Χαίρει ἔχουσα, σὲ παραστάτην, ἡ πολύφημος νῆσος Εὐβοίας, καὶ τοῦ ὁσίου Δαυΐδ ἐπαγάλλεται, ἡ θεία Μάνδρα τὸν τάφον σου ἔχουσα, θεοχαρίτωτε πάτερ Ἰάκωβε, σὺ γὰρ χάριτας, βλυστάνεις ἡμῖν ἑκάστοτε, ὡς ῥεῦμα Παρακλήτου ἀνεπίσχετον.
«Μετά την κοίμηση του π. Ιακώβου ο άγιος Πορφύριος είπε: – Αυτός (=ο π. Ιάκωβος) είχε μέγα προορατικό χάρισμα, το οποίο έκρυβε επιμελώς γα να μη δοξάζεται. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους αγίους του αιώνα μας».
Και στον π.Νεόφυτο Μόρφου ο άγιος Πορφύριος είπε: «Να πας στον πιο ευγενικό άνθρωπο που έχει η καλογερική σήμερα της Ελλάδος. Να πας στον πιο ταπεινό, να πας στον Γέροντα Ιάκωβο στην Εύβοια».
Αλλά το μεγαλύτερό του χάρισμα ήταν αυτό της πνευματικής πατρότητας.
Άγιος Ιάκωβος της Ευβοίας, εραστής της ησυχίας και της προσευχής
«Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. μάθετε απ᾿ εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών·»(Ματθαίος 11:28-29).
Όταν νύχτωνε και οι πατέρες ησύχαζαν στα κελιά τους, ο Γέροντας Ιάκωβος άνοιγε το πίσω πορτάκι της Μονής και μέσα στη νύχτα ξεκινούσε για το ασκητήριο-σπηλιά του Οσίου Δαβίδ.
Έλεγε ο Γέροντας: «Τότε, παιδί μου, δεν υπήρχε δρόμος, ένα στενό μονοπάτι ήτο, και εμείς, μακριά από τον κόσμο, δεν είχαμε τον τρόπο μας να κινηθούμε τη νύχτα. Ούτε ένα φανάρι δεν είχαμε. Τόσο πόθο όμως είχα να πηγαίνω τα βράδια στο ασκητήριο του αγίου μας, και ας είμαι εκ φύσεως δειλός, που τολμούσα να πάω. Καθ’ οδόν όμως, αφού δεν έβλεπα, έπεφτα μέσα σε αυλάκια και χαράδρες και έτσι ήτο αδύνατο να φτάσω. Τότε παρακάλεσα: «Θεέ μου, φώτισέ μου τον δρόμο να φτάσω στο ασκητήριο.»
Και ο καλός Θεός άκουσε το αίτημά μου. Από τα πολλά άστρα του ουρανού, μου έδωσε κι εμένα ένα. Αυτό πήγαινε μπροστά και μού ‘φεγγε τον δρόμο. Εγώ, από πίσω του. Έτσι έφτανα στο ασκητήριο. Εκεί, «ελθών ο αστήρ, έστη επάνω του σπηλαίο»• έκανα την προσευχή μου και μετά πάλιν μπροστά ο αστέρας μου φέγγει μέχρι την πόρτα της μονής. Οι πατέρες εκάθευδον και τίποτα δεν καταλάβαιναν από όλα αυτά.»
«Απόψε παιδί μου», αποκάλυψε κάποτε σ’ ένα μοναχό, «συλλειτουργούσα με αγίους και αγγέλους σε θυσιαστήρια που δεν περιγράφονται.Σαν πεθάνω, να πεις πως κάποιος γέροντας συλλειτουργούσε κάθε νύχτα και ζούσε με την Αγία Τριάδα.»
«πατείν επάνω όφεων και σκορπίων»
Πολλά είναι τα θαύματα του Αγίου Δαυίδ παιδιά μου. Ποτέ δεν είχα βάλει στο νου μου ότι υπάρχουν φίδια και σκορπιοί μέσα στις πέτρες. Ξαφνικά παρουσιάζονται το μεσονύκτιο εκατομμύρια σκορπιοί και γέμισε το ασκητήριο. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση και λέγω: «Χρόνια που έρχομαι εδώ στο ασκητήριο και δεν έχω ξαναδεί σκορπιούς, ούτε και είχα βάλει στη διάνοιά μου ότι εδώ μέσα κάτω από καμία πέτρα μπορούσε να ήταν σκορπιός και να με τσιμπήσει».
Έκανα την προσευχή μου στο Θεό και στον Άγιό μου και ξαφνικά βλέπω, όταν σηκώνω τις πέτρες, εκατομμύρια σκορπιούς από κάτω, ο ένας πάνω από τον άλλο. Τόσοι πολλοί ήταν που γέμισε το ασκητήριο και κρέμονταν και από την οροφή και πέφτανε πάνω στο κεφάλι μου και κάτω.
Τότε τους λέγω, κάνοντας κύκλο με μια πέτρα:
– Από εκεί μέχρι εδώ, όχι παραπέρα, δεν θα ‘ρθείτε να με ταράξετε. Ο Χριστός μου, είπε ότι θα μας δώσει τη δύναμη «του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων» και δεν θα μας τσιμπήσουν, ούτε θα μας βλάψει κανείς. Εγώ έτσι πιστεύω, δεν μπορείτε να με τσιμπήσετε. Ο Χριστός μου και ο Όσιος Δαυίδ εκεί θα σας μουδιάσει, να μη μου κάνετε κανένα κακό.
Συνέχισα την προσευχή μου γονατιστός και άκουγα το θόρυβο που έκαναν οι σκορπιοί, βγαίνοντας μέσα από τις πέτρες. Διάβαζα και κοίταζα γύρω μου και απορούσα και έλεγα: Τόσα χρόνια έρχομαι, δεν σκέφτηκα ότι υπάρχουν σκορπιοί στο ασκητήριο. Έρχονταν προς το μέρος μου, αλλά δεν τολμούσαν να περάσουν από το σημείο που χάραξα και έκανα τον σταυρό μου. Μέχρι εκεί σταματούσαν και συνέχισα την προσευχή μου, παρακαλώντας τον Θεό και τον Άγιο να φύγουν από εκεί και να εξοντωθούν.
Ω του θαύματος! Γυρίζω και βλέπω δεν υπάρχει σκορπιός, ούτε τίποτα. Τελείωσα την προσευχή μου, έκανα την δέησή μου στο Θεό τη νύχτα και ο Θεός ακούει μέσα σε εκείνη την ερημιά την προσευχή.
Στη συνέχεια ξεκίνησα για το Μοναστήρι. Στο δρόμο συνάντησα μερικούς χωρικούς, που θέριζαν τα σπαρτά στα χωράφιά τους, τη νύχτα με τη δροσιά και έδεναν δέματα.
– Από που έρχεσαι, πάτερ Ιάκωβε, τέτοια ώρα; με ρώτησαν.
Εγώ ντρεπόμουνα να πω, ότι ήμουν στο ασκητήριο, για να μη σκανδαλίσω τους ανθρώπους, ούτε ήθελα να το ξέρουν. Ήξεραν ότι είχα τα χωριά και εφημέρευα.
– Είχα λίγη δουλειά, είπα, στην εκκλησία και πήγα στο χωριουδάκι εδώ κάτω.
– Πότε πήγες; Από το βράδυ, μήπως πήγες στο ασκηταριό, με ρώτησαν.
– Όχι, τους είπα, πήγα να ανάψω τα καντηλάκια στην εκκλησία, είχα και μία πνευματική δουλειά, με συγχωρείτε, και πήγα στο χωριό κάτω.
Τέλος πάντων, κατάλαβαν αυτοί, αλλά δεν είπαν τίποτα. Έφθασα στο Μοναστήρι και λειτούργησα. Μετά σκέφθηκα που είχα διαβάσει στους βίους των Αγίων, ότι σε ένα ασκητήριο παρουσιάστηκαν σκορπιοί σε έναν γέροντα στην σπηλιά που έμενε. Οι δαίμονες έγιναν σκορπιοί και φίδια και θηρία, για να φοβερίσουν τον ασκητή, τον Άγιο Γέροντα, για να φύγει από το σπήλαιο.
Και σε μένα το ίδιο έγινε εκείνο το βράδυ, οι δαίμονες είχαν γίνει σκορπιοί για να με φοβίσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου