Θυμάμαι κάποτε τα σπίτια ήταν ανοιχτά… Της γιαγιάς μου, για παράδειγμα, ένα παλιό, ξύλινο, είχε όλη μέρα το σχοινί έξω απ’ την πόρτα, που το τραβούσες, άνοιγες και έμπαινες, όποιος κι αν ήσουν… και εμείς, είχαμε το κλειδί έξω απ’ την πόρτα. Όποιος ήθελε έμπαινε…
Τα σπίτια είχαν πάντα κόσμο, που περνούσε για μια «καλημέρα», έναν καφέ, μια κουβέντα. Όταν τα σπίτια ήταν φωταγωγημένα, ήξερες πως κάποιος γιορτάζει. Στις γιορτές πηγαίναμε απρόσκλητοι. Με κάνα γλυκό, καμιά γλαδιόλα, καμιά κολόνια, κάτι για το καλό!
Τώρα… ζούμε στην εποχή με τα κλειδωμένα σπίτια, τα κλειδωμένα κινητά, τους κλειδωμένους τοίχους, τις κλειδωμένες αναρτήσεις -μόνο για φίλους, τα κλειδωμένα μυαλά, τις κλειδωμένες ψυχές. Όλα λειτουργούν με Pin. Ανταλλάσσουμε καλημέρες στο Facebook και απαντούμε με Like… Στις γιορτές στέλνουμε ευχές στους τοίχους γνωστών και αγνώστων και μας απαντούν με Like… Ούτε μια γαρδένια, ούτε μια πάστα σεράνο, ούτε μια κουβέντα, μια αγκαλιά, ένα κοίταγμα στα μάτια, ένα χαζολόγημα, μια πόρτα ανοιχτή.
Θέλω να πω ένα μεγάλο «μπράβο» στην Ειρήνη που έγραψε όλο αυτό… γιατί αυτή είναι μια «αλήθεια» που πρέπει να σκεφτούμε όλοι μας… Έτσι θα μπορέσουμε να καταλάβουμε τι είναι πραγματική «ευτυχία» και «αγάπη»!
Με εκτίμηση, Aρτοπούλου Έλλη
*****
Όπως ακριβώς αποδίδει την εικόνα και την καθημερινότητα των παλαιών σπιτιών η ωραία ως άνω περιγραφή, διηγόταν και σε εμάς η μάνα μας τα δικά της παιδικά χρόνια, στο παλιό πλίνθινο σπίτι τους στη Νίκαια του Πειραιά, τέλη της δεκαετίας του ’40… Όταν τα δεινά του πολέμου που μόλις είχε τελειώσει, στερούσαν και τις στοιχειώδεις ανέσεις στις οικογένειες που κατοικούσαν μέσα στην ίδια αυλή, μα η ανθρωπιά, η καλοσύνη και η απλότητα περίσσευαν κοσμώντας τη ζωή τους και τις ψυχές με ασύγκριτη ευγένεια και αληθινή αρχοντιά…
Το σπίτι αυτό είχε μια πίσω αυλή που επικοινωνούσε με άλλες των γειτονικών σπιτιών. Στην αυλή του δέσποζε ένα μεγάλο βαθύ πηγάδι που προμήθευε με άφθονο πεντακάθαρο και δροσερό νερό όχι μόνο την οικογένεια της μητέρας μου, αλλά και ολόκληρη τη γειτονιά που μπαινόβγαινε στο σπίτι τους νυχθημερόν, όποτε είχε ανάγκη, και έπαιρνε όσο νερό ήθελε από το πηγάδι τους …εννοείται χωρίς κανένα αντίτιμο, αφού το νερό ήταν πρωταρχικό αγαθό για τη ζωή και δώρο του Θεού στον άνθρωπο.
Τώρα το τσιμέντο θέριεψε και βασιλεύει στην άλλοτε φτωχική γειτονιά, που μπόλιασαν με τον πολιτισμό και τη σοφία τους οι Μικρασιάτες πρόσφυγες και που φύλαξε σε κάθε της γωνιά τα παιδικά μας όνειρα και τα παιχνίδια. Άνθρωποι -άγνωστοι μεταξύ αγνώστων- κλεισμένοι σε απρόσωπα διαμερίσματα, καρδιές κλεισμένες κι αυτές… και κάθε αίσθηση των άλλοτε ανοιχτών σπιτιών, των μόνιμα πολύβουων δρόμων και εκείνης της ευλογημένης συλλογικότητας, που έδενε τις ζωές και τη μοίρα των ανθρώπων, έχει πια χαθεί ανεπιστρεπτί.
Όμως το παλιό σπίτι θα ζει για πάντα στην καρδιά και στα όνειρά μας… Και θα γεμίζει από τα παιδικά μας γέλια και τις αγαπημένες μορφές των ανθρώπων μας, που μας έμαθαν τη ζωή μα που δεν είναι πια ανάμεσά μας… Ολόφωτο στις μεγάλες γιορτές, γεμάτο γέλια, τραγούδια, ατέλειωτα γλέντια ως το πρωί, αστραφτερό απ’ τις ακοίμητες φροντίδες, με τη δροσάτη αυλή του στην κάψα του καλοκαιριού, και με τη μαντεμένια σόμπα και το πέτρινο μεγάλο τζάκι του, που ζέσταιναν στη θαλπωρή τους τις κρύες μέρες και τις παγωνιές κάθε χειμώνα…
Γιατί εκείνα που αγαπήσαμε δεν πεθαίνουν ποτέ. Ακινητούν μες στις καρδιές μας και γίνονται οδηγοί μας και της ζωής τ’ αστέρια που φέγγουν τον δρόμο μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου