Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023

Η κατά σάρκα γέννηση του Χριστού, το χαρμόσυνο μήνυμα στην ανθρωπότητα.

gennisi tou xristou

 

Γράφει ο Κωνσταντίνος Χασόγιας, Θεολόγος του Ε.Κ.Π.Α.


Οι εορτές του κύκλου των Χριστουγέννων, το λεγόμενο «Άγιο Δωδεκαήμερο» γεννούν στις ψυχές όλων των ανά τον κόσμο χριστιανών ιδιαίτερη χαρά και δημιουργούν αισθήματα κατάνυξης.

Η ενανθρώπιση, δια της Θεοτόκου, του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, έχει ορισθεί να τιμάται ως μεγάλη Δεσποτική Εορτή της Εκκλησίας, την 25η Δεκεμβρίου κάθε έτους.

Το χαρμόσυνο μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού περιγράφεται και από τους τέσσερις Ευαγγελιστές στην Καινή Διαθήκη.

Τόσο ο Ματθαίος όμως, όσο και ο Λουκάς μας παρουσιάζουν και το γενεαλογικό δένδρο του Ιησού ξεκινώντας, ο πρώτος από τον πατριάρχη Αβραάμ και δεύτερος από τον προπάτορα Αδάμ και φτάνοντας μέχρι τη γέννηση Του με σκοπό να αποδείξουν ότι είναι ο απόγονος του Δαυΐδ για τον οποίον μίλησαν οι Προφήτες.

Ο Ματθαίος πιο περιγραφικός και από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, μας λέει χαρακτηριστικά για τη γέννηση του Ιησού τα εξής:

«Η δε γέννησις του Ιησού Χριστού έγινε κατά τον ακόλουθον υπερφυσικόν τρόπον.

Όταν δηλαδή εμνηστεύθη η μήτηρ αυτού Μαρία με τον Ιωσήφ, χωρίς να συνοικήσουν ως σύζυγοι, ευρέθη έγκυος από την δημιουργικήν ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος.

Ο δε Ιωσήφ, ο μνηστήρ αυτής, όταν αντελήφθη την εγκυμοσύνην αυτής, επήρε την απόφασιν να διαλύση την μνηστείαν. Επειδή όμως ήτο ενάρετος και εύσπλαγχνος δεν ηθέλησε να την διαπομπεύσει δημοσία, αλλ'εσκέφθη να την διώξη μυστικά χωρίς να ανακοινώσει εις κανένα τας υποψίας του.

Ενώ δε αυτά είχε στον νουν, ιδού ένας άγγελος του Κυρίου παρουσιάσθη στο όνειρόν του και του είπεν· Ιωσήφ, απόγονε του Δαυΐδ, μη διστάσεις, να παραλάβεις στον οίκον σου την Μαριάμ, την αγνήν και πιστήν μνηστή σου, διότι το παιδίον που κυοφορείται έντος αυτής έχει συλληφθεί από τη δημιουργικήν ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος.

Θα γεννήσει δε υιόν, και συ (ο οποίος σύμφωνα με τον νόμον θεωρείσαι προστάτης και πατέρας του) θα το ονομάσεις Ιησούν (δηλαδή Θεόν-Σωτήρα) διότι αυτός θα σώσει πράγματι τον λαόν του από τας αμαρτίας αυτών.

Και όλον αυτό το θαυμαστόν και μοναδικόν γεγονός έγινε, δια να πραγματοποιηθεί και επαληθεύσει αυτό, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προφήτου Ησαΐου·

«Ιδού η αγνή και άμωμος παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει υιόν, χωρίς να γνωρίσει άνδρα, και θα ονομάσουν αυτόν Εμμανουήλ, όνομα που σημαίνει· Ο Θεός είναι μαζί μας». (Ματθ. 1, 18-23).

Ο Θεός λοιπόν, στο σχέδιο της σωτηρίας του πεπτωκότος ανθρώπου, στέλνει τον Υιό Του για να σώσει τους ανθρώπους. Δηλαδή για να ενδυθεί με την ανθρώπινη σάρκα και να ξαναδώσει στον άνθρωπο τη δυνατότητα της θεώσεως, του καθ' ομοίωσιν, που είχε απωλέσει με την παρακοή και την πτώση.

Η Πάναγνη Παρθένος συγκατανεύει στη θεία βούληση, αφού ο Θεός δεν παραβιάζει το αυτεξούσιο του ανθρώπου και λέγοντας το: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοὶ κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1,38) συλλαμβάνει κατ' άμωμον τρόπον, εκ Πνεύματος Αγίου και γεννά τον Σωτήρα της Οικουμένης.

Έτσι ο Θεός-Λόγος «σὰρξ ἐγένετο -δηλαδὴ ἄνθρωπος- καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ (το άκτιστο φως της θεότητoς Του)» (Ιωάνν. 1, 14).

Διότι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾷν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9), είναι δηλαδή τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. «Αὐτός γάρ ἐνηνθρώπησεν, ἳνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» αναφέρει σχετικά για τον λόγο της ενανθρωπήσεως ο Μέγας Αθανάσιος, ο δε ιερός Χρυσόστομος, ο τη γλώττη χρυσορρήμων συμπληρώνει: «Ἄνθρωπος γὰρ ἐγένετο ὁ Θεὸς καὶ Θεὸς ὁ ἄνθρωπος». «Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός».

«Ο Κύριος είναι μαζί μας». Ο Κύριος με την ενανθρώπιση Του είναι κοντά στον πονεμένο άνθρωπο, τόσο στις ειρηνικές αλλά και στις δύσκολες ημέρες της επίγειας ζωής του.

Η ανθρωπότητα πλέον δεν είναι όμηρη της αμαρτίας και του θανάτου.

Γεννήθηκε με τον Ιησού η ελπίδα της σωτηρίας Ο Θεός κατεβαίνει στη γη ώστε να καταφέρει να ανέβει ο άνθρωπος στον ουρανό.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Λίγο πριν γεννηθεί ο Ιησούς, ο Καίσαρας Αύγουστος (Οκταβιανός) διέταξε να «απογραφεί όλη η κατοικημένη γη», δηλαδή όλη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Την εποχή εκείνη στην Ιουδαία ήταν περιφερειακός βασιλέας ο Ηρώδης ο Μέγας, υποτελής στον Αυτοκράτορα της Ρώμης.

Όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς (2:1-3), ο καθένας έπρεπε να απογραφεί «στη δική του πόλη», κάτι που μπορεί να απαιτούσε ταξίδι μιας εβδομάδας ή περισσότερο.

Έτσι ο Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, μια μικρή πόλη που το όνομα της σημαίνει «Οίκος του Άρτου» από την οποία κατήγετο ο Ιωσήφ. Οι ύμνοι των Χριστουγέννων αναφέρουν επίσης τη Βηθλεέμ ως την πόλη που γεννήθηκε ο Χριστός. «Ὑπόδεξαι Βηθλεέμ, τὴν τοῦ Θεοῦ Μητρόπολιν. Φῶς γὰρ τὸ ἄδυτον ἐπὶ σὲ γεννῆσαι ἥκει»[1].

Την έλευση του Θεανθρώπου σηματοδοτεί και το παράδοξο της εμφάνισης του αστέρα πάνω από το σπήλαιο της γεννήσεως του Ιησού το οποίο οδήγησε τους Μάγους που πήγαν να Τον προσκυνήσουν.

Σύμφωνα με τη Γραφή, το γεγονός αυτό τάραξε τον βασιλέα Ηρώδη αφού είδε στον νεογέννητο Χριστό κάποιον ανταγωνιστή και κίνδυνο των συμφερόντων του. Γι' αυτό «ζητοῦσι τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου» (Ματθ. 2,20) και «λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος» (Ματθ.2, 7).

Το πότε ακριβώς γεννήθηκε και βαπτίσθηκε ο Χριστός μας είναι άγνωστο.

Εάν ήταν γνωστές οι ημερομηνίες αυτές στην Εκκλησία των Αποστολικών χρόνων και των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού θα είχαν καθιερωθεί και οι σχετικές εορτές πολύ πρώιμα κι όχι μετά από τρεις εκατονταετηρίδες, όπως έγινε στην πραγματικότητα.

Επί πλέον δεν θα συνεδυάζοντο δύο γεγονότα τα οποία απέχουν τόσο πολύ σε μια και την αυτή εορτή της 6ης Ιανουαρίου κι ούτε θα αποσπάτο αργότερα η Γέννηση του Ιησού για να μετατεθεί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, την 25η Δεκεμβρίου.

Από τους εκκλησιαστικούς πατέρες και συγγραφείς των πρώτων αιώνων, ο Κλήμης Αλεξανδρεύς αναφέρει ότι οι «περιεργότεροι» υπολόγιζαν την ημερομηνία γεννήσεως του Ιησού στις 20 Μαΐου, ενώ ο ίδιος υπολόγισε ότι έγινε την 18η Νοεμβρίου[2].

Ο δε άγιος Ιππόλυτος Ρώμης δεχόταν ως σωστή ημερομηνία την 2α Απριλίου, αλλά γνώριζε και την 25η Δεκεμβρίου, αφού αναφέρει σχετικά «πρὸ ὀκτὼ καλάνδων Ἰανουαρίων»[3].

Η 25η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ.

Τα Θεοφάνεια ορίσθηκαν να εορτάζονται από την Εκκλησία στις 6 Ιανουαρίου κάθε έτους με σκοπό να υποκαταστήσουν την Εθνική εορτή του θεού «Αιώνος» που όπως μας πληροφορεί ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου[4] εορτάζοντο στην Αλεξάνδρεια μεγαλοπρεπώς αφού τον θεωρούσε πολιούχο της.

Εκεί ακριβώς, οι Γνωστικοί, που θεωρούσαν τον Χριστό σαν τον «Αιώνα», τον αιώνιο χρόνο, άρχισαν να τελούν τα Επιφάνεια με νυκτερινές τελετές κατά τη διάρκεια των οποίων κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες, εξ' ου και η εορτή πήρε και τη ονομασία «τα Φώτα»[5].

Έτσι θεσπίσθηκε να εορτάζονται τα Φώτα ή Επιφάνεια τη 6η Ιανουαρίου και μαζί με αυτά και η Γέννηση του Κυρίου.

Το ότι οι δύο αυτές εορτές εορτάζονταν τη ίδια ημέρα φαίνεται καθαρά και από το γεγονός ότι η θεία λειτουργία της ημέρας των Θεοφανείων ή Επιφανείων, τελούταν από την εκκλησία των Ιεροσολύμων στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ[6].

Σημειώνεται ότι από τον 4ο αιώνα ο Πάπας της Ρώμης Ιούλιος Α΄ (Pope Julius I, 337-352), ανακάλυψε το Χρονικό του Ιωσήπου με αποτέλεσμα έκτοτε τον ξεχωριστό εορτασμός της εορτής των Χριστουγέννων από την εορτή των Θεοφανείων.

Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, πρώτη η Εκκλησία της Ρώμης, διαχώρισε τις δύο εορτές και όρισε τα Χριστούγεννα να εορτάζονται την 25η Δεκεμβρίου προφανώς για να υποκατασταθεί η Εθνική εορτή της Γέννησης του «Ανίκητου Ηλίου», γνωστή στην αρχαιότητα και ως Natalis Invicti που εορταζόταν την ημέρα του Χειμερινού Ηλιοστασίου.

Όμως δεν είναι γνωστό το πότε ακριβώς ορίστηκε η νέα ημερομηνία ως ημέρα εορτής της Γεννήσεως του Κυρίου, αν και ο ιερός Αυγουστίνος μας πληροφορεί ότι οι Δονατιστές τελούσαν ξεχωριστά από τα Θεοφάνεια την εορτή των Χριστουγέννων πριν ακόμα από το δονατιστικό σχίσμα, που έγινε το έτος 311.

Αυτή η πληροφορία μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στη Βόρειο Αφρική, που ζούσε και δρούσε ο ιερός Αυγουστίνος, ο διαχωρισμός Χριστουγέννων και Θεοφανείων είχε γίνει νωρίτερα, ίσως με την απαρχή του διωγμού του Διοκλητιανού[7].

Η μεγάλη Δεσποτική εορτή της κατά σάρκα γεννήσεως του Σωτήρος Ιησού Χριστού, εισήχθη να εορτάζεται την 25η Δεκεμβρίου από τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο (369-385) στην Κωνσταντινούπολη το 379 «Λόγος εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος»[8], στα Ιεροσόλυμα το 431 και επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού σε όλα τα μέρη της Ανατολή, πλην της Αρμενίας, η οποία διατήρησε ενωμένη την εορτή των Επιφανείων (Χριστουγέννων και Θεοφανείων) στις 6 Ιανουαρίου.

Είναι πολύ πιθανόν να έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον διαχωρισμό της εορτής της Γέννησης του Χριστού από εκείνης των Θεοφανείων και οι χριστολογικές έριδες που ταλάνισαν την Εκκλησία των πρώτων αιώνων.

Το μόνο σίγουρο είναι πως από την επικράτηση του Χριστιανισμού κι έπειτα – χάρη στο Έδικτο τον Μεδιολάνων και στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μέγα - αντικαταστήθηκαν η μία μετά την άλλη όλες οι ειδωλολατρικές εορτές του ρωμαϊκού ημερολογίου με χριστιανικές.

Με βάση τα Χριστούγεννα, ακολούθως διαμορφώθηκε μία σειρά δεσποτικών και θεομητορικών εορτών σε συγκεκριμένες ημερομηνίες του έτους[9].

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΥΜΝΩΝ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Η ενανθρώπιση του Ιησού υπήρξε το πλήρωμα των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτήν την ενανθρώπιση του Ιησού – Εμμανουήλ τόνισαν ιδιαιτέρως οι υμνογράφοι της Εκκλησίας προκειμένου να αναδείξουν πανανθρώπινο χαρακτήρα του σωτηριολογικού έργου της αφού έδωσε ελπίδα και κυρίως τη δυνατότητα για σωτηρία όλων των ανθρώπων. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται» (τροπάριο Χριστουγέννων).

Αξίζει όμως να σταθεί κάθε πιστός στους ύμνους της εορτής των Χριστουγέννων αφού είναι πνευματικές δημιουργίες ενός υψηλού πολιτισμού που παρήγαγε μια χιλιετής Αυτοκρατορία.

Η Αγία Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που με πρωτεύουσα τη Βασιλεύουσα των Πόλεων πάσχισε μέχρι τέλους να πραγματώσει τη Βασιλεία του Θεού επί γης.

Οι ύμνοι αυτοί που συνεγράφησαν από εμπνευσμένους ποιητές και θεόπνευστους μελωδούς αποτελούν τον κορμό της Ακολουθίας των Χριστουγέννων.

Η ωραιότητα τους τούς δίνει τη θεία δύναμη να οδηγούν νοερά τους πιστούς στη Βηθλεέμ.

Να εισάγουν την ψυχή του ανθρώπου στη χώρα του Αχωρήτου.

Σε μια έξαρση ποιητικής τέχνης συνδυασμένης με μια μοναδική πνευματικότητα, ψάλλει εκστασιασμένος ο εκκλησιαστικός υμνογράφος τη Γέννηση εν χώρω του Αχωρήτου Θεού ως: «Μυστήριον ξένον ὀρῷ καὶ παράδοξον.

Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον, Θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον, Τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ὦ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος!» Γνωρίζοντας ότι αντικρίζει πνευματικώς τον Θεόν που έλαβε σάρκα και οστά για να δώσει στον άνθρωπο ξανά τη δυνατότητα της θεώσεως, αναφωνεί το χαρμόσυνο νέο ψάλλοντας: «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀνατολὴ Ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ· εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν».

Πνευματικές δημιουργίες μοναδικού κάλλους, αντάξιες μιας χιλιετούς Αυτοκρατορίας που οικοδόμησε ένα ναό όπως της του Θεού Σοφίας, είναι τα υποβλητικά παλατινά μέλη του όρθρου των Χριστουγέννων: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετὰ τῶν Μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων.» και «Τί θαυμάζεις Μαριάμ; τί ἐκθαμβεῖσαι τὸ ἐν σοί;» τί θαυμάζεις καὶ απορείς, Μαριάμ; Γιατί εκπλήττεσαι μ' αυτὸ ποὺ Σου συμβαίνει; ερωτά ο ιερός υμνωδός, και η Παναγία απαντά: «Ὅτι ἄχρονον Υἱόν, χρόνῳ ἐγέννησα φησίν, τοῦ τικτομένου τὴν σύλληψιν μὴ διδαχθεῖσα. Ἄνανδρός εἰμι, καὶ πῶς τέξω Υἱόν; ἄσπορον γονὴν τίς ἑώρακεν; ὅπου Θεὸς δὲ βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται». Όπου θέλει ο Θεός, καταργούνται οι φυσικοὶ νόμοι! Κι εδώ δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τον Ρωμανό τον Μελωδό που συνέγραψε το κοντάκιο των Χριστουγέννων: «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει καί ἡ γῆ τό σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογοῦσι. Μάγοι δέ μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσι, δι' ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη παιδίον νέον ὁ πρό αἰώνων Θεός.»[10].

Το μυστήριο της ενανθρωπίσεως του Υιού του Θεού έγινε για να οδηγηθεί στη θέωση ο άνθρωπος.

Κι αν Χριστούγεννα είναι η γέννηση του Θεού ως ανθρώπου, η Πεντηκοστή είναι η τελείωση του ανθρώπου ως Θεού κατά χάριν.

Με την ενανθρώπιση του Ιησού, του νέου Αδάμ, δόθηκε ξανά η δυνατότητα να εισέλθει ο άνθρωπος στον Παράδεισο που είχε χάσει.

Και μαζί του να σωθεί «ἅπασα ἡ κτίσις πού συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8,19), η κτίση ολόκληρη που συμπάσχει και συνωδίνει λόγω του προπατορικού αμαρτήματος.

Αυτό σημαίνει πως όλα τα όντα, από τους ασώματους αγγέλους ως τους ανθρώπους και την υλική κτίση, ήταν υποκείμενα στην φθορά της πτώσεως και άρα χρειάζονταν σωτηρία και λύτρωση.

«Πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ.5,1).

Κατά συνέπεια κανένα κτιστό ον δεν θα μπορούσε να πάρει τη θέση του λυτρωτή.

Για αυτό και η Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου είναι η κορυφαία έκφραση της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο και το επιστέγασμα της εφαρμογής του θείου σχεδίου για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.

Σήμερα η κοινωνία μας βιώνει έναν εκκλησιαστικό και θεολογικό αποπροσανατολισμό που δεν συνδέεται πάντοτε με την άρνηση του μυστηρίου, αλλά με αδυναμία βιώσεώς του, που οδηγεί αναπόφευκτα στην παρερμηνεία του.

Είθε ο εν σπηλαίω τεχθείς Ιησούς, να φωτίσει το νου και τις καρδιές όλων των πιστών, ώστε να επανεύρουν το αληθινό νόημα της εορτής των Χριστουγέννων και πέραν των κοσμικών εορτασμών και των στολισμένων δέντρων, να τα κατανοήσουν εκκλησιαστικά, δηλαδή Χριστοκεντρικά, κι έτσι να κερδίσουν τον «στέφανο της δόξης» και τη «Βασιλεία των Ουρανών», να γίνουν αυτό για το οποίο πλάσθηκαν, κατά χάριν θεοί.

[1] Βουρλή Αθανασίου , Θέματα Ορθοδόξου Χριστολογίας, Συμμετρία, Αθήναι, 2008, σελ. 77

[2] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς Ι.21.145.6 {GCS 15(1906), 90}.

[3] Αγίου Ιππολύτου, Εις τον Δανιήλ IV.23 {GCS 1 (1897), 242}.

[4] Επιφανίου, Κατά Αιρέσεων, 51, 22, 8- 11.

[5] P.G. 65, 25

[6] PG, 64, 44 και εξής όπου υπάρχει και κήρυγμα που αποδίδεται εσφαλμένα στον ιερό Χρυσόστομο

[7] PL 38.1033-1034

[8] Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΛΗ΄, Εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 312-354.

[9] Φουντούλη Ιωάννου, Τελετουργικά Θέματα, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2009, σσ. 44-45.

[10] Καλύβα Πέτρου, Η Ασματική Ακολουθία των Χριστουγέννων, Αθήνα 1996, σελ.33.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου