Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Σκέψεις του Μητροπολίτου Δημητριάδος Ιγνατίου για την αντιμετώπιση της πολυδιάστατης κρίσης


Η εισήγηση του Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιγνατίου:

«Η Εκκλησία ως ελπίδα και ενότητα της κοινωνίας και ως νοηματοδότηση της ζωής του ανθρώπου» (Εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Οκτώβριος 2010)
Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Συνοδικοί
Το ζήτημα της οικονομικής κρίσης συνεχίζει να βρίσκεται για αρκετό καιρό τώρα στο επίκεντρο του ευρύτερου προβληματισμού τόσο διεθνώς, όσο και στη χώρα μας. Οι λαοί και οι κυβερνήσεις τους φαίνεται ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με μία πρωτοφανή όσο και περίπλοκη κρίση, που οδηγεί σε οριακές καταστάσεις. Στην πατρίδα μας βιώνουμε ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα μια όντως δύσκολη κατάσταση, η οποία προκαλεί ποικίλες και αλυσιδωτές αντιδράσεις. Οι τελευταίες δημιουργούν εύλογο προβληματισμό για την κοινωνική συνοχή και συμπόρευση του λαού μας. Η πολιτική εξουσία και ο επιχειρηματικός κόσμος υιοθετούν και εφαρμόζουν προτάσεις και αποφάσεις, που είναι συχνά ανατρεπτικές αλλά και οπωσδήποτε οδυνηρές για την καθημερινή βιοτή των ανθρώπων. Ωστόσο, αν και δεν είναι αρμοδιότητα δική μας να τις κρίνουμε, δεν φαίνεται ότι αποτελούν αποκλειστική πρόταση για την απόπειρα υπέρβασης της κρίσης και την περαιτέρω πορεία.
Υπό το βάρος αυτής της ζοφερής πραγματικότητας, η παρελθούσα Διαρκής Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να ασχοληθεί το Σώμα της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας με το θέμα «Η σύγχρονη κρίση από εκκλησιαστικής πλευράς», αναθέτοντας και στην ελαχιστότητά μου την παρούσα δεύτερη εισήγηση, που φέρει τον τίτλο: «Η Εκκλησία ως ελπίδα και ενότητα της κοινωνίας και ως νοηματοδότηση της ζωής του ανθρώπου». Το κείμενο αυτό είναι καρπός Επιτροπής εξ Αρχιερέων, η οποία ανέλαβε να συγκεντρώσει σκέψεις, απόψεις και προτάσεις κληρικών και λαϊκών, προκειμένου να συμπεριλάβει όσο το δυνατόν περισσότερη εμπειρία, προς εξαγωγή ουσιαστικών συμπερασμάτων και εφικτών αποφάσεων. Λόγω του περιορισμένου διαθέσιμου χρόνου επεξεργασίας τους, αναλάβαμε την ευθύνη να συνθέσουμε και να αποδώσουμε, κατά το δυνατόν, όσα κατατέθηκαν από έγκριτα πρόσωπα, που πρόθυμα συμμετείχαν στην, πρωτόγνωρη ομολογουμένως για τις εργασίες μας, συλλογική αυτή προσπάθεια.

Είναι αλήθεια ότι η εισήγηση αυτή δεν αποτελεί μία ακόμη τεχνικο-οικονομική προσέγγιση σε επίπεδο λογιστικό και αριθμών του όλου προβλήματος (χωρίς βέβαια να υποτιμάται μια τέτοιου είδους έρευνα). Επιδίωξή της είναι να φανερώσει ότι υφίσταται πράγματι εναλλακτική πρόταση διαχείρισης της κρίσης, προς όφελος του ανθρώπου, μακριά από ιδεολογικές και άλλες αγκυλώσεις. Η Εκκλησία του Χριστού έχει λόγο για τη σημερινή κρίσιμη κατάσταση, διότι δεν έπαψε να αποτελεί σάρκα του κόσμου, μέρος της ιστορίας. Γι  αὐτό, οφείλει, κηρύττοντας «Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον», να επιδιώκει τη διαρκή και ανακαινιστική ενσάρκωση του Λόγου του Θεού στο εκάστοτε εδώ και τώρα του ιστορικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια, όντας εντός του κόσμου αλλ  «ουκ εκ του κόσμου τούτου», η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να φροντίζει, με κάθε δυνατό τρόπο, τον κόσμο, για τη σωτηρία του οποίου υφίσταται και εργάζεται.

Προκειμένου να οδηγηθούμε στην ανάδειξη μιας αληθινά ελπιδοφόρας προοπτικής, που διαθέτει η Εκκλησία μας, ως Σώμα Χριστού, φάνηκε ήδη, από την εισήγηση, που ανέγνωσε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλος, η ανάγκη να καταγράψουμε με ειλικρινή διάθεση αυτοκριτικής τα «κακώς κείμενα». Δηλαδή τα εμπόδια εκείνα που τίθενται από εμάς τους ίδιους, την ποιμαίνουσα Εκκλησία, στην πορεία καρποφορίας του λόγου του Θεού στις καρδιές και τη ζωή των ανθρώπων. Η αλήθεια αυτή πρέπει να ομολογήσουμε ότι μας επιφορτίζει με σημαντικές ευθύνες. Εδώ και δεκαετίες στον τόπο μας διαπιστώνεται από ποικίλες πλευρές μια παθογένεια σύνολης της δημόσιας ζωής, όπως ατομικισμός, ιδιώτευση, ωχαδελφισμός, διαφθορά, αναξιοκρατία κ. α. Είναι λοιπόν αυτονόητο αλλοτριωμένες και κοσμικές νοοτροπίες να διεισδύουν και στο εκκλησιαστικό σώμα, αφού αυτό ζει και πορεύεται μέσα στο ιστορικό κοινωνικό πλαίσιο και όχι σε μια εξωιστορική και φαντασιακή πραγματικότητα.

Και τα ερωτήματα τίθενται αμείλικτα: διαθέτουμε άραγε την τόλμη και το σθένος να διαπιστώσουμε τις δυσλειτουργίες και τις ελλείψεις μας, ως προς την ανθρώπινη πάντοτε παρουσία της Εκκλησίας, και κατόπιν να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν τούτες τις κρίσιμες στιγμές; Τι απέγινε, λοιπόν, το ορθόδοξο ήθος του λαού μας; Πόσο υστερήσαμε σε παραδείγματα ζωής και στην εμπέδωσή τους στην καθημερινή ζωή όλων μας; Μήπως οι μέθοδοι και οι πρακτικές μας προέρχονται από ένα εντελώς παρωχημένο κοσμοείδωλο; Μήπως ο λόγος, το κήρυγμά μας, απαξιώνεται και αυτό ως «ξύλινος λόγος», συχνά ακατανόητος από ένα ακροατήριο, ενδεχομένως ακατήχητο και ανίκανο να ανταποκριθεί στην έκκληση για ενότητα και αλληλεγγύη; Μήπως με την υπερβολική μας εμμονή σε έργα υλικο-τεχνικών υποδομών και εξεζητημένο εξωραϊσμό των Ιερών Ναών και μοναστηριών, αποδυναμώνουμε την ουσιαστική συμμετοχή μας στη σημερινή πνευματική και υλική ανάγκη των ανθρώπων;

Με άλλα λόγια, μήπως έχουμε μεταβληθεί σ’ ένα στερεότυπο και σταθερό θεσμό, σε ένα σύστημα αυτοαναφορικό και κλειστό, που πορεύεται χωρίς να αφουγκράζεται την πραγματικότητα; Και ακόμη δίχως να αντιλαμβάνεται τις ριζικές αλλαγές, που έχουν συντελεσθεί σε επίπεδο πρώτα κοινωνικό, όπως η πολυπολιτισμική σύνθεση της κοινωνίας, έπειτα σε οικονομικό, όπως το πέρασμα από την αγροτική πραγματικότητα στην ελεύθερη αγορά, και τέλος σε επίπεδο και πνευματικό, όπως η ανάδειξη του εαυτού και του ατομικού εγώ έναντι κοινωνικών μοντέλων;

Και ενώ συχνά πασχίζουμε με ζήλο να δημιουργήσουμε υποδομές και να προσφέρουμε πολύπλευρο κοινωνικό έργο, πολλές φορές τα εγχειρήματά μας παραμένουν άχρωμες και χωρίς πνοή χειρονομίες, οι οποίες απλώς επιζητούν να συνδράμουν τόσο στην αυταρέσκειά μας, όσο και στην κρατική πρόνοια. Έτσι, όμως, δεν αναδεικνύεται μια διαφορετική προοπτική, που να πείθει ότι ο χριστιανός είναι το «άλας» του κόσμου, το απαραίτητο εκείνο στοιχείο που τον διαφοροποιεί από κάθε άλλο κοσμικό η θρησκευτικό άνθρωπο.

«Ος δ’ αν έχη τον βίον του κόσμου και θεωρή τον αδελφόν αυτού χρείαν έχοντα και κλείση τα σπλάχνα αυτού απ αὐτοῦ, πως η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ; Τεκνία μου, μη αγαπώμεν λόγω μηδέ γλώσση, αλλ  ἔργῳ και αληθεία.» (Α  Ἰωάννου, 3, 17-18) Με τους λόγους αυτούς του αγίου Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου από την Α  Καθολική Επιστολή του ως κριτήριο, θα επιχειρήσουμε ακολούθως να διακρίνουμε τα στοιχεία εκείνα της ταυτότητας της Εκκλησίας, που εφόσον αναδειχθούν και υιοθετηθούν έμπρακτα και συνειδητά, μπορούν να αναζωογονήσουν το εκκλησιαστικό γεγονός. Η ενότητα του Σωματος του Χριστού που πηγάζει από το μυστήριο της Ευχαριστίας, αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση γι  αὐτή την ύπαρξή της. Η Εκκλησία είναι μία, διότι ο Χριστός είναι Ένας.

Μία Εκκλησία, που υπάρχει εν τω κόσμω, ως πολλές τοπικές Εκκλησίες, όπως ο Χριστός ανακεφαλαιώνει εν εαυτώ σύμπασαν την ανθρωπότητα και την κτίση. Στην τοπική Εκκλησία, ο επίσκοπος, αποτελώντας εξαρχής την συλλογική και ανακεφαλαιωτική προσωπικότητα, που εκφράζει με μια φωνή την ενότητα της κοινότητάς του, ταυτόχρονα εκφράζει και στο σύγχρονο περιβάλλον του την ενότητα της πίστεως. Η ποικιλία των πολιτισμικών, κοινωνικών και άλλων διαφοροποιήσεων δεν φαίνεται να αποτέλεσε ποτέ πρόβλημα για την ενότητά της. Η Εκκλησία ανέκαθεν αποτελεί ελπίδα, όχι τόσο για μια μετά θάνατον καλύτερη και ανώδυνη ζωή, αλλά για την πρόγευση ενός άλλου τρόπου υπάρξεως από το νυν της ιστορίας και της πραγματικής ζωής. Άραγε, μήπως έχουμε λησμονήσει ότι ο Τριαδικός Θεός ενδιαφέρεται για την κτίση και τον άνθρωπο και δεν τον έχει εγκαταλείψει; Προσφέρουμε μια τέτοια προοπτική ελπίδας και ενότητας στο σύγχρονο άνθρωπο; Ο χριστιανός αλλά και σύνολη η Εκκλησία δεν κηρύττει απλώς για τον φτωχό, τον πεινασμένο, τον περιθωριακό, τον εν ανάγκαις ευρισκόμενο άνθρωπο αλλά ταυτίζεται μαζί του, αναλαμβάνει το σταυρό του, συμπορεύεται στο πλευρό του.

Δεν χρειάζεται παρά να φέρουμε στο νου μας ενδεικτικά τον καλό Σαμαρείτη η την παραβολή της μελλούσης κρίσεως, από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, για να δούμε εικονισμούς της εσχατολογικής Παρουσίας του Κυρίου μας, δηλαδή της Βασιλείας του Τριαδικού μας Θεού. Ως εκ τούτου, η Εκκλησία αποτελεί πράγματι για την ανθρωπότητα απελευθερωτική ελπίδα και δύναμη και όχι μία ηθικολογική παραμυθία. Αυτό ενεργείται όχι με το να στηλιτεύει εξ αποστάσεως τα «κακώς κείμενα» και την αδικία, αλλά με το να σαρκώνεται στην καθημερινή πάλη με το κακό, όντας ορατή Εκκλησία και όχι άσαρκη θεωρία. Με προφητική εγρήγορση ο χριστιανός και η ποιμαίνουσα Εκκλησία δεν μπορεί να ανέχεται κανενός είδους αδικία, αλλά οφείλει να δείχνει ετοιμότητα για μαρτυρία και μαρτύριο. Συμβιβάστηκε άραγε ο Χριστός με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής του; Εκανε πίσω στη σταυρική του θυσία η έδειξε ποτέ αποστροφή προς οποιονδήποτε βρισκόταν στο περιθώριο;

Μπορούμε να εθελοτυφλούμε και απλώς να επαναλαμβάνουμε προτάσεις, ως έτοιμες λύσεις από την παράδοση, χωρίς να ζούμε στο πνεύμα της Παράδοσης; Το πρόβλημα δεν είναι να προσφέρουμε απλώς φαγητό και φιλανθρωπικό έργο στους διαρκώς αυξανόμενους πεινασμένους γύρω μας, χωρίς κι αυτό βεβαίως να είναι αυτονόητο και πολύ περισσότερο ασήμαντο, αλλά το πως θα επιτύχουμε να μειώσουμε, αν όχι να εξαλείψουμε, τη φτώχεια. Ο Λόγος δεν αρκεί να προσφέρεται. Είναι ανάγκη να σαρκώνεται.

Παράλληλα, όμως, δεν πρέπει να σταματήσει να κηρύττεται. Υπάρχει ανάγκη μετανοίας, αλλαγής πλεύσης από το ατομοκεντρικό και χρησιμοθηρικό μοντέλο οργάνωσης του βίου στο θυσιαστικό και προσωπικό τρόπο υπάρξεως. Σ  αὐτό τον τρόπο, όπου ο άνθρωπος υπάρχει επειδή κοινωνεί με τον άλλο, επειδή αγαπά χωρίς προϋποθέσεις, ελεύθερα και απεριόριστα. Η Εκκλησία δεν αποβλέπει στη βελτίωση της ζωής, αλλά στη σωτηρία του ανθρώπου. Έχει ως αποστολή, δηλαδή, να καταστεί ο άνθρωπος «σώος», ολόκληρος, ακέραιος. Και έτσι με όλο του το είναι να αντιπροσφέρει στον Δημιουργό Θεό ως ευχαριστία την ίδια τη δημιουργία. Η νοηματοδότηση, λοιπόν, του βίου με τον εγκεντρισμό του στον λόγο του Ευαγγελίου δεν μπορεί να πραγματωθεί, παρά μόνο αν υπάρξει στην πορεία της ιστορίας του χριστιανού και της Εκκλησίας συνάντηση με τα προβλήματα και τις συγκαιρικές ανάγκες του κόσμου. Εξάλλου γι  αὐτό δεν σαρκώθηκε ο Λόγος του Θεού, για να ενώσει τα το πριν διεστώτα; Γι  αὐτό δεν έλαβε ανθρώπινη σάρκα, για να την θεώσει και μεταμορφώσει;

Οι άνθρωποι δίπλα μας πεινούν, βρίσκονται σε ένδεια, ασφυκτιούν οικονομικά. Με την απελπισία να κυριεύει την καρδιά τους, καταφεύγουν απεγνωσμένα στην Εκκλησία. Πρώτος σταθμός τους είναι ο Ναός της περιοχής τους, δηλαδή η ενορία τους, που είναι η μικρότερη αλλά ίσως βασικότερη μονάδα της Εκκλησίας μας. Πολύ ορθά, λοιπόν, τονίζεται η σπουδαιότητα της ενορίας για τη λειτουργία της κάθε τοπικής εκκλησίας. Πρόκειται για το κύτταρο της εκκλησιαστικής ζωής στο οποίο πραγματώνεται και σαρκώνεται το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας μας στην καθολικότητά του. Η Ενορία, λοιπόν, οφείλει να γίνει το κέντρο, απ  ὅπου η όλη ποιμαντική δραστηριότητα της τοπικής Εκκλησίας θα διακτινωθεί σε ολόκληρη την τοπική κοινωνία. Έτσι η ενορία καλείται να αποτελέσει το πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης και δράσης, όπως το ζητά αγωνιωδώς η διασπασμένη και διηρημένη ελληνική κοινωνία. Ένα όραμα ενότητας, ισότητας, ειλικρίνειας και αλληλεγγύης, που αναζητά απεγνωσμένα ιδιαίτερα η ελληνική νεολαία. Όλα τα παραπάνω βέβαια προϋποθέτουν την αναζωογόνηση της ενοριακής ζωής, η οποία έχει ατονήσει και αντανακλά και αυτή την κρίση της υπόλοιπης κοινωνίας. Οι δύσκολες συνθήκες ας εγείρουν τον πόθο μίμησης των πρώτων χριστιανών, για τους οποίους «ήταν τα πάντα κοινά».

Η Ενορία καλείται να ξαναγίνει μια ευχαριστιακή σύναξη προσώπων, που δεν γειτνιάζουν πνευματικά μόνο κατά τη θεία Λατρεία αλλά και καθημερινά στις οικίες και τους δρόμους. Αυτή η πνευματική γειτονιά μπορεί να προλαμβάνει και να θεραπεύει κάθε ολίσθημα και κάθε κατάχρηση, πριν βγει από το πλαίσιό της και μολύνει την υπόλοιπη κοινωνία. Μπορεί να στηρίζει και να βοηθεί διακριτικά χωρίς να καταφεύγει στη φιλανθρωπία. Μπορεί να μοιράζεται ικανότητες και χαρίσματα, πλούτο και φώτιση, όπως μοιράζεται και τα προβλήματα, τα πάθη και τα πένθη των μελών της, και φροντίζει να μην τα σηκώνει αυτά κανείς μόνος του, ατομικά. Γιατί ο πλούτος και η εξουσία διαφθείρουν τον μεμονωμένο άνθρωπο και η ανέχεια και η θλίψη εξουθενώνουν τον απομονωμένο. Στην οικογένεια της Ενορίας, το μοίρασμα της κάθε ατομικής ευλογίας η στέρησης και η αναφορά της στο Θεό κάνουν κάθε χάρισμα και κάθε εμπόδιο ένα σκαλί πνευματικής προόδου. Στον άθλο της αναζωογόνησης και ενεργοποίησης της Ενορίας θα κριθούμε όλοι κληρικοί και λαϊκοί. Η ζωντανή Ενορία θα αποτελέσει την ουσιαστικότερη συνεισφορά μας στην αντιμετώπιση της κρίσης. Ασφαλώς η ευθύνη είναι συνολική και βαραίνει αναλογικά τον καθένα μας, από τα μέλη της ιεραρχίας έως το τελευταίο κατηχούμενο νήπιο, από τους γειτνιάζοντες με τις αρχές κατοίκους της πρωτεύουσας έως τον πιο απομακρυσμένο αγωνιστή ιερέα, που μοιράζεται θυσιαστικά ανάμεσα σε ξεχασμένα νησιά η ορεινές κοινότητες.

Φυσικά δεν φθάνει γι  αὐτό η καλή θέληση, αλλά απαιτείται από τη μια μεριά η ύπαρξη ενός η πολλών ικανών εφημερίων, που επιθυμούν να αναλάβουν το βάρος της ποιμαντικής τους αποστολής, και από την άλλη πλευρά ένα λαό, που δεν θα εξακολουθεί να θεωρείται θεατής των τελετουργικών δρωμένων, αλλά θα έχει λόγο, ευθύνη και αρμοδιότητα ουσιαστικού χαρακτήρα στη διοίκηση και στη ζωή της Ενορίας του. Ο εφημέριος, μέσα από κατάλληλη εκπαίδευση, κατάρτιση, φροντίδα και διαρκή επιμόρφωση, θα αναλάβει, πέρα από τα σπουδαιότατα λειτουργικά του καθήκοντα, τον ρόλο του συντονιστή όλου αυτού του δικτύου ποιμαντικής δραστηριοποίησης. Οι ενορίτες από την πλευρά τους θα διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας της Ενορίας, αναλαμβάνοντας ποικίλες θέσεις, διαμορφώνοντας ένα ισχυρό δίκτυο κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, το οποίο συνιστά απαραίτητη παράμετρο για την ενότητα και την ειρήνη της τοπικής κοινωνίας. Είναι καιρός, πλέον, η Ενορία να αποκτήσει ευελιξία και να καταστεί μία συμμετοχική κοινότητα, αναθεωρώντας αγκυλωτικές και αρτηριοσκληρωτικές πρακτικές και αφουγκραζόμενη τον καημό του ανθρώπου που ζει την κρίση. Τότε θα είναι δυνατόν ο λόγος της και το έργο της να ευδοκιμήσουν.

Σ’ αυτό το έργο, η ενορία με τους ενορίτες της έχει καθοριστικό ρόλο, εφόσον βεβαίως δοθεί ζωτικός χώρος στους ανθρώπους για την ενεργό παρουσία και συμβολή τους. Βεβαίως, η ενεργοποίηση σ’ αυτό το επίπεδο της τοπικής ευχαριστιακής κοινότητας-ενορίας, σαφώς προϋποθέτει διαμόρφωση ισχυρής θεσμικής συνείδησης, η οποία θα επιτρέπει την απρόσκοπτη και χωρίς γραφειοκρατικές νοοτροπίες διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού και των οικονομικών και υλικών πόρων των Ενοριών για την αντιμετώπιση των ποικίλων προβλημάτων. Κατανοούμε ότι τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Ωστόσο η κρίση αποτελεί και για τα καθ  ἡμᾶς μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναρωτηθούμε και να αναθεωρήσουμε πολλές δεδομένες πεποιθήσεις και πρακτικές μας. Πολύ συχνά συμπεριφερόμαστε και ενεργούμε σαν να ζούμε όχι στο σημερινό κόσμο, όπως τον βλέπουμε γύρω μας, αλλά σε άλλη εποχή. Άλλοτε προσπαθούμε να προσαρμόσουμε τον άνθρωπο της μετανεωτερικής εποχής στον άνθρωπο παρωχημένων εποχών. Κάποτε φαίνεται να εγκλωβιζόμαστε στο δικό μας κόσμο, χωρίς ουσιαστική επαφή με την πραγματικότητα. Αυτή η κατάσταση επηρεάζει εν πολλοίς και το φιλανθρωπικό έργο μας.

Η φιλανθρωπική μας διακονία πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τον κίνδυνο να οδηγεί στον ευτελισμό της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, που βρίσκεται σε ανάγκη, εγείροντας σ’ αυτόν ανάμικτα αισθήματα ανωριμότητας, εξάρτησης αλλά και μνησικακίας. Προσπάθειες, όπως η δημιουργία της μικροπιστωτικής Τράπεζας Grameen στο Μπαγκλαντές, από τον βραβευμένο με νόμπελ ειρήνης Muhammad Yunus, μας δείχνει πως η φιλανθρωπική διάθεση μαζί με την οξυδερκή φαντασία και τη γνώση των πραγματικών προβλημάτων ενός τόπου μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες εξάλειψης της απόλυτης φτώχειας μέσα σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται όχι από τον ρηχό ωφελιμισμό αλλά από την αλληλέγγυα κοινωνική δράση. Και κάτι ακόμη. Από τη στιγμή που η πολιτισμική σύνθεση των τοπικών κοινωνιών έχει ριζικά, ίσως και τελεσίδικα, μεταβληθεί, δεν μπορούμε να απευθυνόμαστε στο ποίμνιό μας ωσάν να αποτελείται από γηγενή και ημεδαπή πληθυσμό.

Η υποδοχή και ενσωμάτωση του κάθε άλλου, ξένου, μετανάστη, οφείλει να αποτελεί πρώτιστη επιλογή μας, εάν επιθυμούμε να διακονούμε τον «ξένον» του ευαγγελίου και να εργαζόμαστε για την κοινωνική ενότητα. Επίσης η χρήση των νέων τεχνικών και ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας με τον κόσμο, όπως λ.χ. το διαδίκτυο, δύναται να συμβάλει με άμεσο και επιτυχή τρόπο στην πρόληψη διαφόρων καταστάσεων η την καλύτερη ενημέρωση των ενοριτών και ευρύτερα του κόσμου για ενδεχόμενες δράσεις μας, που σκοπό θα έχουν την ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου. Επιπλέον, καθίσταται επιτακτική αναγκαιότητα κάτι που πολύ συχνά παραθεωρούμε: η ανάδειξη μιας άλλης θεώρησης για τα πάσης φύσεως αγαθά και υπηρεσίες, τα οποία κατέχονται από όλους η μάλλον χρησιμοποιούνται από όλους, χωρίς να ανήκουν σε κανένα. Μιας θεώρησής τους ως δώρων Θεού, τα οποία, στο πλαίσιο του πνεύματος της κοινοκτημοσύνης, ανήκουν σ  ὅλους. Στην Θεία Ευχαριστία, άλλωστε, δεν μιλούμε για τον Χριστό τον «πάντοτε εσθιόμενο αλλά μηδέποτε δαπανώμενο»;

Είναι ολοφάνερο ότι οι χριστολογικές έννοιες της χάριτος και του δώρου δεν συνδυάζονται με καμιά διάσταση ιδιοκτησίας. Ως άνθρωποι είμαστε διαχειριστές της κτίσης του Θεού και όχι κηδεμόνες και άρχοντές της, κατά τρόπο εξουσιαστικό, αλλά κατά τρόπο εξάπαντος διακονικό και θυσιαστικό, με σκοπό να καταστήσουμε τον τόπο της παρουσίας Του, δηλαδή τον Ιερό Ναό και την Ενορία, προσιτό και ανοικτό προς όλους. Τόπο συνάντησης των ανθρώπων με τον Θεό και μεταξύ τους.

Έναν τόπο, όπου ο άνθρωπος δεν θα προσπαθεί να ικανοποιήσει μόνο τις «ψυχικές και πνευματικές» του ανάγκες, αλλά θα μοιράζεται τον καθημερινό υλικό του άρτο και την εργασία του με τους αδελφούς του. Ο άνθρωπος δίπλα μας, όταν στερείται τα προς το ζην δεν μπορεί να αρκεστεί σε θεωρητικό κήρυγμα περί μακαριότητος της αιώνιας ζωής. Προέχει η συμβολή μας στην αντιμετώπιση των βασικών αναγκών του. Η Ενορία δεν μπορεί να παραμένει τόπος, όπου συναντιόμαστε κάθε Κυριακή για κοινωνικό σχολιασμό και την εκπλήρωση των θρησκευτικών μας καθηκόντων. Έχουμε χρέος να την αναδείξουμε ζωτική εστία προσφοράς πνευματικού έργου και φιλανθρωπικής φροντίδας, που θα λειτουργεί όχι ως υπηρεσία σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας αλλά συνεχώς ως το ζωντανό κύτταρο της τοπικής κοινωνίας. Σ  αὐτή την περίπτωση λειτουργία και διακονία δεν συνιστούν διακριτές πραγματικότητες αλλά μια αδιαίρετη ενότητα.

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΙΣ Α. ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ

Τα όσα ακολουθούν είναι προτάσεις για συγκεκριμένες δράσεις, που αφορούν τόσο την Ιερά Συνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, όσο και τις Ιερές μας Μητροπόλεις, ανάλογα πάντοτε με τις δυνατότητες και την ιδιαιτερότητα της κάθε τοπικής Εκκλησίας.

1. Παρατηρητήριο κοινωνικών προβλημάτων και συντονισμού αντιμετωπίσεως κρίσεως. Είχε συσταθεί και λειτούργησε, για ικανό χρονικό διάστημα, συμβουλευτικά προς την Διαρκή Ιερά Σύνοδο και τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο. Η τυχόν επαναλειτουργία του θα αποτελέσει το συντονιστικό όργανο παρακολουθήσεως των κοινωνικών συνεπειών από την κρίση και προώθησης των όποιων αποφάσεών μας, συμβάλλοντας με ιδέες και προτάσεις. Η λειτουργία του δεν θα πρέπει να επιβαρύνει επ  οὐδενί τον προϋπολογισμό της Ιεράς Συνόδου. Είναι πολλά και ικανά τα κληρικά και λαϊκά στελέχη που θα προσφερθούν με ανιδιοτέλεια για τη λειτουργία του Παρατηρητηρίου, το οποίο βεβαίως θα έχει την αναφορά του στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο.
2. Συντονισμός Συνοδικών Επιτροπών Οι ήδη υπάρχουσες Συνοδικές Επιτροπές, που έχουν ως αντικείμενό τους το ποιμαντικό κάι κοινωνικό έργο της Εκκλησίας μας, είναι επιτακτική ανάγκη να προσανατολίσουν τη δράση τους στα πλαίσια του ρόλου που έχουν, προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής παρουσίας της Εκκλησίας στο πλευρό όσων πλήττονται από τις συνέπειες της υπάρχουσας κρίσης.
3. Περιφερειακές Συναντήσεις Ιεραρχών και στελεχών για καταγραφή και αντιμετώπιση κοινών τοπικών προβλημάτων Το ζήτημα της συνεργασίας των Ι. Μητροπόλεων είναι ένα σημαντικό θέμα προς συζήτηση. Άραγε, γιατί θεωρούμε αυτονόητο το αρχιερατικό συλλείτουργο την ημέρα της ονομαστικής εορτής του τοπικού επισκόπου αλλά δεν τολμήσαμε ποτέ την κοινή ιερατική Σύναξη η έστω μια από κοινού σύσκεψη για ανταλλαγή απόψεων και συμπροβληματισμό σε τοπικά θέματα; Μήπως είναι ώρα να το τολμήσουμε;
4. Επιμόρφωση κληρικών, εξομολόγων και λαϊκών στελεχών Στα πλαίσια της δια βίου επιμορφώσεως των κληρικών μας, ιδιαιτέρως των εξομολόγων στην οποία τόσο υστερούμε, είναι αναγκαία η εκπόνηση συγκεκριμένων προγραμμάτων με σύγχρονη κάι σχετική θεματολογία, προκειμένου τόσο οι κληρικοί μας αλλά και τα λαϊκά μας στελέχη να ανταποκριθούν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις ανάγκες της εποχής. Σας αναφέρω ενδεικτικά τα θέματα που απασχόλησαν τις ομάδες εργασίας σε τοπικό Συνέδριο για στελέχη νεανικού έργου Ι. Μητροπόλεως:
1. «Εφηβεία και Οικονομική κρίση. Οι κοινωνικές πιέσεις, οι πιέσεις των συνομηλίκων, η επιρροή των μαζικών μέσων ενημέρωσης και διασκέδασης, οι εξαρτητικές ουσίες και οι συμπεριφορές των εφήβων σε εποχές οικονομικής κρίσης και η αντιμετώπισή τους»,
2. «Διαχείριση του φόβου. Η εξουσία του φόβου, προοπτικές για μία ελεύθερη αφοβική κατήχηση»,
3. «Καταναλωτισμός και τηλεόραση. Από την κριτική στην αντίσταση. Από την εικόνα στην πράξη. Από την παρακολούθηση στο παιχνίδι. Ανάπτυξη αντικαταναλωτικών συμπεριφορών» και 4. «Αλληλεγγύη στην οικογένεια, στην ενορία, στην κοινωνία. Δημιουργικές πράξεις, θεσμοί, συνήθειες αλληλεγγύης. Δραστηριότητες στην ομάδα κατηχητών που ανοίγονται στην οικογένεια, στην ενορία, στην κοινωνία»
5. Πρόγραμμα εξοπλισμού και λειτουργίας Ενοριακών Συσσιτίων Το καθημερινό φαγητό δύναται να είναι η πρώτη μας απάντηση στην οικονομική κρίση. Ήδη σ’ όλη την Ελλάδα χιλιάδες μερίδες φαγητό προσφέρονται τόσο από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών όσο και από τις Ιερές Μητροπόλεις. Μήπως πρέπει να εξετάσουμε τη δυνατότητα οικονομικής ενίσχυσης από την ΕΚΥΟ ενοριών η Μητροπόλεων για τον εξοπλισμό των Κέντρων Σιτίσεως απόρων, υπό προϋποθέσεις ασφαλώς, κατά το πρότυπο της δημιουργίας των παιδικών σταθμών; Το κόστος δεν θα είναι μεγάλο αλλά το αποτέλεσμα που θα προκύψει εξαιρετικό.
 6. Συστηματική καταγραφή και σύγχρονη παρουσίαση του επιτελούμενου κοινωνικού μας έργου Αξιοποιώντας κάθε σύγχρονο μέσο και δυνατότητα, πρέπει να συνεχίσουμε την κατά το δυνατόν λεπτομερή καταγραφή του ήδη πολυσχιδούς και πολύ σημαντικού φιλανθρωπικού και κοινωνικού μας έργου. Δε υπάρχει Ιερά Μητρόπολη που να μη προσφέρει τέτοιο έργο. Όμως αυτό πρέπει με σύγχρονο τρόπο να καταγράφεται και να παρουσιάζεται και μάλιστα στο διαδίκτυο, που αποτελεί το μέλλον της πληροφορίας και της ενημερώσεως.
7. Διορθόδοξη Συνεργασία για ανταλλαγή εμπειριών σε κοινωνικά θέματα Είναι ευνόητο ότι οι συνέπειες της οικονομικής δυσπραγίας αγγίζουν ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να σημειώσω το έλλειμμα συνεργασίας της Εκκλησίας μας σε κοινωνικά θέματα, τόσο με την Ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης όσο και με τις Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου. Θέμα το οποίο καλό θα ήταν να μελετήσουμε από κοινού, ειδικά στο πλαίσιο της οικονομικής συγκυρίας. Η δυνατότητα επίσης συνεργασίας σε διεθνές επίπεδο θα εμπλουτίσει τη διακονία μας σε εμπειρίες και γνώσεις.
8. Ίδρυση και λειτουργία σχολών εθελοντισμού Προσφορά με γνώση πρέπει να είναι η επιδίωξή μας. Παραμένουμε η μεγαλύτερη δεξαμενή εθελοντισμού στην Ελλάδα. Υστερούν όμως πολλές φορές οι άνθρωποι της προσφοράς σε γνώσεις που θα τους βοηθούσαν να είναι πολύ πιο χρήσιμοι στους ανθρώπους που ζητούν τη βοήθειά μας. Η δημιουργία και λειτουργία Σχολών εθελοντισμού με μαθήματα Νοσηλευτικής, Κοινωνικής Συμπαραστάσεως και Ψυχολογικής Στήριξης θα είναι ευεργετική για το έργο μας. Σχετική εμπειρία υπάρχει και είναι διαθέσιμη.
9. Νοσοκομεία, φυλακές και Ιδρύματα Συγκρότηση εθελοντικών Ομάδων επικουρικής συμπαράστασης και βοήθειας σε Νοσοκομεία, Φυλακές και Ιδρύματα (π.χ. Ορφανοτροφεία, Γηροκομεία) τόσο εκκλησιαστικά όσο και δημόσια. Η προσπάθεια αυτή όπου έχει εφαρμοστεί καρποφόρησε.
10. Τηλεφωνική Γραμμή Συμπαραστάσεως Η λειτουργία μιας εικοσιτετράωρης τηλεφωνικής γραμμής πνευματικής στήριξης και ενίσχυσης θα έχει καθοριστική σημασία στην παρούσα συγκυρία. 11. Ιερατικές Συνάξεις και Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις Ο συμπροβληματισμός, ο ελεύθερος διάλογος και η ανταλλαγή γνώσεων, αντιλήψεων και πείρας πρέπει να αποτελέσουν το πλαίσιο τακτικών Ιερατικών Συνάξεων αλλά και Κληρικολαϊκών Συνελεύσεων. Η τόνωση του ηθικού των εθελοντών μας είναι αδήριτη ανάγκη στην εποχή μας.
12. Πανελλήνιες Εκδηλώσεις για νέους Πέρα από την αυτονόητη ποιμαντική των νέων στην κάθε τοπική Εκκλησία, η εμπειρία των κοινών εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν εφέτος από την Εκκλησία της Ελλάδος, τόσο των καλλιτεχνικών όσο και της κατασκηνώσεως Ιεροπαίδων αλλά και της Συνόδου των Εφήβων, η οποία για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε, έδειξαν την απαίτηση για τη συνέχιση και επέκταση παρόμοιων ευκαιριών, ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή.
13. Η Ποιμαντική της οικογένειας Αναμφισβήτητα απόφασιστικός παράγοντας των εξελίξεων στην Ελλάδα είναι η ελληνική οικογένεια. Η πρόταση της παρελθούσης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου να αποτελέσει το κύριο θέμα της επόμενης Τακτικής μας Ιεραρχίας, μετά από ένα χρόνο, είναι χρήσιμη. Η επικύρωσή της από τη σημερινή μας συνεδρία θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, ώστε να προετοιμαστεί ένα κείμενο με τη συμβολή όλων, κατά τη διάρκεια αυτής της εκκλησιαστικής χρονιάς, έτσι ώστε η Ιεραρχία του 2011 να το εγκρίνει και να αποτελέσει το θεμέλιο της ποιμαντικής μας για την οικογένεια στα επόμενα χρόνια.
14. Περιοδικά «Θεολογία» και «Εφημέριος» Και τα δύο αυτά Περιοδικά της Εκκλησίας μας θα πρέπει να αποτελέσουν πηγή συγκεκριμένων στοιχείων αλλά και προβληματισμού σχετικά με τα φλέγοντα και επίκαιρα θέματα που απσχολούν την ελληνική κοινωνία. Στο βαθμό που όλοι μας τα μελετούμε, μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στην ποιμαντική μας προσφορά.
15. Θείος Λόγος – Κηρυκτική προσφορά Στα χρόνια που έρχονται, η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσεως, σύμπτωμα μιας σοβαρότατης κοινωνικής κρίσεως, μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς στα κηρύγματά μας. Συγκεκριμένα μπορούμε να αναδείξουμε μέσα από αυτά την κοινωνική διάσταση του προβλήματος, αφού το κάθε τι γύρω μας καλλιεργεί τον ανταγωνισμό και την επικράτηση του ισχυροτέρου. Μέσα από τα κηρύγματά μας, γιατί όχι και από τις συναντήσεις μελέτης Αγίας Γραφής, είναι δυνατόν να ευαισθητοποιήσουμε τους πιστούς στη συνεργασία, αλληλεγγύη και βοήθεια στον πλησίον, η οποία στην ορθόδοξη παράδοση φθάνει ως θυσία για τον αδελφό. Το κήρυγμα με τη συνδρομή του Πατερικού λόγου ας στοχεύει στην καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού εμπνέοντας και ενθαρύνοντας πράξεις αλληλεγγύης μέσα στη Μητρόπολή μας και τις ενορίες.

Β. ΕΝΟΡΙΕΣ

Η ποικιλομορφία των Ενοριών μας στον ελλαδικό χώρο και η μεγάλη διαφοροποίηση, που υφίσταται ανάμεσα στις αστικές Ενορίες των μεγαλουπόλεων και αυτές της επαρχίας, είναι αυτονοητό ότι δυσκολεύουν τις ειδικές προτάσεις που αφορούν την ενοριακή ζωή. Εντούτοις θα τολμήσουμε να προτείνουμε δράσεις που αφορούν κυρίως τις αστικές ενορίες αλλά κατ  ἀναλογίαν και τις μικρότερες. Οφείλουμε, όμως, εισαγωγικά να τονίσουμε ότι προαπαιτούμενο και αναντικατάστατη προϋπόθεση για την υλοποίηση των παρακάτω προτάσεων είναι η ευσυνείδητη και φιλόπονη διάθεση του ιερέα-εφημερίου.

1. Ενορία και κοινωνικό έργο Δεν μπορεί να υπάρχει ενορία χωρίς καθημερινό, έμπρακτο, απτό και φανερό κοινωνικό έργο. Το ελάχιστο θα ήταν η προσφορά του καθημερινού φαγητού. Όσες ενορίες τόλμησαν το εγχείρημα, λειτουργούν με επάρκεια το πρόγραμμα σίτισης, χάρη στα ανεξάντλητα αποθέματα φιλοτιμίας και αλληλεγγύης του λαού μας, που λύνει προβλήματα επιβίωσης των οικονομικά ασθενέστερων οικογενειών σήμερα στην Ελλάδα.
2. Ποιμαντική Μελλονύμφων Προτείνεται σε Μητροπολιτικό επίπεδο Συνάντηση Μελλονύμφων με τον Επίσκοπο με αφορμή την επίδοση της Άδειας τελέσεως του Γάμου τους. Σ  ἐνοριακό επίπεδο, επίσης, μπορούν να γίνουν περισσότερες συναντήσεις, εντός ενός θερμού και εγκάρδιου κλίματος.
3. Ενοριακές Σχολές Γονέων Στο πλαίσιο όσων ειπώθηκαν για την οικογένεια, είναι ευνόητη η σημασία που πρέπει να προσδώσει η κάθε Ενορία στη στήριξή της, με τη λειτουργία Ενοριακών Σχολών, που θα απευθύνονται κυρίως σε νέα ζευγάρια και γονείς. Αυτή θα είναι η ουσιαστικότερη επένδυση για το παρόν και το μέλλον.
4. Κοινές εκδηλώσεις για όλους τους ενορίτες Οι κοινές εκδηλώσεις για όλα τα μέλη της Ενορίας με κοινή τράπεζα φαγητού και άδολη ψυχαγωγία θα συμβάλλουν τα μέγιστα στην ανάπτυξη της ενοριακής συνειδήσεως και θα καταστήσουν την ενορία και τους χώρους της αναπόσπαστο μέρος της ζωής των ανθρώπων. Ήδη η συνάντηση μετά τη Θεία Λειτουργία με την προσφορά πρωινού κεράσματος έχει καταδείξει τα ευεργετικά αποτελέσματα.
5. Καταγραφή και αναζήτηση εθελοντών Εκτός από τους εκκλησιαστικούς συμβούλους και τις κυρίες των φιλοπτώχων, είναι επιτακτική ανάγκη η αναζήτηση ικανών ανδρών και γυναικών με προσόντα χρήσιμα για τις ανάγκες ενοριτών. Παραδείγματος χάριν, ένας δικηγόρος η ένας ιατρός, ένας λογιστής η ένας γνώστης της σύγχρονης τεχνολογίας, εφόσον κληθούν με τον κατάλληλο τρόπο, δεν θα αρνηθούν να προσφέρουν εθελοντικά υπηρεσίες σε όσους λόγω οικονομικής ανεπάρκειας δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σ’ αυτές. Ένα παρόμοιο δίκτυο προσφοράς από εξειδικευμένους ανθρώπους, ίσως και συνταξιούχους τέτοιων η και άλλων ειδικοτήτων, θα μπορούσε να λειτουργήσει και σε Μητροπολιτικό επίπεδο.
6. Καταγραφή - Αξιολόγηση -Ιεράρχηση αναγκών Η συγκρότηση «Ειδικής Ομάδας Εργασίας», που θα απαρτίζεται από πρόσωπα, όπως αυτά που προαναφέραμε, μπορεί να καταγράψει, να αξιολογήσει και να ιεραρχήσει τις ανάγκες της Ενορίας και των μελών της και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις επιλύσεως των προβλημάτων.
7. Συνεργασία με τους κοινωνικούς φορείς Η συνεργασία της Ιεράς Μητροπόλεως και της κάθε ενορίας τόσο με τους θεσμικούς φορείς όσο και με την πλειάδα των εθελοντικών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, όπως σήμερα λέγεται, θα πρέπει να επιδιώκεται με κάθε δυνατό τρόπο. Πολλοί στρέφονται και θα στραφούν ακόμη περισσότερο στην Εκκλησία. Εναπόκειται σ  ἐμᾶς να τους δεχθούμε με πνεύμα διακονίας και όχι εξουσίας, προκειμένου να συμβάλουν και αυτοί, κατα το δυνατόν, στη διατήρηση και συνοχή των μελών της κοινωνίας μας.
8. Δίκτυο ενοριών για αλληλοβοήθεια - «Αδελφοποίησεις» Είναι γνωστή σε όλους μας η «ανισότητα», που υφίσταται πολλές φορές ανάμεσα σε Ιερές Μητροπόλεις αλλά και σε Ενορίες. Γιατί να μην τολμήσουμε τον θεσμό των «αδελφοποιήσεων Ενοριών», ακόμη και διαφορετικών Μητροπόλεων; Από αυτό θα προκύψει διπλό όφελος τόσο γι  αὐτούς που θα προσφέρουν όσο και γι  αὐτούς που θα δεχθούν την προσφορά.
9. Ανάγκη για χώρους συνάντησης και επικοινωνίας Χρειαζόμαστε ελεύθερους δημόσιους χώρους, καθαρούς, ασφαλείς και προσιτούς για όλους. Γράφει σχετικά ένας νέος: «Για να καθίσει κανείς να μιλήσει με ένα φίλο του πρέπει να πληρώσει. Για να βρει μια σκια να ξεκουραστεί πρέπει να πληρώσει. Που θα καθίσει ο άνεργος νέος; Που θα καθίσει ο συνταξιούχος;». Η έλλειψη ελεύθερων και ανεκμετάλλευτων χώρων μπορεί να καλυφθεί με την αξιοποίηση του περιβάλοντος χώρου των Ναών μας, όπου αυτό είναι δυνατόν, προκειμένου και αυτοί ανάλογα διαμορφωμένοι να φιλοξενούν τους ανθρώπους, χωρίς κόστος.
 10. Αντιμετώπιση των αστέγων Το φαινόμενο απασχολεί κυρίως τις μεγαλουπόλεις, χωρίς να εξαιρεί και τις πόλεις της επαρχίας. Η αύξηση του φαινομένου θα δημιουργήσει έντονα κοινωνικά προβλήματα. Κυρίως πρόκειται για άτομα που δεν ιδρυματοποιύνται. Αυτό το οποίο έχουν ανάγκη είναι χώροι για τη σωματική τους υγιεινή, ένδυση και προσωρινή φιλοξενία. Η δημιουργία μικρών μονάδων φιλοξενίας αστέγων, εφόσον επανδρωθούν με εθελοντές, μπορούν να αντιμετωπίσουν καταρχήν την οξύτητα του φαινομένου.
11. Παροχή δωρεάν ενισχυτικής διδασκαλίας Η αξιοποίηση εθελοντών εκπαιδευτικών για την διδακτική ενίσχυση αδύναμων μαθητών, που ανήκουν σε οικογένειες που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στο κόστος των φροντιστηρίων, θα μπορούσε να είναι μία στήριξη σε οικογένειες της ενορίας.
12. Σύσταση Τράπεζας Ρουχισμού Τροφίμων και Φαρμάκων Με συστηματικό τρόπο η συλλογή τροφίμων, καινούργιου η ελαφρά μεταχειρισμένου ρουχισμού αλλά κάι φαρμάκων μπορεί να αποβεί πολύτιμη Τράπεζα τόσο σε Μητροπολιτικό όσο και σε Ενοριακό επίπεδο.
13. Ψυχολογική στήριξη ανέργων και οικογενειών Αυτό που καλείται κατεξοχήν η Εκκλησία μας να πράξει είναι να δώσει ελπίδα στους ανθρώπος και να μην αφήσει κανένα να απελπισθεί. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, χωρίς συγχρόνως να ακυρώνεται το έργο των πνευματικών, και με την επιστράτευση εθελοντών ψυχολόγων από την Ενορία και τη σύσταση ενοριακών Κέντρων ψυχολογικής στήριξης ανέργων νέων η και οικογενειών που βρίσκονται σε κρίση. Εξάλλου θα πρέπει να υπάρξει και επιπλέον κατάρτιση των εξομολόγων-πνευματικών μας.
14. Πρόσληψη προσώπων με ποιμαντική εξιδείκευση Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της ανεργίας, οι Ενορίες, εφόσον είναι οικονομικά εφικτό, θα μπορούσαν να προσλάβουν νέους με ποιμαντική εξειδίκευση για να εργασθούν στο πολύπλευρο έργο τους. Είναι πολλοί οι νέοι και άνεργοι θεολόγοι, άνδρες και γυναίκες, που το επιθυμούν αυτό.
15. Διαφάνεια και δημοσιοποίηση των οικονομικών της Ενορίας Η συναίσθηση της ευθύνης μας και η σημερινή πραγματικότητα απαιτούν διαφάνεια στη διαχείριση των οικονομικών πραγμάτων και δημοσιοποίησή τους. Κάθε Ενορία έτσι θα αποδεικνύει τη χρηστή οικονομική διαχείριση, θα καταρρίπτει μύθους και θα καλλιεργεί κλίμα εμπιστοσύνης με τους πιστούς. Από αυτό βέβαια δεν μπορεί να αφίσταται και κάθε Ιερά Μητρόπολη. 16. Ανταλλαγή υπηρεσιών και προϊόντων Σε τοπικές κοινωνίες κυοφορείται το εγχείρημα της ανταλλαγής υπηρεσιών και προϊόντων από τους ανθρώπους ανάλογα με το επάγγελμα και τις δυνατότητές τους. Δεν θα μπορούσε η ενορία να πρωτοπορήσει και σ’ αυτή την πρακτική;

Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Συνοδικοί,

Είναι κοινή παραδοχή ότι η κρίση είναι πρωτίστως πνευματική όπως και Εσείς τονίσατε στην εισαγωγική σας ομιλία. Αν μελετούμε την κρίση από εκκλησιαστικής πλευράς και αναζητούμε τρόπους υπερβάσεώς της, είναι γιατί αποστολή μας είναι η αναζήτηση του πνευματικά πλανώμενου ανθρώπου. Η προηγηθείσα απόπειρα καταγραφής επισημάνσεων και προτάσεων είναι, όπως τονίσθηκε, καρπός συλλογικού προβληματισμού. Η δική μας συνεισφορά ήταν να συλλέξουμε όσα κληρικοί, καθηγητές Θεολογίας και λαϊκοί αδελφοί μας κατέθεσαν και να συνθέσουμε το παρόν κείμενο, με γνώμονα την συμπερίληψη όλων των γόνιμων και εποικοδομητικών σκέψεων. Αισθανόμαστε, γι  αὐτό, την ανάγκη να ευχαριστήσουμε τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και την Διαρκή Ιερά Σύνοδο για την τιμητική ανάθεση της παρούσης εισηγήσεως και συνάμα να σημειώσουμε πως όσα προαναφέραμε δεν αποτελούν υποδείξεις αλλά ταπεινές προτάσεις προς το σεπτό σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας. Κατακλείοντας, αξίζει να υπογραμμίσουμε τα εξής: η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με μία δύσκολη πραγματικότητα. Δεν μπορούμε να σταθούμε αδρανείς θεατές. Χρέος μας είναι να συμπαρασταθούμε με αποφασιστικότητα στον κάθε άνθρωπο, δείχνοντάς του έργω και λόγω το νόημα της ζωής του και δικαιώνοντας με τον τρόπο αυτό την πνευματική μας αποστολή. Το διακύβευμα για την Εκκλησία δεν είναι η αντιμετώπιση μόνο της παρούσης οικονομικής και ποικιλόμορφης κρίσης αλλά πρωτίστως η πνευματική θωράκιση του λαού του Θεού, η ανανέωση της εκκλησιαστικής μας αυτοσυνειδησίας, η ζωντανή μαρτυρία του Χριστού στον κόσμο.

Το έργο μας αυτό είναι χρέος ευγνωμοσύνης προς όσους «κεκοπιάκασιν και ημείς εις τον κόπον αυτών εισεληλύθαμεν»(Ιω. 4,38). Το χρωστούμε στα παιδιά μας, δηλαδή στα μέλη της Εκκλησίας που έρχονται μετά από εμάς. Αλλά το χρωστούμε και σε όλους όσοι προς το παρόν δεν θέλουν να έχουν σχέση μαζί μας. Τέλος η Εκκλησία δεν καλείται να πράξει κάτι ευκαιριακά καινοφανές αλλά να αποκαλύπτει αδιάκοπα αυτό, που στην ουσία της είναι, δηλαδή η ελπίδα του κόσμου, ο χώρος της αληθινής ενότητος του Θεού, του ανθρώπου και της κτίσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου