Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Ο κρυφός Άγιος της εποχής μας. (πατήρ Ευμένιος)

«ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ του μέ τούς ἀνθρώπους, ὁ πατήρ Εὐμένιος, ἐνῶ δέν ἦταν ἀπρόσιτος καί ἀπόμακρος, ὅταν τόν πλησίαζες, σοῦ δημιουργοῦσε ἕνα δέος καί μιά συστολή γιά τό πρόσωπό του, μιά εὐλάβεια. Δέν μποροῦσες νά ἀγγίξης τόν πατέρα Εὐμένιο ἤ νά χαριεντιστῆς μαζί του, παρ᾿ ὅλο πού ὁ ἴδιος καί χαρίεις ἦτο καί χιοῦμορ ἔκανε.
Δέν μποροῦσες νά ἀργολογῆς μαζί του, γιατί ὁ ἴδιος ἦτο ἐκεῖ ἐπί 24ωρου βάσεως ἀπασχολημένος, στόν συγκεκριμένο χῶρο καί χρόνο, γιά τήν ἐξυπηρέτησι τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς.
Μέλημά του ἦταν νά ἀποκαταστήση τήν σχέσι μας μέ τόν Θεό. Μᾶς ἔλεγε νά μήν ἁμαρτάνωμε, ὄχι γιά νά εἴμαστε καλοί ἄνθρωποι, ἀλλά γιά νά μήν διαταράσσεται ἡ καλή μας σχέσι καί ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό Πατέρα μας. Μᾶς ἔλεγε νά κοινωνοῦμε συχνά, γιά νά εἴμαστε συνέχεια συνδεδεμένοι μαζί Του.»

«Ὁ πατήρ Εὐμένιος θεράπευε κρυφά ἤ κάνοντας μικροσαλότητες. Ἡ κυρία Εὐαγγελία Προδρόμου, πού ὑπέφερε ἀπό φρικτούς πόνους στό στομάχι καί τό ἔντερό της, ἰδίως μόλις ἔτρωγε ἤ ἔπινε κάτι ἀντίθετο, ἔλεγε ὅτι πῆγε κάποια ἡμέρα στόν πατέρα Εὐμένιο, ὁ ὁποῖος καθόταν ἔξω ἀπό τό κελλάκι του, τήν καλωσώρισε καί, γιά νά τήν κεράση, τῆς γέμισε ἕνα ποτήρι πορτοκαλάδα νά τό πιῆ. Τοῦ λέει ἐκείνη: «Γέροντα, ἀδύνατον νά πιῶ τέτοιο πρᾶγμα. Ἔχω τό ἔντερό μου καί τό στομάχι μου καί θά μέ διαλύση». «Πιές, πιές», ἐπέμενε ἐκεῖνος καί τῆς τό ἔδωσε, μάλιστα, στό στόμα. Τό ἤπιε καί τῆς ἔδωσε καί δεύτερο ποτήρι. Κι ἐπειδή τελείωσε ἡ πορτοκαλάδα, τῆς γέμισε τό τρίτο ποτήρι μέ sprite ἀεριοῦχο. Ἀφοῦ τά ἤπιε ὅλα, λέει στόν πατέρα Εὐμένιο: «Γέροντα, σέ δύο λεπτά κλάψε με». «Πήγαινε, πήγαινε, δέν ἔχεις τίποτε», τῆς ἀπάντησε ὁ πατήρ Εὐμένιος. Ἀπό τότε ἔγινε καλά καί ἰάθη τελείως.»

«...Ἔχουμε πάει μέ τήν σύζυγό μου νά τόν ἐπισκεφθοῦμε στό κελλί του. Ἐκεῖνος κάθεται στήν καρέκλα του κι ἔχει μπροστά του ἕνα τραπέζι. Πάνω σ᾿ αὐτό βρίσκεται ἕνα πιάτο μέ φροῦτα, ἕνα μπουκάλι χυμός πορτοκαλιοῦ καί πλαστικά ποτήρια. Ἀριστερά καί κοντά στά πόδια του βρίσκεται τό πετραχήλι του, χρώματος κόκκινου μέ χρυσαφιά κεντήματα.
Ἀριστερά του κάθεται ἡ σύζυγός μου καί δεξιά του ἐγώ. Ἡ συζήτησί μας περιστρεφόταν γύρω ἀπό τήν ἀλλεργία, πού βασάνιζε τήν σύζυγό μου, καί τί φάρμακα παίρνει. Γέλασε, μάλιστα, ὅταν ἡ σύζυγός μου τοῦ ἀνέφερε ὅτι ὁ γιατρός τῆς χορήγησε γιά φαρμακευτική ἀγωγή τό Atarax, λέγοντάς της: «Τό Atarax σοῦ ἔδωσε; Ἔμ, αὐτό θά σέ ταράξη, γι᾿ αὐτό τό λένε ἔτσι».
Ἐν τῷ μεταξύ ἄρχισε νά ψιχαλίζη. Εὐθύς ἡ σύζυγός μου πάει νά σηκώση τό πετραχήλι λέγοντας στόν γέροντα Εὐμένιο νά σηκωθῆ κι αὐτός, νά τόν βάλουμε στό κελλάκι του, γιά νά μήν βραχῆ. Ἐκεῖνος ἁπλώνει, τότε, τά χέρια του καί χαράζει ἕνα νοητό ἡμικύκλιο ἀπό τήν μεριά τῆς συζύγου μου μπροστά του καί ἀπό τήν πλευρά τήν δική μου, λέγοντας: «Ποῦ βλέπεις ὅτι βρεχόμαστε; Καθῆστε κάτω, νά συνεχίσουμε τήν κουβέντα μας».
Ἐγώ ἔμεινα ἄφωνος, ὅπως καί ἡ σύζυγός μου. Ἡ ψιχάλα εἶχε γίνει μπόρα, ἀλλά ἐκεῖ πού ὁ Γέροντας εἶχε ὁριοθετήσει νοητά, ἡ βροχή δέν ἄγγιζε τίποτε»....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου