κόσμο της καθημερινότητας, τον πλαίσιο που ο πολιτισμός ορίζει, τις επιδράσεις που όλοι υφιστάμεθα; Μήπως η προτροπή για έξοδο μοιάζει λόγος κενός, καθώς κληθήκαμε να ζούμε εν χρόνω, τον οποίο εμείς δεν ορίζουμε, και εν κόσμω, τον οποίο εμείς δεν επιλέξαμε;
Αυτή η έξοδος δεν είναι άρνηση του κόσμου. Δεν είναι ακόμη αναγκαίο να αποτελεί προτροπή προς την ένδυση του μοναχικού σχήματος, το οποίο δεν είναι για όλους. Η έξοδος όμως αυτή έχει να κάνει με το αξιακό πλαίσιο, το οποίο δίδει στους χριστιανούς την ταυτότητα του να είναι «τέκνα Θεού, υιοί και θυγατέρες» Του.
Αυτή η ταυτότητα είναι το πολυτιμότερο που έχουμε λάβει. Κα είναι κάτι που δεν συνειδητοποιούμε εύκολα ότι χρειάζεται, για να επικυρώνεται συνεχώς, επειδή είμαστε ελεύθεροι, την έξοδό μας από την εξάρτηση από το κοσμικό πλαίσιο.
Ποιες είναι οι αξίες αυτού του πλαισίου; Άλλοτε «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο», άλλοτε, ιδίως στους καιρούς μας, «ο άνθρωπος για τον εαυτό του». Η ευτυχία νοείται με την υιοθέτηση των κοινωνικών κανόνων, με την ικανοποίηση των επιθυμιών, με την αποδοχή από τους άλλους, με μία εξουσιαστική διάθεση που μας κάνει να κυριαρχούμε σ’ αυτούς που συναναστρεφόμαστε.
Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν προχωρήσει και προς μιαν άλλη κατεύθυνση. Νόημα έχει η ζωή όταν μπορούμε να ευχαριστιόμαστε, χωρίς να επιδιώκουμε την διάρκεια μιας σχέσης με τον άλλον ως σταυρό, ως κόπο, ως αφοσίωση. Οι άλλοι για μας, όπως κι εμείς γι’ αυτούς, γίνονται αντικείμενα χρήσης. Είναι αρκετό να υπάρχουν, για να περνάμε καλά. Να γιατρεύουμε, έστω και για λίγο, την ανία μας.
Και όταν βαρεθούμε ή δούμε πως δεν αντέχουμε, προχωρούμε αφήνοντας πίσω συναισθήματα, σώματα, ψυχές. Είναι όπως η εκζήτηση της ηδονής μέσα από την τροφή ή μέσα από τα αντικείμενα που κατέχουμε. Όλα τα βλέπουμε στην προοπτική μιας καινούργιας εμπειρίας. Να δοκιμάσουμε, να πετάξουμε, να αλλάξουμε. Αυτός ο τρόπος όμως είναι ο τρόπος του «ακαθάρτου», διότι δεν έχει μέσα του αγάπη.
Από αυτό το αξιακό πλαίσιο η χριστιανική παράδοση ζητά να εξέλθουμε. Να εμπιστευθούμε την ζωή μας στον Χριστό και να αγαπήσουμε Θεό και άνθρωπο. Να ενταχθούμε στην Εκκλησία, διότι σ’ αυτήν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη, καθότι ενυπάρχουν εντός της το Άγιο Πνεύμα και η αγιότητα. Να πάψουμε να στηρίζουμε την ζωή μας στο «ακάθαρτο» της αμαρτίας και να βάλουμε, όσο μπορούμε, όρια στον εαυτό μας.
Αυτά ξεκινούν από το μέτρο, την ταπείνωση, την εγκράτεια, την άσκηση και κατευθύνονται στην συγχώρηση, στο μοίρασμα, στην έγνοια για τον άλλον, όποιος κι αν είναι αυτός. Κυρίως όμως, στην εμπιστοσύνη στον Θεό, στην πρόνοια και το θέλημά Του για μας. Στην μνήμη και στην βίωση ότι τελικά είναι ο Πατέρας μας κι εμείς τα παιδιά Του.
Αυτή είναι η οδός της Εκκλησίας. Αυτή είναι η αληθινή μας ταυτότητα, την οποία καλούμαστε να μοιραστούμε με τους συνανθρώπους μας. Διότι δεν υπάρχουμε μόνο για μας, αλλά και για τους άλλους. Αυτό αποτυπώνεται στην θεία λειτουργία, στην χαρά της κοινότητας, στην υπομονή κατά τις επιθέσεις του κοσμικού πνεύματος, στην αντίσταση στον θάνατο που το πρόσκαιρο προκαλεί. Και δεν είμαστε μόνοι μας, διότι ο Χριστός πάντοτε μας βλέπει, μας σπλαχνίζεται και μας ανασταίνει!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου