Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Η ταραγμένη μας ζωή και η ευλογημένη ψυχική ησυχία.

 

…Από φυσικό μου δεν αγαπώ την ταραχή, κ’ είμαι αδιάφορος σε ό,τι γίνεται γύρω μου, δηλαδή στη λεγόμενη «εξέλιξη».

Αλλά σήμερα είναι τόσο μεγάλη η βουή πού γίνεται στον κόσμο, πού νοιώθω ώρες-ώρες πως ζαλίζομαι, και πέφτω σε αθυμία, βλέποντας αυτή την κατάσταση, και για να βγάλω από πάνω μου τα μπερδεμένα νήματα πού μας έχουνε ζωσμένους, αποτραβιέμαι στη μοναξιά, σαν άνθρωπος πού τον κυνηγάνε, και τρέχει να κρυφτεί.

Κάθουμαι κάτω από το τσαρδάκι, κοντά στην ακροθαλασσιά. Τ’ αεράκι φυσά, γλυκομουρμουρίζοντας στα δροσερά φύλλα των δέντρων πού κρέμουνται αποπάνω μου. Ανάμεσα στα δεντράκια καί στα χαμόκλαρα, κοιτάζω το μαβύ πέλαγο. Δόξα σοι ο Θεός! Φύγανε από πάνω μου οι ανόητες έγνοιες, σαν τον άνθρωπο πού λούσθηκε καί καθαρίστηκε, καί νοιώθει τον εαυτό του αναπαυμένον. Αληθινά, «ο αλλότριος της ειρήνης, αλλότριος εστί της χαράς»!\

Κοιτάζω αντίκρυ μου καί χαίρουμαι, ενώ ακούγω τη θάλασσα ν’ αλαφροκυματίζει καί τα κυματάκια να μουρμουρίζουνε στα φύκια της ακρογιαλιάς. Αντίκρυ βλέπω δυο νησιά, το ‘να πίσ’ από τ’ άλλο. Το πιο κοντινό φαίνεται καθαρότατα, μ’ όλα τα καθέκαστα. Το άλλο πού κρύβεται από πίσω του, γαλανιάζει, έχει ένα δροσερό χρώμα, το χρώμα του νερού. 

Αερικά βουνά, με έμορφα χαμηλώματα ανάμεσα τους, απλώνουνε από την μια άκρη ως την άλλη, Βλέπω κάβους, έρημες ακρογιαλιές. Εδώ κ’ εκεί μίλια μακρυά τόνα από τ’ άλλο, βλέπω κανένα σπιτάκι, ξεχασμένο στην ερημιά.

Ίσως μοναχά το δικό μου μάτι να το πρόσεξε, το κακόμοιρο. Άραγε ποια ψυχή κάθεται κει μέσα! Τούτη την ώρα δεν φαίνεται κοντά του ανθρώπινος ίσκιος.

Δυο-τρία πανάκια, βολτατζάρουνε στο πέλαγο. Το ένα είναι μεγάλο, ένα τρεχαντήρι μ’ ένα λατίνι. Το καθένα τραβά το μάτι μου. Το κοιτάζω ως πού κουράζομαι. Μικραίνει, μικραίνει, ως πού σβήνει μέσα στην άχνα του πελάγου καί χάνεται μέσα στη θολούρα. 

Μια ψυχή είναι αυτό το πανί πού έσβησε, ένας άνθρωπος. Άραγε ποιος είναι; Έχε γεια, αδερφέ μου, πού δεν ξέρω ποιος είσαι, κι ούτε κ’ εσύ θα μάθεις ποτές πως σε κοίταξε κάποιος από μακρυά, με τόση αγάπη, από μιαν έρημη ακρογιαλιά, δίχως να φαίνεται καθόλου,

Κάθουμαι καί κοιτάζω έτσι ώρες πολλές. Ησυχία είναι μέσα μου, κι απ’ έξω η πλάση είναι ειρηνεμένη καί βλογημένη. Η βουή του κόσμου σαν να ‘ναι ψέμα, ένας βραχνάς πού έσβησε καί χάθηκε. Δεν έχω έγνοιες, μηδέ φιλοδοξίες. Ο πελαγίσιος αγέρας σκόρπισε το σμάρι τις σφήκες πού ζαλίσανε το κεφάλι μου.  

Εδώ σε μια ώρα μέσα, ζεις όσο δε ζει αληθινά ούτε μέσα σ’ ένα χρόνο ο αεικίνητος άνθρωπος της μηχανής καί του παρά. Τί λέγω; Κ’ εκατό, καί διακόσια χρόνια να ζήσει ένας τέτοιος σε τούτον τον κόσμο, δεν θα καταλάβει ό,τι νοιώθει σε μια ώρα ο απομέσα άνθρωπος από το βαθύ μυστήριο του κόσμου!

Δυστυχισμένοι! Εσείς πού έχετε την ιδέα πως είσαστε ζωντανοί, γιατί στριφογυρίζετε μέρα – νύχτα, σαν τις μηχανές πού προσκυνάτε! Όσο ζωντανές είναι αυτές οι μηχανές, άλλο τόσο ζωντανοί είσαστε καί σεις. «Υιοί ανθρώπων, ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα καί ζητείτε ψεύδος;»

Από το βιβλίο: Κόντογλου Φ., 2000, Ευλογημένο Καταφύγιο, Αθήνα, , Εκδ. Ακρίτας, σελ.315-316

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου