«Ιδών δε Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοις γόνασιν Ιησού λέγων· έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε. θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους συν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων η συνέλαβον. ομοίως δε και Ιάκωβον και Ιωάννην, υιούς Ζεβεδαίου, οι ήσαν κοινωνοί τω Σίμωνι» (Λουκ. ε’ 8-10).
Γεμάτος δέος από το αναπάντεχο θέαμα, ο Πέτρος έπεσε γονατιστός στα πόδια του Χριστού. Ούτε για μια στιγμή δεν αμφέβαλε πως τέτοια καλή ψαριά οφειλόταν στην παρουσία του Χριστού στο πλοιάριο κι όχι στις δικές του προσπάθειες. Το περιστατικό αυτό συγκλόνισε τον Σίμωνα ως τα τρίσβαθα της ψυχής του, γι’ αυτό και στη συνέχεια δεν ονόμασε πια τον Ιησού «επιστάτη», αλλά «Κύριο».
Κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει
«επιστάτης», «αφεντικό», μα μόνο ένας Κύριος υπάρχει. Όταν άκουγε το
σοφό δάσκαλο να διδάσκει τα πλήθη από το πλοίο που βρισκόταν κοντά στην
ακτή, ο Σίμων τον ονόμασε «Επιστάτη» ή «Διδάσκαλο». Τώρα όμως που είδε
το θαυμαστό αυτό έργο Του, τον ομολόγησε «Κύριο».
Προσέξτε
πόσο πιο δυνατά μιλάνε τα έργα από τα λόγια! Αν πούμε ακόμα και τα
γλυκύτερα λόγια, οι άνθρωποι θα μας αποκαλέσουν διδάσκαλους των
ανθρώπων. Αν όμως τα λόγια μας τα υποστηρίζουμε με τα έργα μας, τότε θα
μας ονομάσουν ανθρώπους του Θεού. Ίσως την ώρα που άκουγε ο Σίμων τα
λόγια του Χριστού, να σκεφτόταν μέσα του πόσο όμορφα και σοφά διδάσκει. Ο
καρδιογνώστης που τα έβλεπε όλ’ αυτά, κάλεσε μετά το Σίμωνα στα βάθη,
για να του αποδείξει πως πραγματοποιεί όσα λέει.
Ας
δώσουμε προσοχή στον τρόπο που μίλησε ο Σίμων στον Κύριο. Αντί να
εκφράσει την ευγνωμοσύνη του και το θαυμασμό του για ένα τόσο μεγάλο
θαύμα, εκείνος είπε: Έξελθε απ’ εμού ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι. Ο λόγος
που ζήτησε ο Πέτρος από τον Κύριο να φύγει από κοντά του, ήταν η αίσθηση
της αμαρτωλότητας και της αναξιότητάς του.
Η
αίσθηση αυτή της αμαρτωλότητας ενώπιον του Θεού είναι μια πολύτιμη
πέτρα για την ψυχή. Ο Κύριος την εκτιμά περισσότερο απ’ όλους τους
τυπικούς ύμνους δοξολογίας κι ευχαριστίας. Όταν ο άνθρωπος ψάλλει
πολλούς τέτοιους ύμνους στο Θεό χωρίς την αίσθηση της αμαρτωλότητάς του,
δεν ωφελείται καθόλου. Η αίσθηση της αμαρτωλότητας οδηγεί στη
μετάνοια, η μετάνοια οδηγεί στο Χριστό κι ο Χριστός πραγματοποιεί την
αναγέννηση. Η αίσθηση της αμαρτωλότητας είναι το ξεκίνημα στο δρόμο της
σωτηρίας του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος που έχει περιπλανηθεί πολύ σε παραπλανητικούς δρόμους, δεν έχει τίποτα καλλίτερο να κάνει από το να βρει το σωστό δρόμο. Κι όταν τον βρει, το μόνο που του απομένει είναι να τον ακολουθήσει, χωρίς να κοιτάξει προς τα δεξιά ή τ’ αριστερά του. Τί ωφέλησε τον Φαρισαίο η προσευχή που έκανε στην εκκλησία, όταν προσπαθώντας να εγκωμιάσει το Θεό, εγκωμίαζε τον εαυτό του; Δε δικαιώθηκε ενώπιον του Θεού, όπως έκανε ο τελώνης που χτυπούσε το στήθος του κι έκραζε: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ!» (Λουκ. ιη’ 13).
Αυτό ήταν το ξεκίνημα της μύησης του Πέτρου στην πίστη του Χριστού. Η ολοκλήρωση έγινε αργότερα, όταν πολλοί από τους ακόλουθους του Χριστού άρχισαν ν’ απομακρύνονται από το Χριστό, ενώ ο Πέτρος του είπε: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» (Ιωάν. στ’ 68). Τώρα όμως, στο ξεκίνημα, κατάπληκτος από τη δύναμη του Χριστού, του λέει: Άπελθε απ’ εμού.
Ο Πέτρος δεν ήταν ο μοναδικός που καταλήφθηκε από δέος. Ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, οι γιοί του Ζεβεδαίου, καθώς κι όλοι οι άλλοι που ήταν μαζί τους, βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση. Όλοι τους ξεκίνησαν με φόβο για τον Κύριο, και τέλειωσαν με αγάπη για Εκείνον. Όπως διαβάζουμε στις Παροιμίες, «αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου» (Παρ. α’ 7).
Στο φόβο που ένιωθε ο Πέτρος, καθώς γονάτιζε μπροστά Του, ο εύσπλαχνος και πάνσοφος Κύριος απάντησε: «μη φοβού· από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών» (Λουκ. ε’ 10). Ο κόσμος αυτός είναι μια θάλασσα γεμάτη πάθη, η Εκκλησία Μου είναι πλοίο και το Ευαγγέλιό μου δίχτυ, όπου θ’ αλιεύσεις ανθρώπους. Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα. Μαζί μου όμως θα έχετε τόσο καλές ψαριές, που θα γεμίσουν τα δίχτυα σας. Φτάνει να είστε υπάκουοι σε Μένα, όπως κάνατε και σήμερα. Και τότε δε θα σας φοβίζει κανένα βάθος και ποτέ δε θα γυρίσετε με άδεια χέρια από το ψάρεμα.
«Και καταγαγόντες τα πλοία επί την γην, αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ» (Λουκ. ε’ 11). Εγκατέλειψαν τα πλοιάρια. Ας τα πάρουν άλλοι κι ας τα κάνουν ό,τι θέλουν. Ο Πέτρος άφησε και το σπίτι του και τη γυναίκα του. Ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης άφησαν το σπίτι και τον πατέρα τους. Κι όλοι τους τον ακολούθησαν. Για ποιό λόγο να στενοχωρηθούν; Δεν είχαν αγωνιστεί όλη νύχτα άσκοπα; Εκείνος που μπορεί να κάνει τα πάντα, θα μπορούσε να θρέψει κι αυτούς και τις οικογένειές τους.
Εκείνος που στολίζει τα κρίνα
του αγρού και τα κάνει πιο θαυμαστά ακόμα κι από το βασιλιά Σολομώντα, ο
ίδιος θα φροντίσει και για το δικό τους ντύσιμο. Η τροφή και το ντύσιμο
είναι το ελάχιστο που έχουν να φροντίσουν. Εδώ ο Κύριος τους καλεί στο
μέγιστο: στη βασιλεία του Θεού. Όταν μπορεί να τους δώσει το μέγιστο,
είναι δυνατό να μην μπορέσει να τους δώσει το ελάχιστο; Ο ίδιος ο
απόστολος Πέτρος έγραψε αργότερα: «πάσαν την μέριμναν υμών επιρρίψαντες
επ’ αυτόν, ότι αυτώ μέλλει περί υμών» (Α Πέτρ. ε’ 7). Τέλος, αν τον
υπακούν ακόμα και τα κωφάλαλα ψάρια στο νερό, πως δε θα μπορούσαν να το
κάνουν αυτό οι άνθρωποι αυτοί, τα λογικά όντα;
Ολόκληρο
το περιστατικό αυτό έχει κι ένα βαθύτερο νόημα. Το πλοίο σημαίνει το
σώμα. Τα σχισμένα δίχτυα σημαίνουν το παλιό πνεύμα του ανθρώπου. Τα βάθη
της θάλασσας σημαίνουν το βάθος της ψυχής του ανθρώπου. Όταν ο Κύριος
κατοικεί σ’ έναν υπάκουο άνθρωπο, τότε ο άνθρωπος αυτός απομακρύνεται
από την ακτή του υλικού κόσμου και πηγαίνει από τις αισθητικές σκιές στα
πνευματικά βάθη.
Στα βάθη αυτά ο Κύριος του αποκαλύπτει τ’ αμέτρητα
πλούτη των δωρεών Του, για τις οποίες αγωνιζόταν μάταια σ’ ολόκληρη τη
ζωή του. Οι δωρεές αυτές είναι τόσο μεγάλες, ώστε το παλιό πνεύμα δεν
μπορεί να τις αντέξει και σχίζεται. Γι’ αυτό είπε ο Κύριος πως δε βάζουν
καινούργιο κρασί σε παλιά ασκιά.
Όταν
ο υπάκουος άνθρωπος βλέπει τ’ αρίφνητα πλούτη των δωρεών Του, γεμίζει
δέος και κατάπληξη τόσο για την παντοδυναμία του Θεού, όσο και για τις
δικές του αμαρτίες. Θα ήθελε σ’ αυτήν την περίπτωση να κρυφτεί από το
Θεό, να φύγει ο Θεός από κοντά του κι ο ίδιος να γυρίσει στο παλιό του
πνεύμα και στην παλιά του ζωή. Μόλις όμως η λαμπρότητα του Θεού κι η
ευσπλαχνία Του αποκαλυφθούν στον άνθρωπο, τότε του φανερώνεται ακαριαία η
αμαρτωλότητα κι η αναξιότητά του, η αποξένωσή του απ’ Αυτόν.
Ο
Θεός δε θα εγκαταλείψει τον άνθρωπο που έχει οδηγήσει στα βάθη. Δε θα
λάβει σοβαρά την κραυγή του έξελθε απ’ εμού. Ξέρει ότι η κραυγή αυτή
βγαίνει από έναν άρρωστο άνθρωπο, γι’ αυτό και του δίνει θάρρος και τον
παρηγορεί με τα λόγια, «μη φοβού».
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΧΡΙΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου