Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Προκόπιος καταγόταν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Ὁ πατέρας του ἦταν Χριστιανός καί ὀνομαζόταν Χριστόφορος, καί ἡ μητέρα του Θεοδοσία, εἰδωλολάτρισσα. Ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).
Ὅταν ἀνδρώθηκε, ἡ μητέρα του τόν ἔφερε στήν Ἀντιόχεια καί πέτυχε ἀπό τόν Διοκλητιανό, πού βρισκόταν ἐκεῖ, τόν διορισμό τοῦ Προκοπίου ὡς δούκα τῆς Ἀλεξάνδρειας. Συγχρόνως ἀνατέθηκε σέ αὐτόν ἡ ἐποπτεία τοῦ διωγμοῦ τῶν Χριστιανῶν πού ζοῦσαν στήν πόλη.
Καθ’ ὁδόν ὅμως πρός τήν Ἀλεξάνδρεια, τήν νύχτα, ὁραματίσθηκε σταυρό μέ μορφή κρυστάλλου καί ἄκουσε φωνή νά λέει σέ αὐτόν: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ἐσταυρωμένος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ». Ἔκπληκτος ἀπό τό ὅραμα καί τήν Θεία φωνή, ὁ Προκόπιος μεταστράφηκε, διέκοψε τήν πορεία του, μετέβη στήν Σκυθούπολη καί ἀπό ἐκεῖ ἐπέστρεψε στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἀποκάλυψε στήν μητέρα του ὅσα εἶχαν διαδραματισθεῖ καί τήν μεταστροφή του στήν Χριστιανική πίστη. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή τάραξε τήν μητέρα του, ἡ ὁποία ἀφοῦ ἀπέτειχε νά τόν μεταπείσει, τυφλωμένη ἀπό τόν ειδωλολατρικό φανατισμό της, κατήγγειλε τόν υἱό της στόν ἡγεμόνα Καισαρείας Οὐΐλκιο. Αὐτός, ἀφοῦ ἀνέκρινε τόν Προκόπιο καί διαπίστωσε τήν ἀκλόνητη ἐμμονή του στήν Χριστιανική πίστη, διέταξε τόν σκληρό βασανισμό του.
Κατ’ αὐτό τόν τρόπο, ἀφοῦ τοῦ καταξέσχισαν τίς σάρκες μέ σιδερένια νύχια καί ὑπέμεινε καί ἄλλα βασανιστήρια, ἡμιθανής ἐγκλείσθηκε στήν φυλακή. Τήν νύχτα, σέ ὁπτασία, ἐμφανίσθηκε σέ αὐτόν ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος, ἀφοῦ θεράπευσε τίς πληγές του, τόν ἐνεθάρρυνε καί τόν ἐνίσχυσε στόν ἀγῶνα του. Ὁ Προκόπιος ἄρχισε τότε νά ὑμνεῖ μεγαλοφώνως τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου, γεγονός τό ὁποῖο προκάλεσε τήν περιέργεια τῶν φρουρῶν καί τοῦ δεσμοφύλακος. Αὐτοί, ἀφοῦ προσέτρεξαν, εἶδαν κατάπληκτοι ὑγιῆ τόν Προκόπιο καί, μπροστά στό θαῦμα, παρακάλεσαν τόν Μάρτυρα νά οδηγήσει καί αὐτούς στήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Τήν ἑπομένη, ἀφοῦ ὁδηγήθηκε ἐκ νέου ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου, ἔλαβε τήν διαταγή νά μεταβεῖ στόν εἰδωλολατρικό ναό, γιά νά προσφέρει θυσία στά εἴδωλα. Ὁ Προκόπιος δέχθηκε, ὅταν ὅμως εἰσῆλθε στό ναό, ἅπλωσε τά χέρια καί προσευχήθηκε, καί ἀμέσως τά εἴδωλα πού βρίσκονταν σέ αὐτόν ἔπεσαν στήν γῆ καί συνετρίβησαν. Ὁ Οὐΐλκιος, ἔξαλλος ἀπό ὀργή, διέταξε τήν μεταφορά τοῦ Προκοπίου στήν φυλακή, ἀλλά ἀπό τό θαῦμα πού ἐπιτελέσθηκε πολλοί ἀπό τούς στρατιῶτες καί τό πλῆθος μεταστράφηκαν, μεταξύ τῶν ὁποίων ἡ μητέρα τοῦ Προκοπίου Θεοδοσία, δύο τριβοῦνοι, ὁ Νικόστρατος καί ὁ Ἀντίοχος καί δώδεκα γυναῖκες συγκλητικές. Αὐτούς, ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ τούς τιμώρησε σκληρά μέ κάθε εἴδους βασανιστήρια, τούς θανάτωσε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.
Ὅταν πέθανε αἰφνιδίως ὁ ἔπαρχος, ὁ διάδοχός του Φλαβιανός ὑπέβαλε ἐκ νέου τόν Προκόπιο σέ σκληρά βασανιστήρια. Τόν κρύπησαν μέ βούνευρα (νεῦρα βοδιοῦ), κατέκαψαν τίς πληγές μέ πυρωμένα σίδερα καί τοποθέτησαν στίς παλάμες του ἀναμμένα κάρβουνα καί λιβάνι. Ἀλλά ὁ Προκόπιος παρέμεινε ἀκλόνητος στήν Χριστιανική ὁμολογία του. Τότε ὁ Φλαβιανός διέταξε τόν ἀποκεφαλισμό τοῦ Μεγαλομάρτυρος, τό 303 μ.Χ., τόν ὁποῖο καί ὑπέμεινε προσευχόμενος καί δοξολογώντας τόν Θεό.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου ἐτελεῖτο στό ἁγιότατο αὐτοῦ Μαρτύριο πλησίον τῆς Χελώνης καί τοῦ Κονδυλίου.
Ὁ Ρῶσσος ἱστοριογράφος Ἀντώνιος ἀναφέρει ὅτι εἶδε τήν Τιμία Χεῖρα τοῦ Ἁγίου Προκοπίου στήν Μονή Μαγγάνων στήν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγρευθείς οὐρανόθεν πρός τήν εὐσέβειαν, κατηκολούθησας χαίρων ὥσπερ ὁ Παῦλος Χριστῷ, τῶν Μαρτύρων καλλονή Μάρτυς Προκόπιε· ὅθεν δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἀριστεύσας εὐκλεῶς, κατῄσχυνας τόν Βελίαρ· οὗ τῆς κακίας ἀτρώτους, σῶζε τούς πόθῳ σε γεραίροντας.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Τῷ ζήλῳ
Χριστοῦ, τῷ θείῳ πυρπολούμενος, καί τῇ τοῦ Σταυροῦ, ἰσχύϊ συμφραξάμενος, τῶν
ἐχθρῶν τό φρύαγμα, καί τό θράσος καθεῖλες Προκόπιε, καί τήν Ἐκκλησίαν ὕψωσας,
τῇ πίστει προκόπτων καί φωτίζων ἡμᾶς.
Μεγαλυνάριον
Κλήσει οὐρανίῳ ἀκολουθῶν, φερωνύμως Μάρτυς, καί προκόπτων ἀθλητικῶς, σύμμορφος ἐδείχθης, τοῦ σοί καθαροθέντος, Προκόπιε θεόφρον, ἀθλήσας ἄριστα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου