Υπάρχουν
στιγμές στην ιστορία της ψυχής που τα χείλη σωπαίνουν και το φώς σβήνει
για να μιλήσει το Αιώνιο. Στιγμές όπου η ανθρώπινη οδύνη γίνεται πύλη
μυστηρίου, κι ο πόνος, όχι πια κατάρα, αλλά ιερό πέρασμα προς την
αθανασία.
Στις τελευταίες ώρες της ζωής του Οσίου Παϊσίου, κάθε ανάσα, κάθε βλέμμα, κάθε λέξη ιδίως εκείνη η τριπλή: «μαρτύριο, μαρτύριο, μαρτύριο» ήταν ένα προσκύνημα στο Σταυρό και στην Ανάσταση.
Ο Όσιος Παΐσιος δεν πέθανε. Εκοιμήθη. Κι αυτό δεν είναι απλή εναλλαγή λέξεων, μα ρήξη του τρόπου που ο άνθρωπος βιώνει το τέλος. Ο βίος του ήταν εξ αρχής πορεία σταυρική, αλλά η έξοδος του προσέλαβε εκείνον τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που έχουν οι εκδημίες των Αγίων: δεν είναι τραγωδίες, είναι λειτουργίες. Δεν είναι θρήνοι, αλλά δοξολογίες της ελπίδας.
Αρνούμενος φάρμακα και παυσίπονα, διάλεξε τον δρόμο του ηθελημένου πόνου. Όχι από μαζοχισμό, αλλά από πνευματική σύνεση. Ο άνθρωπος που αγωνίστηκε να ελευθερώσει την ψυχή του από κάθε δέσμευση της σαρκός, ακόμη και στη στερνή του ώρα, δίδαξε ότι η λύτρωση δεν είναι φυγή από τον πόνο, αλλά μεταμόρφωση του πόνου σε δοχείο Χάριτος.
Το σταυροδρόμι της εσωτερικής του αγωνίας
δεν ήταν μονόλογος. Ο Γέροντας μιλούσε στην Παναγία με τα μάτια, στον
Χριστό με το κομποσχοίνι, και στην Αγία Ευφημία με εκείνους τους δύο
κόκκους από το κόλλυβο της. Η παρουσία της αγιότητας του είχε ήδη
υπερβεί το φθαρτό.
Η λέξη «μαρτύριο» δεν ήταν κραυγή,
ήταν αποδοχή. Μαρτυρία, εν τέλει, είναι ο ίδιος ο Άγιος. Η λέξη που
επανέλαβε τρεις φορές θυμίζει την τριπλή άρνηση του Πέτρου που
μεταμορφώθηκε σε τριπλή αγάπη. Έτσι κι εδώ: ο πόνος μετατράπηκε σε
μυσταγωγία, σε παρουσία, σε επανάληψη του πάθους του Χριστού.
Η Κοίμηση του ήταν, κυριολεκτικά, ανάπαυση. Η ύστατη πνοή του, που έσβησε «ὅπως σβήνει τὸ καντηλάκι, ὅταν τελειώνει τὸ λάδι του», περιέχει όλη την ποιητική του ουρανού. Όχι βίαιο τέλος, μα φυσική μετάβαση· όχι τραγική απώλεια, αλλά αναχώρηση σιωπηλή, όπως οι άγγελοι δεν θορυβούν, μα γεμίζουν τον χώρο με άρρητο φώς.