Οἱ Ὅσιοι Πατέρες μας Παρθένιος καί Εὐμένιος, ἀπό τά Πιτσίδια Πυργιωτίσσης, ἦταν καρποί μιᾶς εὐλογημένης συζυγίας τοῦ Χαρίτωνος καί τῆς Μαρίας Χαριτάκη, αὐτάδελφοι πού ἀπό τήν μικρή τους ἡλικία ἀποκαλύφθηκε ἡ μοναχική τους κλίση μετά διάφορα θαυμαστά γεγονότα πού ἔζησαν.
Ὁ Παρθένιος, κατά κόσμον Νικόλαος, γεννήθηκε τό 1829 καί ὁ ἀδελφός του Εὐμένιος, κατά κόσμον Ἐμμανουήλ, τό 1846. Καί οἱ δύο ἀνατράφηκαν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου, χάρη στήν μεγάλη εὐσέβεια τῶν γονέων τους.
Ἀπό τήν παιδική τους ἡλικία διακρίθηκαν γιά τήν σοβαρότητα, τό ὀλιγόλογο ἀλλά καί τήν τάση τοῦ μονήρους βίου, γιά νά ἐντρυφοῦν μέσα στήν ἡσυχία διά τῆς προσευχῆς τίς θείες ἀποκαλύψεις.
Το 1856, ἔφυγε γιά τήν αἰωνιότητα ὁ πατέρας τους Χαρίτων, καί ἐκεῖνοι, ὥριμοι πλέον, προετοιμάζουν τόν δρόμο γιά τήν δική τους φυγή ἀφήνοντας τούς νεκρούς καί ἀναζητώντας νά θάψουν τούς ἑαυτῶν νεκρούς, κατά τήν ρήση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, δηλαδή νά θάψουν μέ τήν δύναμη τῆς προσευχῆς καί τῆς μετάνοιας τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τους.
Ἡ μητέρα τους ἀρχικά διστάζει νά τούς δώσει τήν εὐχή της, ἀλλά, ὅταν μετά ἀπό ἡμέρες ζύμωσε ψωμί καί τούς ζήτησε νά ἀνάψουν τόν φοῦρνο, ὁ Νικόλαος τῆς λέγει: «γιά νά δεῖς, μητέρα, πώς ἐμᾶς τά δύο παιδιά σου ὁ Θεός θέλει νά γίνουμε μοναχοί, νά βάλεις τά ψωμιά στό φοῦρνο χωρίς νά τόν ἀνάψουμε, χωρίς φωτιά». Καί τό θαῦμα ἔγινε! Τά ψωμιά ψήθηκαν χωρίς φωτιά καί ἡ μητέρα τους, μέ δάκρυα στά μάτια, ὑποκλίθηκε μπροστά τους λέγοντας: «Παιδιά μου, δέν εἶμαι πλέον ἄξια νά σᾶς ἔχω στό σπίτι μου. Στόν Θεό ἀνήκετε! Φύγετε δοξάζοντας Αὐτόν!».
Μετά τό θαῦμα αὐτό ἔφυγαν, μέ τήν εὐχή τῆς μητέρας τους, στηριζόμενοι στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιά νά διαβοῦν τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας. Ἦταν τό 1858. .Εφθασαν στή Μονή τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας καί, μετά τέσσερα χρόνια δοκιμασίας, ὁ Νικόλαος γίνεται ρασοφόρος παίρνοντας τό ὄνομα Νέστωρ, στίς 27 Αὐγούστου 1862.
Ὕστερα ἀπό τρία χρόνια, τό 1865, καί μετά ἀπό ἑπτά χρόνια δοκιμῆς, γίνεται ρασοφόρος καί ο Ἐμμανουήλ μέ τό ὄνομα Μεθόδιος. Ἀργότερα βρίσκεται ὁ σπηλαιώδης ναός τοῦ Μαρτσάλου, πού ἔγινε μεγάλο προσκύνημα καί γι’ αὐτό ἔπρεπε νά τοποθετηθεῖ ἐκεῖ ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πού θα ὑπηρετοῦσε τό προσκύνημα καί θα ὠφελοῦσε τούς προσκυνητές. Τό διακόνημα αὐτό ἀνατέθηκε στόν μοναχό Νέστωρα.
Ἐκεῖ ὁ μοναχός Νέστωρ ἐργάσθηκε σκληρά ἀρχίζοντας σιγά-σιγά νά περιποιεῖται τό ναό καί τόν γύρω χῶρο κτίζοντας κελλιά, κατασκευάζοντας δεξαμενή γιά τήν συλλογή νεροῦ ἀπό πηγή, γιά νά ξεδιψοῦν οἱ προσκυνητές, ἀλλά καί νά ποτίζεται τό περιβόλι στό ὁποῖθο καλλιεργοῦσε τά ἀπαραίτητα.
Ἐπειδή ὅμως δυσκολευόταν στό ἔργο του, παρακάλεσε τόν ἡγούμενο τῆς Ὁδηγήτριας νά τοῦ στείλει τόν ἀδελφό του Μεθόδιο, γιά νά τόν βοηθᾶ, πρᾶγμα πού ἔγινε. Γιά ἀρκετούς μῆνες οἱ δύο Ἅγιοι ἐργάζονταν σκληρά, γιά νά ἔχουν τά στοιχειώδη, ἐνῶ ζοῦσαν αὐστηρή ἀσκητική ζωή μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί νηστεία.
Σέ λίγο κηρύχθηκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1866 καί οἱ Τοῦρκοι, πού εἶχαν ἀρχίσει τίς λεηλασίες τῶν διαφόρων ἐκκλησιῶν καί μοναστηριῶν φονεύοντας ὅσους μοναχούς ἔβρισκαν, ἔφθασαν μέχρι τό Μάρτσαλο, ὅπου εἶχαν βρεῖ καταφύγιο πολλοί Χριστιανοί καί μοναχοί. Βλέποντας ὅμως τόν κίνδυνο κατάφεραν νά κρυφθοῦν στίς γύρω περιοχές. Φθάνοντας οἱ Τοῦρκοι στό Μάρτσαλο, ὅπως γράφει μία ἔκθεση ὠμοτήτων τοῦ 1867, «…τήν ἐκκλησίαν Εὐαγγελίστριας εἰς Μάρτσαλον βεβηλώσαντες, κατασύντριψαν τάς εἰκόνας…». Μετά τήν καταστροφή οἱ δύο ἀδελφοί ἄρχισαν νά ἐπισκευάζουν τίς φθορές ἀπό τίς καταστροφές τῶν ἐπιδρομέων.
Ὅταν τελείωσαν τίς διάφορες ἐπισκευές, παρακάλεσαν τόν ἡγούμενο Γεράσιμο νά τούς ἐνδύσει τό μέγα εὐαγγελικό σχῆμα καί γι’ αὐτό κατέβηκε στό Μάρτσαλο καί τούς ἔκειρε ὁ ἴδιος μεγαλόσχημους ἱκανοποιώντας τόν ἱερό πόθο τους. Ὁ μέν Νέστωρ μετονομάσθηκε σέ Παρθένιο, ὁ δέ Μεθόδιος σέ Εὐμένιο. Τό ἔτος 1868, ὁ Ἐπίσκοπος Πέτρας Μελέτιος χειροτονεῖ εἰς διάκονον τόν Εὐμένιο στή μονή τῆς Ὁδηγήτριας καί τό 1870 ὁ Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας Γρηγόριος τόν χειροτονεῖ εἰς Πρεσβύτερον πάλι στό μονασήρι τῆς Ὁδηγήτριας.
Οἱ δύο ἀδελφοί παρέμειναν στό Μάρτσαλο ἀρκετά χρόνια. Προσέδωσαν στόν τόπο μεγάλη πνευματικότητα καί οἱ πιστοί τούς ἐπισκέπτονταν, γιά νά συμβουλευθοῦν τούς δύο Ἀσκητές πρός πνευματικό καί ψυχικό ὄφελος. Ἀργότερα, καί μετά ἀπό περιπλάνηση καί ἀναζήτηση σέ διάφορους ἐρημικούς τόπους καί ἀσκηταριά, ἔφθασαν ἀνατολικά στήν περιοχή τοῦ Κουδουμᾶ. Ἐκεῖ, σέ ἀπόκρημνο σπήλαιο, μακρυά ἀπό τόν κόσμο ἐπιδόθηκαν στό ἔργο τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀσκήσεως. Ὁ Ὅσιος Παρθένιος, ὡς ἄλλος Μωϋσῆς, εἶδε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Μεῖνε ἐδῶ νά ἱδρύσεις μονύδριον νά ἐκτελεῖτε τά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καθήκοντα καί τήν τάξιν τῆς ἀκολουθίας καί μη φοβοῦ, διότι ἐγώ θα εἶμαι οἰκονόμος».
Ἔτσι ἀρχίζουν νά κτίζουν, μέ τήν βοήθεια τῶν πιστῶν πού συνέρρεαν ἐκεῖ γιά τήν ἁγιότητα καί τά θαύματά τους, τό μοναστήρι ἀπό τό ὁποῖο διασωζόταν μόνο ἕνα παλαιό τεῖχος τοῦ ναοῦ. Ἀκόμη καί τό κτίσιμο τοῦ ναοῦ στόν ἔρημο τόπο τοῦ Κουδουμᾶ ἦταν πολύ δύσκολο ἐγχείρημα, γιατί τά πετρώματα ἦταν ἀκατάλληλα, ἀλλά καί ἡ ἐπεξεργασία καί τό πελέκημά τους ἀπό τούς μάστορες, μέ τά ἐργαλεῖα τῆς ἐποχῆς, καθυστοῦσαν ἀδύνατη τήν ὑλοποίηση τοῦ ἔργου.
Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ κτίστες ἀποφάσισαν νά ἀποχωρήσουν χωρίς νά τελειώσουν τό ἔργο. Οἱ Ὅσιοι τούς παρακάλεσαν νά μείνουν γιά μία νύχτα ἀκόμη. Ἐκείνη τή νύχτα οἱ Ἅγιοι προσευχήθηκαν μέ θέρμη καί ἐλπίδα στήν Παναγία. Καί τό θαῦμα ἔγινε! Τό πρωί εἶχαν βγεῖθ ἀπό τήν θάλασσα λαξευμένες πέτρες ἕτοιμες γιά τό κτίσιμο τοῦ ναοῦ.
Οἱ Ὅσιοι ἐπιδόθηκαν σέ μεγάλα ἀσκητικά παλαίσματα. Τό σαρκίο τους ἦταν σκελετωμένο ἀπό τήν νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τήν ἄσκηση καί τήν πολύμοχθη ἐργασία γιά τήν κατασκευή τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος Παρθένιος ἦταν πολύ αὐστηρός μέ τούς Κανόνες τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί γι’ αὐτό ἔκανε ἄβατο τό μοναστήρι. Ὁ Πνευματικός τῆς μονῆς, ὁ Ὅσιος Εὐμένιος, μέ τίς συμβουλές του, ὁδηγοῦσε στήν σωτηρία καί τήν λύτρωση τούς ἀνθρώπους.
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος, μετά ἀπό ἀσθένεια, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1905. Πρό τοῦ μακαρίου τέλους τους κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τό πρόσωπό του ἔλαμψε, μία εὐωδία ἁπλώθηκε στόν χῶρο καί ἡ Παναγία ἐμφανίσθηκε στόν ἴδιο, γιά νά παραλάβει τήν ψυχή τοῦ ἁγιασμένου τέκνου της. Ὁ Ὅσιος Παρθένιος παρέδωσε τήν ψυχή του ψελλίζοντας τά λόγια «Καλῶς ὅρισες, Παναγία μου».
Ὁ Ὅσιος Εὐμένιος, μετά ἀπό πολύ ἀγῶνα γιά τήν διαφύλαξη τῶν μοναστικῶν Κανόνων καί τήν μοναχική παράδοση τῆς μονῆς, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη, στίς 12 Σεπτεμβρίου 1920.
Τά ἐγκαίνια τοῦ πρώτου ναοῦ πρός τιμήν τῶν Ὁσίων ἔγιναν στήν ἱερά μονή Κουδουμᾶ ἀπό τόν Μητροπολίτη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας κυρό Κύριλλο, τό 1983.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου