Στην εκκλησία, εννοώ στον Άγιο Γεράσιμο, πολύ συγκινιόμουνα. Άκουγα το Ευαγγέλιο και συγκινιόμουνα. Το πάθαινα αυτό, επειδή «έβλεπα» την εικόνα, τον Χριστό τον ίδιο.

Μια Μεγάλη Παρασκευή κάναμε την ακολουθία. Η εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο. Τι έπαθα εκεί! Διάβαζα το Ευαγγέλιο κι όταν έφθασα στη φράση:

«Ηλί, Ηλί, λιμά σαβαχθανί· τούτ’ έστι Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες;» δεν μπόρεσα να την τελειώσω. Δεν είπα το «ινατί με εγκατέλιπες;».

Με πλημμύρισε η συγκίνηση. Κόπηκε η φωνή μου. Μπροστά μου είχα όλη την τραγική σκηνή. Είδα εκείνο το πρόσωπο. Άκουσα εκείνη τη φωνή. Τον έβλεπα τον Χριστό πολύ ζωντανά. Ο κόσμος κάτω περίμενε. Εγώ τίποτα, αδύνατον να προχωρήσω. Αφήνω το Ευαγγέλιο στο τετράποδο και γυρίζω μέσα στο Ιερό. Κάνω το σταυρό μου, ασπάζομαι την Αγία Τράπεζα.