Ήτανε μια φορά και ένα καιρό ένας άνθρωπος που τον λέγανε άσχετο. Για την ακρίβεια αυτό δεν ήταν το όνομά του.
Τον φώναζαν όμως έτσι οι συγχωριανοί του, γιατί τίποτα δεν δεχότανε. Αν ήταν μεγάλες γιορτές, αυτός σηκωνόταν το πρωί και αρχινούσε στο ρυθμό της καθημερινότητας τις όποιες δουλειές του.
Περνούσε βέβαια κλεφτάτα-κλεφτάτα από καμιά εκκλησιά και ψιθύριζε κάτι σαν προσευχή στο Θεό. Aν πάλι ήταν χαρά και σχόλη στο χωριό, ούτε που το λογάριαζε. Δούλευε από το πρωί ίσαμε το βράδυ και ήταν σκυφτός και λιγόλογος, όποιον και αν συναπαντούσε στο δρόμο του.
Τη δουλειά που έμαθε από τον πατέρα του, αυτήν την ασκούσε κυρίως τους χειμερινούς μήνες. Καθόταν λοιπόν στο ραφτάδικο και δώστου να ετοιμάζει τα ρούχα όσων του τα παράγγελναν. Τελειωμό δεν είχε σχεδόν ποτέ του. Ήτανε σαν κάποιος να του είχε δώσει εντολή να δουλεύει ασταμάτητα.
Ώσπου μια φορά μπήκε η περίοδος του μεγάλου χειμώνα. ΄Αφησε λοιπόν ο κύριος άσχετος τις δουλειές του χωραφιού και μαζεύτηκε στο ραφείο του. Οι χωριανοί του, άνθρωποι θεοσεβούμενοι, κλείναν τα μαγαζάκια τους και γυρεύανε τέτοιο καιρό την παρηγοριά στις στοές του ναού, μέσα στις μακρόσυρτες ακολουθίες . Μετά απ\’αυτές, ερχόταν στο στόμα τους ο κύριος άσχετος.
– Ο άσχετος κατάντησε και άθεος. Δεν πατάει στην εκκλησιά. Δεν προσεύχεται. Δεν κοινωνάει. Μόνο τη δουλειά του βλέπει και δεν μιλά, λέγανε…
Εκείνα τα Χριστούγενννα στο χωριό μετρούσανε δυό – τρία φτωχά ορφανά παιδάκια. Οι αξιοσέβαστοι χριστιανοί τα βλέπανε, τα λυπόντανε, τα προσπερνούσανε. Έχει για αυτά ο Θεός, λέγανε. Αφού φροντίζει για όλο τον κόσμο, θα τα αφήσει στην τύχη τους;
Εκείνα τα Χριστούγεννα σαν πήγανε στην εκκλησιά κάτω από τα πλημμυρισμένα φώτα, οι θεοσεβούμενοι κυττάζανε με απορία των φτωχών παιδιών τα ενδύματα. Και τι να δούνε; Ραμμένες φορεσιές στα μέτρα τους. Επιμελημένο, μαστορικό το ράψιμο. Και το ρούχο καλής-καλής ποιότητας. Και μονολογούσανε οι προσευχόμενοι στο ναό άνθρωποι. Ποιός τάχα αγαθός και πονόψυχος να τους τα προμήθεψε;
Και όση ώρα αυτοί βάζαν με το μυαλό τους ποιανού φιλάνθρωπου και ευαίσθητου έργο ήταν, κάπου παρακάτω απ\’ την εκκλησιά, μέσα σε κάτι ασήμαντα σοκάκια ήταν σκυφτός κάποιος κύριος και βελόνιαζε.
Ήταν αυτός που τον έλεγαν άσχετο, που τον έκραζαν άθεο. Καθόταν σκυφτός και αμίλητος και συνέχιζε το έργο του…Να προλάβει να ετοιμάσει τις φορεσιές κάποιων άλλων φτωχών ανθρώπων, χρονιάρες μέρες που έρχονταν.
Και η καμπάνα χτυπούσε χαρμόσυνα. «Τι σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι\’ημάς…Οι άγγελοι τον ύμνον, οι μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες το θαύμα, ημείς δε …»…
Πέρασαν χρόνια και είπε ο Θεός να βρεθούν όλοι αυτοί μπροστά του. Πρώτος παρουσιάστηκε ο κύριος άσχετος. Με έκδηλη την ανησυχία στα μάτια του, ζητούσε από το Θεό να τον λυπηθεί γιατί τα έργα του ήταν ανώφελα. Και κει που μιλούσε διακεκομμένα από τα αναφιλητά, Τον σταματά ξαφνικά και Του απευθύνει το ερώτημα:
-Τί είναι αυτό που κρατάς σφικτά στα χέρια σου, τέκνον μου;
-Α… αυτό είπε ο άσχετος, είναι το βελόνι μου. Πρόλαβα και το έφερα μαζί μου έτσι για να θυμάμαι τα περασμένα μου.
-Αυτό σε σώζει καλέ μου άνθρωπε. Μ\’αυτό ευεργέτησες εμένα ενόσω ζούσες.
Και τότε στράφηκε στους θρησκευόμενους που σίγουροι για την καταξίωσή τους, άκουσαν το Θεό να τους λέει:
-Αγαθή η καρδία σας, αλλά τα χέρια σας, για να δω. είναι άδεια! Και τα
λόγια σας πλήρη κατακρίσεως. Πορεύεσθε απ\’εμού…γιατί έρχονται
Χριστούγεννα και σπεύδω να ξανακατέβω στη γη σαν παιδί, να δούμε ποιός
θα με αναγνωρίσει στο πρόσωπό τους…
Και ζήσανε αυτοί στον ουρανό περιμένοντας τη δίκαιη κρίση Του και μεις στη γη αναμένοντας το θαύμα της γέννησής Του.
Δρ Αλέξης Αλεξάνδρου
Πηγή: Εκκλησία της Κύπρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου