Ἡ Ὅσια Ἀναστασία ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη. Ὅταν πέθαναν οἱ πλούσιοι γονεῖς της, διαμοίρασε τὴν περιουσία ποὺ κληρονόμησε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι.
Ὅταν τὴν συνέλαβε ὁ ἡγεμόνας Πρόβος, ὑπενθύμισε στὴν Ἀναστασία τὴν ἀνθηρὴ νεότητά της, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό.
Τότε, δυναμικὴ ὑπῆρξε ἡ ἀπάντηση τῆς Ἀναστασίας: «Ἐγώ, εἶπε, μία ὡραιότητα καὶ νεότητα γνωρίζω, ἐκείνη ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς στὶς πιστὲς καὶ γενναῖες ψυχές, ποὺ προτιμοῦν γι’ Αὐτὸν τὸν θάνατο ἀντὶ ἄλλων ἐγκόσμιων ἀγαθῶν, ὅταν αὐτὰ προτείνονται γιὰ τὴν προδοσία τοῦ Θεοῦ τους. Πλούτη εἶχα ἄφθονα. Δὲν τὰ θέλησα. Ἀλλὰ τὸν Χριστό μου τὸν θέλω καὶ ἀπ’ Αὐτὸν καμία δύναμη δὲν θὰ μπορέσει νὰ μὲ χωρίσει. Ἂν ἀμφιβάλλεις, δοκίμασε».
Ἐξαγριωμένος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ὁ Πρόβος, τὴν μαστίγωσε στὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἅπλωσε σὲ ἀναμμένα κάρβουνα.
Ἔπειτα, τὴν κρέμασε καὶ τῆς ἔσκισε τὸ σῶμα. Μετὰ
ἔκοψε τοὺς μαστούς της, ξερίζωσε τὰ νύχια της καὶ τελικὰ τὴν
ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι, ἡ Ἀναστασία πῆρε τὸν ἁμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσει
ἐκλάμψασα, ὥσπερ παρθένος σεμνή, ἀθλήσεως αἵμασι, τὴν τῆς ἁγνείας
στολήν, ἐνθέως ἐφοίνιξας· ὅθεν Ἀναστασία, ὡς Ὁσία καὶ Μάρτυς, χάριτας
ἰαμάτων, ἀπαστράπτεις τῷ κόσμῳ, πρεσβεύουσα τῷ Σωτήρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν
ἡμῶν.
Κοvτάκιοv. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας
νάμασι, καθηγνισμένη Ὁσία, μαρτυρίου αἵμασι, Αvαστασία πλυθεῖσα,
παρέχεις, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν τοῖς
προσιοῦσιν, ἐκ καρδίας· ἰσχὺν γὰρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύων, χάριν ἀέναοv.
Μεγαλυνάριον.
Ἔφυς
ὥσπερ ῥόδον πανευθαλές, ἐν δικαιοσύνης, τοῖς λειμῶσιν ἀσκητικῶς, καὶ
ὀσμὴν χαρίτων, ἀθλητικῶς ἐκπέμπεις, σεμνὴ Ἀναστασία, τοῖς σὲ γεραίρουσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου