Στην
ιερή σιγή της Λαύρας των Σπηλαίων, όπου οι ψυχές αναζητούσαν τη γαλήνη
και το θείο φώς, δύο αδελφοί στην πίστη, ο ιερομόναχος Τίτος και ο
διάκονος Ευάγριος, πορεύονταν ως ένα σώμα και μια ψυχή.
Η
φιλία τους, στερεωμένη στην αδελφική αγάπη, έλαμπε σαν φλόγα ανέσπερη,
προσφέροντας παρηγοριά και έμπνευση σε όσους την έβλεπαν. Όμως, ο
αιώνιος εχθρός της ανθρώπινης σωτηρίας, ο αρχέκακος, όργωσε στις καρδιές
τους τη ζιζανιοφόρο μνησικακία.
Και αυτή, όπως
ύπουλος δηλητηριώδης όφις, τύλιξε τα σπλάχνα τους, μετατρέποντας την
αγάπη σε φθόνο, την ομόνοια σε άσπονδη έχθρα.
Δεν υπήρχε πια βλέμμα που να συναντά βλέμμα. Δεν υπήρχε λόγος συμφιλιωτικός.
Υπήρχε μόνο σιωπή και αγκάθια στην ψυχή. Μάταια οι αδελφοί τους παρακαλούσαν να ενωθούν ξανά με την αγάπη του Χριστού.
Η πεισματική άρνηση να προσφέρουν και να δεχθούν τη συγχώρηση σκλήρυνε τις καρδιές τους σαν ατσάλι.
Και ο χρόνος κύλησε, κουβαλώντας μαζί του τις μέρες της σκληρότητας και του πόνου.
Ώσπου η ασθένεια ήρθε σαν δίκαιος παιδευτής να γονατίσει τον Τίτο.
Μπροστά στη θέα του θανάτου, το πνεύμα του, αποκαμωμένο από τον ζυγό της μνησικακίας, άρχισε να κλαίει σαν παιδί.
Τα
δάκρυα μετάνοιας κύλησαν από τα μάτια του, ζητώντας το λυτρωτικό
άγγιγμα της συγχώρησης. Έστειλε μήνυμα στον Ευάγριο, προσφέροντας όχι
μόνο λόγια, αλλά και την ίδια του την καρδιά. Εκείνος, όμως, πνιγμένος
στο δηλητήριο της οργής, απέρριψε το αίτημα της συμφιλίωσης με
αμετάκλητη σκληρότητα.
Και σαν νέος Καϊν, εξακόντισε κατάρες αντί για λόγια ελέους.
Αλλά η θεία δικαιοσύνη δεν μένει άπρακτη.
Όταν
οδηγήθηκε σχεδόν βίαια στο προσκέφαλο του ετοιμοθάνατου αδελφού του, ο
Τίτος, μέσα στην ύστατη παράκληση της ψυχής του, έπεσε στα πόδια του και
ικέτευσε: Συγχώρησέ με, πάτερ, Ευλόγησέ με!
Μα ο
Ευάγριος, σκληρότερος κι από πέτρα, γύρισε την πλάτη του και φώναξε με
φωνή φαρμακερή: Ποτέ! Ούτε τώρα, ούτε στον μέλλοντα αιώνα!
Και τότε, ξαφνικά, πριν προλάβει να κάνει βήμα, τα γόνατα του λύγισαν, το σώμα του σωριάστηκε στο έδαφος.
Τα
μάτια του έμειναν ανοιχτά, το στόμα του παγωμένο σε μια κατάρα που δεν
ολοκληρώθηκε. Οι αδελφοί έτρεξαν να τον σηκώσουν, μα ήταν νεκρός.
Τα μέλη του άκαμπτα, σαν να είχε παγώσει η ίδια του η ψυχή.
Και
ο Τίτος; Εκείνος που λίγο πριν ήταν με το ένα πόδι στον τάφο, σηκώθηκε
όρθιος, δυνατός, υγιής, λες και η ίδια η ζωή του είχε επιστραφεί ως δώρο
θεϊκό.
"Όταν ήμουν άρρωστος, είπε με φωνή γεμάτη δέος, είδα τους αγγέλους να φεύγουν από κοντά μου, θρηνώντας για την ψυχή μου, και τους δαίμονες να πανηγυρίζουν.
Τότε, κατάλαβα το λάθος μου και ζήτησα συγχώρηση.
Μα όταν ο Ευάγριος με απέρριψε, εμφανίστηκε ένας φοβερός άγγελος με πύρινο ξίφος και τον χτύπησε.
Και τότε, το ίδιο χέρι που τον έριξε νεκρό, με σήκωσε και με έκανε καλά."
Η αδελφότητα στάθηκε βουβή μπροστά στο φρικτό τέλος του ενός και στη θαυματουργή σωτηρία του άλλου.
Τα δάκρυα που δεν χύθηκαν στη ζωή, χύθηκαν τώρα, μπροστά στο αμετάκλητο του θανάτου.
Και ο Ευάγριος, που αρνήθηκε τη συγχώρηση, έμεινε εκεί, άθαφτος με ανοιχτά μάτια, για να θυμίζει σε κάθε περαστικό τη φρικτή αλήθεια: Όποιος δεν συγχωρεί, καταδικάζει την ίδια του την ψυχή στη φωτιά που δεν σβήνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου