Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


   Η Γέννηση του Χριστού εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία δοξολογικά και συνάμα κατανυκτικά. Η ηδυμελής υμνογραφία και η ειρηνόχυτη εικονογραφία με θαυμαστό τρόπο εκφράζουν το μέγα γεγονός. Μέσα στο χώρο της Εκκλησίας ο Ορθόδοξος Χριστιανός ζει το μυστήριο της σαρκώσεως με τις αισθήσεις του, που μεταμορφώνονται για να γίνουν μέσα επικοινωνίας με το άρρητο. Προσκυνώντας την εικόνα της Γεννήσεως ανταποκρίνεται στο κέλευσμα της ψαλμωδίας «δεύτε ίδωμεν πιστοί» και «βλέπει» με τα μάτια του την θεολογία της σαρκώσεως αισθανόμενος την ευφροσύνη της θείας συγκαταβάσεως και κενώσεως. Το πνευματικό μεγαλείο, το μυστικό βάθος και το αισθητικό κάλλος της Ορθοδόξου τέχνης συνεργούν στη μετοχή του πιστού στο καλοάγγελτο γεγονός της Ενανθρώπησης. Στο κέντρο της εικόνας υψώνεται βουνό «βραχώδες, αλλ᾿ εύχαρι και φωτεινόχρωμο»  με μία μεγάλη σκοτεινόχρωμη σπηλιά. Μέσα στήν σπηλιά η κτιστή φάτνη με τον σπαργανωμένο, αρτιγέννητο νήπιο Χριστό. Δίπλα η Παναγία Μητέρα πάνω σε στρώμα κάθεται ή είναι μισοξαπλωμένη και σε μεταγενέστερους χρόνους γονατίζει. Πίσω από την φάτνη προβάλλουν τα κεφάλια τους δύο αγαθά ζώα, βόδι και ονάριο. Έξω από το σπήλαιο στο ένα άκρο της εικόνας κάθεται συλλογισμένος ο Ιωσήφ. Στο άλλο άκρο το πρώτο λουτρό του Βρέφους που γίνεται με την βοήθεια δύο γυναικών συχνά η μία δοκιμάζει με το χέρι της τη θερμοκρασία του νερού. Στο επάνω μέρος οι ολόσωμοι Άγγελοι προσκυνούν και δοξολογούν τον τεχθέντα Θεόν και με χαρά αναγγέλουν στους τσοπάνους, το χαρούμενο μήνυμα της Γέννησης του Σωτήρα. Οι ποιμένες, που ξενυχτώντας βόσκουν τα κοπάδια τους, δέχονται εκστατικοί το άγγελμα. Συχνά ένας απ᾿ αυτούς παίζει το σουραύλι του, ενώ άλλος συνομιλεί με τον Ιωσήφ. Η σύνθεση ολοκληρώνεται με την προσκύνηση των Μάγων, που έρχονται ντυμένοι με τις εξωτικές τους στολές και κομίζοντας τα βασιλικά τους δώρα. Ο λαμπρός αστέρας, που τους οδηγούσε, έχει σταθεί πάνω από το σπήλαιο «ωσάν δροσοσταλίδα κρεμασμένη άνωθεν της κεφαλής του Χριστού» (Φ. Κόντογλου). Το τοπίο, που μέσα διαδραματίζεται το θαυμαστό αυτό γεγονός είναι λιτό και απἐριτο. «Άγρια πρινάρια και ευώδη χόρτα, μυρσίνες, θυμάρια και άλλα στολίζουν ταπεινά τους βράχους, όπως τα βλέπει κανένας στα ευλογημένα βουνά της πατρίδος μας». (Φ. Κόντογλου).

   Ο εικονογραφικός τύπος διαμορφώθηκε έτσι ώστε να συνοψίζει την θεολογία της Γεννήσεως ντύνοντάς την με άρτια αισθητική μορφή. Η παράσταση έχει οργανωθεί αντιρρεαλιστικά και συμβολικά συνθέτοντας στοιχεία από την πραγματικότητα με πνευματικά και διαχρονικά. Το βουνό, το σπήλαιο, η φάτνη, τα ζώα συνυπάρχουν με τον χρυσό κάμπο που είναι ο πνευματικός χώρος του ουρανού. Έτσι η εικόνα αμέσως παρουσιάζει την σύνθεση του γήϊνου και του ουράνιου, του ανθρώπινου και του θείου.
   Όλες οι μορφές έχουν ειδικό νόημα και συμβολισμό. Η Γέννηση τοποθετείται μέσα σε σπήλαιο, στοιχείο που δεν προέρχεται από τα Ευαγγέλια, αλλά την παράδοση που ξεκινάει μεν από το απόκρυφο το λεγόμενο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου (κεφ. XVII) «και εύρε σπήλαιον εκει και εισήγαγε αυτήν» αλλά την παίρνει ο Ορθόδοξος θεολογικός στοχασμός (Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς) και την καθιερώνει η υμνογραφία με τον Ρωμανό «και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει» (Κοντάκιον),
   Το σκοτεινόχρωμο σπήλαιο συνδέεται και με τον Άδη που θα φωτίσει ο Χριστός με την Ανάστασή Του. Συμβολίζει όμως και την σκοτεινιά του προχριστιανικού κόσμου στην οποία θα λάμψει το χαρούμενο, λυτρωτικό φως «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς» (Ματθ. 4, 16). Όπως σημειώθηκε πιο πριν στη φάτνη ο Χριστός εικονίζεται σπαργανωμένος. Η εικονογραφία εδώ ακολουθεί πιστά την ευαγγελική διήγηση «και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινε αυτόν εν τη φάτνη» (Λουκ. 2, 7). Το φασκιωμένο βρέφος παραπέμπει οπτικά σε μορφές νεκρών, όπως του Λαζάρου, δίνοντάς μας έτσι μια ακόμη νήξη γιά το σάβανο και την ταφή του Κυρίου.
   Η θέση της Παναγίας είναι καίρια στήν εικόνα δείχνοντας μ᾿ αυτόν τον τρόπο τον ρόλο της στο έργο της σωτηρίας. Εικονίζεται σε άμεση σχέση με το γλυκύτατο Τέκνο της, αλλά διατηρεί και κάποια απόσταση απ᾿ Αυτό, υπαγορευμένη από την γνώση της θεότητάς Του. Για την στάση στην οποία ζωγραφίζεται η Θεοτόκος έχει διατυπωθεί η άποψη ότι καθωρίζεται κυρίως από την αντίληψη για τον με ή χωρίς ωδίνες τοκετό. Η υμνολογία όμως της Εκκλησίας αποφαίνεται με σαφήνεια ότι έτεκεν ανωδίνως «τάς ωδίνας φυγούσα υπερφυώς...» (Θ΄ ωδή του κανόνος του Μ. Σαββάτου).
   Μέσα στο σπήλαιο δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο από την Μητέρα και το Βρέφος. Μόνο τα δύο ζώα, (βόδι και ονάριο) που η παρουσία τους είναι μια ζωγραφική υπόμνηση των καυτερών για τον ᾿Ισραήλ λόγων του Ησαία «έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού. Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός με ου συνήκε». (Ησ. 1, 3). Η αποστασία του εκλεκτού λαού του Θεού στηλιτεύεται με τον διακριτικό αυτόν τρόπο μέσα στην εικόνα.
   Είπαμε ότι ο Ιωσήφ κάθεται έξω και κάπως απόμακρα απ᾿ το σπήλαιο. Με αυτόν τον τρόπο διατρανώνει η βυζαντινή ζωγραφική την θεμελιώδη πίστη της Εκκλησίας για την απείρανδρο γέννηση του Ιησού, όπως άλλωστε γίνεται και με την υμνολογία. Ο Ιωσήφ είναι ο μνήστωρ που ξέρει ότι η Μαρία ήταν η «απειρόζυγος δάμαλις» (Δοξαστικό Στ΄ ώρας των Χριστουγέννων).  Η ζωγραφική της Αναγέννησης, που δεν ενδιαφερόταν για την θεολογική έκφραση διά της εικόνος, τοποθέτησε τον Ιωσήφ γονατιστό μέσα στο στάβλο σε συμμετρική θέση με την Παναγία εξισώνοντάς τον ζωγραφικά με την Θεοτόκο και μη διακρίνοντας την χαώδη διαφορά στη σχέση Θεοτόκου - Ιησού και Ιωσήφ - Ιησού. Από δυτική επίδραση έχουμε στα μεταβυζαντινά χρόνια ανάλογη απεικόνιση του Ιωσήφ και σε ορθόδοξες εικόνες. Στην αυθεντική ορθόδοξη έκφραση ο Ιωσήφ κάθεται συλλογισμένος, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα (Δαφνί) μοιάζει σαν να έχει σαν πρότυπο αγάλματα σκεπτομένων μορφών. Η στάση αυτή υποσημαίνει  τις αμφιβολίες που φαίνεται ακόμη να έχει· «Ζάλην ένδοθεν έχων λογισμών αμφιβόλων ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη προς την άγαμόν σε θεωρών και κλεψίγαμον υπονοών Άμεπτε» (Ακάθιστος  Ύμνος).
   Σε μερικές εικόνες μπροστά στον Ιωσήφ στέκεται και συνομιλεί ένας τσοπάνος, συνήθως γέρος, κακόμορφος (σε σπανιώτερες περιπτώσεις έχει κέρατα και ουρά), που σύμφωνα με τα Απόκρυφα είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος σε τσοπάνη που πειράζει τόν Ιωσήφ δείχνοντας την ροζιασμένη μαγκούρα του και λέγοντας ειρωνικά, πως αν αυτό το ξεραμένο ξύλο βλαστήσει με φύλλα και κλαδιά, τότε μπορεί και μια Παρθένα να γεννήσει. Η συλλογισμένη και συνεσταλμένη στάση του δείχνει άνθρωπο που βρέθηκε σε γεγονότα επάνω από τις δυνάμεις του, αλλά που δεν του λείπει η αγαθή προαίρεση. Γι᾿ αυτό και την Μαρία δεν θα την διώξει κρυφά, όπως προς στιγμή σκέφθηκε, αλλά θα σταθεί δίπλα στη Μητέρα και το Παιδίον σαν προστάτης.
   Αν οι ποιμένες είναι οι απλοϊκοί άνθρωποι οι Μάγοι είναι οι σοφοί και διαβασμένοι, που όμως η γνώση τους δεν στέκει εμπόδιο στη προσκύνηση του σαρκωθέντος Λόγου. Γι᾿ αυτό και η τέχνη της Εκκλησίας (ζωγραφική και ποίηση) δίνουν μεγάλη σημασία στην παρουσία τους. Με τις λαμπρές και παράξενες στολές τους, άλλοτε πεζοί και άλλοτε έφιπποι εικονίζονται συχνά σε δυό ή τρεις διαδοχικές σκηνές. Οι Μάγοι είναι οι αναζητητές που πασχίζουν να βρουν την Αλήθεια έξω από τον χώρο του Ισραήλ. 
   Οι Άγγελοι ολόσωμοι, ευγενικοί καα μεγαλόπρεποι, ντυμένοι με τα αρχαία ενδύματά τους (ιμάτιο και χιτώνα) σε στάσεις και κινήσεις που δείχνουν τον σεβασμό στο Βρέφος αναγγέλουν στους ποιμένες το μέγα γεγονός, που θα αποτελέσει τομή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Και όταν όμως σκύβουν για να εκφράσουν το σεβασμό τους δεν ζωγραφίζονται μέσα στην σπηλιά, αλλά στέκουν απ᾿ έξω, ώστε να προβάλλεται ανεμπόδιστα και αδιάσπαστα το κεντρικό θέμα· ο θεός και κτίστης που ντύθηκε την σάρκα καθώς και η Παναγία Μητέρα του, που κατά τον Άγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη κατέχει «τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος»
   Με την ταυτόχρονη αναπαράσταση μέσα στην ίδια σύνθεση γεγονότων που διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά (π.χ. ο Χριστός στην φάτνη και την ίδια ώρα στο λουτρό, οι Μάγοι που οδεύουν ακολουθώντας τον αστέρα και συγχρονως προσκυνούν το Χριστό κλπ.) που σημαίνει απελευθέρωση από την αντίληψη του χρόνου σαν ροής και διαδοχής, δίδεται μιαν άλλη αίσθηση του χρόνου που τα αντιμετωπίζει όλα σαν παρόν. Αυτή η σντίληψη είναι αποτέλεσμα της κατανόησης του μυστηρίου της Σάρκωσης, σαν γεγονότος ιστορικού, αλλά και μυστηριακού, εξωχρονικού. Γιατί ο Χριστός που γεννήθηκε στην ορισμένη χρονική στιγμή «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) και συγκεκριμένο τόπο, δεν έπαυσε να είναι ο «προ των αιώνων υπάρχων» ο άχρονος Υιός που «όλος ην εν τοις κάτω και των άνω ουδόλως απήν» (Ακάθιστος Ύμνος). Αυτή τη θεώρηση του χρόνου δίνει η Ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως και με αυτόν τον τρόπο κάνει σύγχρονο το γεγονός και καλεί τον πιστό να συμμετάσχει και να δει τον τόπο όπου εγεννήθη ο Χριστός. Χρώμα, σχέδιο, σύνθεση γίνονται Θεολογία. Αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα της Βυζαντινής ζωγραφικής· πέτυχε να φανερώσει με χρώματα και σχήματα την ενανθρώπιση στην σωτηριώδη, θεολογικη διάσταση και χωρίς να μας στερήσει την αισθητική χαρά που γεννιέται από την μεγάλη τέχνη, κατώρθωσε να καταστήσει την εικόνα πύλη εισόδου στο μυστήριο που μπαίνουμε με ευφροσύνη και δοξολογία.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου