
ΟΠΟΙΟΣ
κατοπτεύει μόνο ἐνιστορικά τήν θρησκευτικότητα, προπαντός σήμερα, στήν
ἐποχή τῶν διαφημισμένων “ἀνοιχτῶν τεχνητο-απείρων ὁριζόντων”, κατανέμει
θρησκειακά τούς ἀνθρώπους σέ μιά κάθετα ἀντιθετική κατάσταση μεταξύ τῆς
παρωχημένης (ἀγνοημένης ἤ λησμονημένης) πίστης καί ὑπερέξυπνης
(καρκινικῆς ἤ πολυκέφαλης) ἀπιστίας.
Μετά ἀπό
ὠσμώσεις συνεπιβίωσης μεταξύ καταιγισμοῦ κοινωνιστικῶν συστημάτων καί
παροπλισμοῦ τῆς θρησκειακῆς παρρησίας, μέ μιάν κατ᾽ ἀνάγκην ἑκατέρωθεν
τυπική ἀνοχή, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μέ ὑπαρκτική ἄνοια ἀμνημονεῖ γιά τήν
“σταύρωση-ἀπολύτρωση”, “θάνατο-ζωοποίηση”, “ἀνάσταση-σωτηρία” ἐν Χριστῷ.
Τίς ἀντιπαρέρχεται ἀκόμη καί ὡς ἐνδεχόμενη θρησκευτική δοκιμή.
Ὁ σημερινός
κόσμος δέν καταδιώκει τόν Χριστό, ἀλλά δαιμονοποιεῖται στήν ἄρνηση τῆς
πανταχοῦ παρουσίας Του. Ἐθίζεται νά Τόν ἀγνοεῖ ἤ νά Τόν λησμονεῖ, ἄν
κάποτε κάπου εἶχε μάθει σπαράγματα λαογραφικῆς χριστιανικῆς πίστης.
Σ᾽ αὐτόν τό
χῶρο συνεπιβιώνει ἡ σημερινή νέα γενιά, τό παρόν-μέλλον καί τό
μετα-μέλλον μας. Ὁ σημερινός νέος σπανιότατα “εἰσπράττει” κάποια
ὑποτυπωδέστατα θρησκευτικά βιώματα χριστιανικοῦ λυρισμοῦ ἀπό τά ἐλάχιστα
ἀφιερώματα τῶν ἱστοτόπων καί τῶν εἰδήσεων, κυρίως δέ ἀπό κάποιαν
ἀσυνείδητη ἐνσυναίσθηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐλάβειας κυρίως τῶν
παππούδων καί τῶν γιαγιάδων ἤ καί τῆς θρησκευτικῆς λαογραφίας τῶν ἡμερῶν
(Νυμφίος-σταύρωση-ἀποκαθήλωση-ἐπιτάφιος-ἀναστάσιμος συναγερμός).
Σέ ἕνα
κοινωνικό καμβά (ἤ μᾶλλον “κουβά ἀπορρίψεων”), πού ἰσοπεδώνει
συνειδήσεις καί συνειδήσεις, δημιουργώντας μιά πλαδαρή καί ὠμή κοσμική
ὁμογενοποίηση, ποιός νά ἐννοήσει μέ τήν “μέσα καρδιά” ἤ νά βιώσει τήν “διαλεκτική” τῶν ὕμνων τῆς Μεγ. Ἑβδομάδος!
***
«ΕΣΤΑΥΡΩΘΗΣ
δι᾽ ἐμέ, ἵνα ἐμοί πηγάσῃς τήν ἄφεσιν· ἐκεντήθης τήν πλευράν, ἵνα
κρουνούς ζωῆς ἀναβλύσῃς μοι· τοῖς ἥλοις προσήλωσαι, ἵνα ἐγώ, τῷ βάθει
τῶν παθημάτων σου τό ὕψος τοῦ κράτους σου πιστούμενος, κράζω σοι,
ζωοδότα Χριστέ· δόξα τῷ σταυρῷ σου, Σῶτερ, καί τῷ πάθει σου» (τροπάρια
Μακαρισμῶν, ὄρθρου Μεγ. Παρασκευῆς).
«Δέχθηκες καί σέ σταύρωσαν γιά μένα, κι ἔτσι πήγασες σέ μένα τήν ἄφεση·
σοῦ τρύπησαν τήν πλευρά, κι ἔτσι ἀνέβλυσες σέ μένα κρουνούς ζωῆς·
σέ κάρφωσαν μέ τά καρφιά, κι ἀπό τό βάθος τῶν [ἐθελόδεκτων] παθημάτων σου βεβαιώθηκα γιά τό θεϊκό ὕψος τῆς παντοκρατορίας σου·
ὁπότε κραυγάζω σέ σένα, Χριστέ, πού [ἔτσι μᾶς] χαρίζεις τήν [ἀθάνατη θεϊκή] ζωή·
δοξασμένα νά εἶναι, Σωτήρα, ἡ σταύρωσή σου καί τά παθήματά σου».
***
ΤΙ
ΕΝΣΗΜΑΙΝΟΥΝ οἱ ἔσχατες πρωτοβουλίες τοῦ παντευργέτου Χριστοῦ, πού ἐδῶ
περιγράφονται “διαλογικά” πρός τίς εὐεργετούμενες δοχές τοῦ συλλογικοῦ
ἀνθρώπου;
Εἶναι ἡ διαλεκτική τῆς σταυρωμένης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγαπωμένων Του, τῆς πανανθρωπότητος.
Εἶναι ἡ
διαλεκτική τῆς σταυρωμένης καί ταπεινωμένης ὑπομονῆς (μακροθυμίας) Του
ἀκόμη καί ἀπέναντι στόν μέχρι τέλους ἀπορριπτικό “ἐξ εὐωνύμων ληστή”,
πού ἐπέμεινε νά αὐτοεξαιρεθεῖ ἀπό τήν ἀνοικτή “εὐκαιρία” τῆς
θεοκοινωνίας, ἀπό τό σκανδαλῶδες ἐκεῖνο τῆς ἄμεσης θείας σωτηρίας τοῦ
δίκαιου ληστῆ.
Ἡ λατρεία, ἡ
δοξολογία, ἡ εὐχαριστιακή ἀναφορά τῆς ὅλης ζωῆς γεννιέται ἀπό μιάν
ἀσυγκράτητη βίωση τῶν ζωοποιῶν καί θεουργικῶν εὐεργεσιῶν τῆς ἐθελοθυσίας
καί αὐτοθυσίας τοῦ ἐνανθρωπισμένου Θεοῦ.
Ἐκείνου πού
εἴτε στήν Παλαιά Διαθήκη εἴτε στήν Καινή Διαθήκη αὐτοπαρουσιάζεται ὡς τό
Α καί τό Ω, πού τό ἐνεικονίζουμε στό φωτοστέφανό Του.
Τό
φωτοστέφανο δέν εἶναι μιά τεχνική “ἰδιοτροπία” τῆς ἁγιογραφίας. Εἶναι ἡ
θεανθρώπινη ἀκτινοβολία τῆς θεότητάς Του, τοῦ φωτός Του, τῆς οὐσιοποιοῦ,
σοφοποιοῦ καί θεοποιοῦ ἐνέργειάς Του, πού συνέστησε τόν κόσμο,
λογοποιεῖ ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, θεοποιεῖ τούς ἁγίους.
“Ἐγώ εἶμαι ὁ
πρῶτος καί ὁ ἔσχατος” (Ἠσ. 44:6). “Ἐγώ εἶμαι ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος. Ἐγώ
εἶμαι ὁ ζωντανός· μέ θανάτωσαν, μά νά πού τώρα ζῶ γιά πάντα καί
ἐξουσιάζω τό θάνατο καί τό βασίλειό του” (Ἀποκ. 1:17-18).