Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Γερόντισσα Ναντιέζντα (Ελπίδα) από την Σεβαστούπολη

Ήταν 10 Ιουνίου του 2000, παραμονή της εορτής του αγίου Λουκά του ιατρού, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Βρισκόμουν στον ναό της Αγίας Τριάδος Συμφερουπόλεως για τον πανηγυρικό εσπερινό και τον όρθρο. Ανάμεσα στους χιλιάδες προσκυνητές διέκρινα μία ηλικιωμένη μεγαλόσχημη μοναχή.

Ήταν ή Γερόντισσα Ναντιέζντα (Ελπίδα) από την Σεβαστούπολη. Από την πρώτη στιγμή με εντυπωσίασε ή μορφή της και ή καλοσύνη της. Οι συγγενείς της πού την συνόδευαν μου είπαν ότι ή γερόντισσα ήταν πνευματικό παιδί του αγίου Λουκά. Την ξαναείδα την επόμενη χρονιά στην Σεβαστούπολη.

Μιλήσαμε λίγο περισσότερο και κατάλαβα ότι πρόκειται για πνευματικό θησαυρό. Δυστυχώς ό χρόνος με πίεζε και δεν είχα την δυνατότητα να μείνω περισσότερο. Την αποχαιρέτισα λέγοντας ότι, αν θέλει ό Θεός, την επόμενη χρονιά θα την επισκεφθώ στο σπίτι της.

Πράγματι τον Ιούνιο του 2002 την επισκέφθηκα στην κατοικία της. Μένει στο ισόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Το μικρό διαμέρισμα της αποτελείται από ένα δωμάτιο, ένα στενό διάδρομο και μία μικρή κουζίνα, ανήλιο και απεριποίητο, σε άθλια κατάσταση, όπως άλλωστε και όλη ή πολυκατοικία. Ή γερόντισσα μένει με την κόρη της και την εγγονή της. Ό τοίχος πάνω από το κρεβάτι της είναι καλυμμένος από εικόνες και στην γωνία υπάρχει ένα τραπεζάκι με ακοίμητο καντήλι.

Μας υποδέχθηκε όλο χαρά: «Καλώς ορίσατε! Τι μεγάλη ευλογία είναι αυτή, να έρθετε σε μένα την αμαρτωλή...». Πήρε από το τραπέζι ένα και μοναδικό πορτοκάλι και μου το έδωσε.

«Το φύλαγα για σένα», συνέχισε.
«Ξέρεις πριν από ένα μήνα ήμουν πολύ άσχημα. ’ρχισαν να με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου, έπεσε ή πίεση μου και κατάλαβα ότι σύντομα θα φύγω για το μεγάλο ταξίδι. Ήρθε ό ιερέας και με κοινώνησε, αποχαιρέτισα τους δικούς μου και περίμενα. Κάποια στιγμή όμως θυμήθηκα τα λόγια σου και την υπόσχεση σου.

Παρακάλεσα τότε τον άγιο Λουκά και του είπα: «’γιε μου Λουκά, ό π. Νεκτάριος μου είπε ότι σε ένα μήνα θα έρθει να με δει.
Αν θέλεις, άφησε με να ζήσω μέχρι τότε και μετά ας φύγω. Πράγματι ό άγιος με άκουσε, οί δυνάμεις μου επανήλθαν, ή πίεση ανέβηκε και τώρα είμαι καλά». Την άκουσα με έκπληξη και κάπως αμήχανα της είπα: «Μα και εγώ ήθελα να σε δω ζωντανή». Πολύ χαριτωμένα απάντησε. «Και εγώ προσπαθούσα να ζήσω».

Την ρωτήσαμε για την ζωή της.
«Γεννήθηκα το 1906. Έζησα πάρα πολλά στην ζωή μου. Φτώχεια, πείνα, δυστυχία, επαναστάσεις, πολέμους...».
Να σημειώσουμε εδώ ότι ή Σεβαστούπολη ανήκει σε εκείνες τις πόλεις πού έχουν ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα. Λίγο μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, ξέσπασε ό εμφύλιος πόλεμος μεταξύ «Λευκών» και «Κόκκινων», ό όποιος κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια. Εκατομμύρια οί νεκροί και περισσότερα τα άλλα θύματα και οί τραυματίες.

Ή πλέον αιματηρή φάση αυτού του πολέμου έλαβε χώρα στην Κριμαία. Μετά την αποχώρηση των «Λευκών», οί σφαγές έφτασαν στο απόγειο τους. Μέσα σε ενάμισι μήνα εκτελέστηκαν περίπου 50.000 άνθρωποι. Ειδικά ή Σεβαστούπολη έζησε ημέρες φρίκης και γι' αυτό ονομάστηκε «πόλη των κρεμασμένων». Ή κεντρική λεωφόρος ήταν γεμάτη πτώματα. Όσους συνελάμβαναν τους κρεμούσαν στους δρόμους, για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, ενώ σε όλη την πόλη κυριαρχούσαν αφίσες με το σύνθημα «θάνατος στους προδότες».

Στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ή Σεβαστούπολη δοκίμασε και πάλι την φρίκη του πολέμου. Το μέρος είναι στρατηγικής σημασίας και οί δυο αντίπαλοι πολέμησαν λυσσαλέα και είχαν αμέτρητους νεκρούς. Ή Σεβαστούπολη κράτησε για 249 ήμερες και όλο αυτό το διάστημα βομβαρδίστηκε ανελέητα. Όταν σταμάτησαν οί μάχες, μόνον επτά κτήρια είχαν μείνει όρθια, ή υπόλοιπη πόλη είχε ισοπεδωθεί.

Ή γερόντισσα συνέχισε: «Πρώτα ζήσαμε την φρίκη του εμφυλίου πολέμου. Ήμουν μικρό κορίτσι τότε και ή πόλη μας έζησε πολλές δυστυχίες. Χύθηκε πολύ αίμα τότε. Στην δεκαετία του '30 παντρεύτηκα και απέκτησα δυο κορίτσια. Σε λίγο ξέσπασε ό Β' Παγκόσμιος πόλεμος και ό άνδρας μου έφυγε για το μέτωπο. Οί Γερμανοί τον συνέλαβαν αιχμάλωτο και έμεινε αρκετό καιρό στα γερμανικά στρατόπεδα.

Μετά τον πόλεμο οί αιχμάλωτοι επέστρεψαν, αλλά όχι στα σπίτια τους, τους έστειλαν στην Σιβηρία Πράγματι αυτή ήταν ή παράλογη πολιτική του Στάλιν. Οί ταλαίπωροι Ρώσοι αιχμάλωτοι, όσοι βέβαια επέζησαν από τις κακουχίες των γερμανικών στρατοπέδων, θεωρήθηκαν από τον Στάλιν μολυσμένοι από το «μίασμα του καπιταλισμού» και γι' αυτό θα έπρεπε να υποβληθούν σε «αποτοξίνωση» και αντικαπιταλιστική θεραπεία.

Έτσι λοιπόν οδηγήθηκαν όλοι στα στρατόπεδα του Γκουλάγκ! Τον άνδρα μου δεν τον ξαναείδα. Δεν άντεξε στις κακουχίες και πέθανε εκεί. Με μεγάλες δυσκολίες μεγάλωσα τα δυο μου παιδιά. Μόνη μου παρηγοριά και ελπίδα ήταν ή πίστη στον Θεό. Από μικρή ήμουν στην εκκλησία και αυτό με στήριξε. Ας είναι δοξασμένο το όνομα Του».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου