Ἡ ἁγία Φιλοθέη γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ γονιοὺς ἄρχοντες, μοναχοπαίδι τοῦ Ἀγγέλου Μπενιζέλου καὶ τῆς Συρίγας. Φιλοθέη ὀνομάσθηκε ὅταν ἔγινε καλογρηά, ἀλλὰ τὸ πρῶτο ὄνομά της ἦταν Ρεβούλα. Ἡ μητέρα της ἤτανε στείρα καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τῆς δώσει τέκνο, καὶ μία νύχτα εἶδε πὼς βγῆκε ἀπὸ τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας ἕνα φῶς δυνατὸ καὶ πὼς μπῆκε στὴν κοιλιά της. Κι᾿ ἀληθινά, τὸ φῶς ἐκεῖνο ἤτανε ἡ ἁγιασμένη ψυχῆ τῆς κόρης ποὺ γέννησε σ᾿ ἐννιὰ μῆνες. Ἀπὸ μικρὴ φανέρωνε μὲ τὰ φερσίματα καὶ μὲ τὰ αἰσθήματά της ποιὰ θὰ γινότανε ὑστερώτερα, στολισμένη μὲ κάθε λογῆς ἀρετή. Στὴν εὐσέβεια εἶχε γιὰ ὁδηγό της τὴν ἴδια τὴ μητέρα της ποὺ ἤτανε εὐλαβέστατη.
Φτάνοντας σὲ ἡλικία δώδεκα χρονῶν τὴ ζήτησε γιὰ γυναῖκα κάποιος ἄρχοντας τοῦ τόπου, μὰ ἡ κόρη δὲν ἤθελε νὰ παντρευθεῖ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ γονιοί της τὴν παρακαλούσανε, ἡ τρυφερὴ ψυχή της δὲν βάσταξε νὰ τοὺς λυπήσει καὶ νὰ τοὺς παρακούσει καὶ στὸ τέλος παραδέχθηκε νὰ πανδρευθεῖ μὲ ἐκεῖνον τὸν πλούσιο ἄνθρωπο, ποὺ ἤτανε ὅμως πολὺ φτωχὸς στὴν ψυχή, διεστραμμένος καὶ κακός. Τρία χρόνια ἔζησε μαζί του ἡ Ρεβούλα κάνοντας ὑπομονὴ στὰ ἀπότομα φερσίματά του, ὡς ποὺ ὁ ἄνδρας της πέθανε κι᾿ ἀπόμεινε χήρα. Οἱ γονιοί της θελήσανε νὰ τὴν ξαναπανδρέψουνε, μὰ αὐτὴ τοὺς εἶπε καθαρὰ πὼς ἔταξε νὰ γίνει καλόγρηα.
Σὰν πεθάνανε οἱ γονιοί της, δέκα χρόνια ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ χήρεψε, δόθηκε ἐλεύθερα στὴν ἄσκηση, μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἀγρύπνιες καὶ ἐλεημοσύνες. Κατήχησε τὶς ὑπηρέτριές της καὶ τὶς ἔκανε δοχεῖα τοῦ Πνεύματος. Κατὰ θέλημα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο της, ἔχτισε ἕνα μοναστήρι μὲ ἐκκλησία στὄνομά του. Εἶναι ἡ ἐκκλησιὰ ποὺ σῴζεται ἀκόμα πλάγι στὸ μέγαρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς στὴν ὁδὸ Ἁγίας Φιλοθέης. Ἀφοῦ τελείωσε τὸ μοναστήρι, ἡ Ρεβούλα χειροθετήθηκε μοναχὴ μὲ τὄνομα Φιλοθέη. Οἱ πρῶτες ἀδελφὲς ποὺ ζήσανε μαζί της ἤτανε οἱ δουλεύτρες ποὺ εἶχε στὸ πατρικὸ σπίτι της. Μὲ τὸν καιρὸ ἔδραμαν πλῆθος ἄλλες παρθένες κι᾿ ἀπὸ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες καὶ ντυθήκανε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ζήσανε ἀγωνιζόμενες τὸν καλὸν ἀγώνα μὲ ὑποταγὴ στὴν ἄξια ἡγουμένισσα ποὺ τὶς διοικοῦσε στὸν πνευματικὸ δρόμο σὰν κάποια ἁγία Συγκλητική.
Ἐξὸν ἀπὸ τὰ ντόπια κορίτσια ποὺ συμμάζευε στὸ μοναστήρι της, ἔδινε προστασία καὶ σὲ ξένες γυναῖκες ποὺ ἐρχόντανε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ διάφορα μέρη σκλαβωμένες ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Μὲ τί κινδύνους καὶ μὲ τί βάσανα τὶς προστάτευε δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ γράψουμε καταλεπτῶς σὲ τοῦτο τὸ σύντομο σημείωμα. Τέσσερες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς σκλάβες εἴχανε ἀκουστὰ τὴν ἁγία Φιλοθέη κι᾿ ἐπειδὴ τὶς βασανίζανε οἱ ἀφεντάδες τους νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους, φύγανε κρυφὰ καὶ καταφύγανε στὸ μοναστήρι. Ἡ ἁγία τὶς πῆρε μέσα καὶ τὶς στερέωσε στὴν πίστη τους καὶ περίμενε εὔκαιρη περίσταση γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὶς στείλει στὸν τόπο τους. Μὰ οἱ Τοῦρκοι, ποὺ εἴχανε τὶς σκλάβες, μάθανε πὼς τὶς εἶχε περιμαζέψει ἡ Φιλοθέη καὶ μπήκανε σὰν θηρία στὸ κελλί της ποὺ κειτότανε ἄρρωστη καὶ τὴν τραβήξανε καὶ τὴν πήγανε στὸν πασά. Καὶ κεῖνος πρόσταξε νὰ τὴ ρίξουνε στὴ φυλακή. Ἡ ἁγία δὲν φοβήθηκε, ἀλλὰ ἑτοιμάσθηκε νὰ χύσει τὸ αἷμα της γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἄλλη μέρα μαζευθήκανε πολλοὶ Τοῦρκοι καὶ φωνάζανε νὰ σκοτώσουνε τὴν ἁγία. Κι᾿ ὁ πασᾶς πρόσταξε νὰ τὴ βγάλουνε ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὴν παρουσιάσουνε μπροστά του, καὶ τῆς εἶπε νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὰ δυό, ἢ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της ἢ νὰ κοπεῖ τὸ κεφάλι της. Μὰ ἡ ἁγία ἀπάντησε μὲ ἀφοβία πὼς εἶναι ἕτοιμη νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ πασᾶς θἄβγαζε τὴν ἀπόφαση νὰ κόψουνε τὸ κεφάλι της, ἀλλὰ προφθάσανε κάποιοι ἐπίσημοι χριστιανοὶ καὶ μὲ τὰ παρακάλια τοὺς ἀλλάξανε τὴ γνώμη τοῦ πασᾶ καὶ πρόσταξε νὰ τὴ βγάλουνε ἀπὸ τὴ φυλακή.
Γυρίζοντας στὸ μοναστήρι της ἡ ὁσία, δὲν ἔπαψε νὰ πορεύεται ὅπως καὶ πρὶν στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. K᾿ ἐπειδὴ πληθαίνανε ὁλοένα οἱ μαθήτριές της, ἔχτισε κι᾿ ἄλλο μοναστήρι στὴν τοποθεσία Πατήσια, κι᾿ αὐτὸ στὄνομα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Ἀλλὰ ἔχτισε μετόχια καὶ στὴ Τζια καὶ στὴν Αἴγινα, κι᾿ ἐκεῖ ἔστελνε τὶς ἀδελφὲς ποὺ ἔπρεπε νὰ μακρύνουνε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ κάποια αἰτία.
Σ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀσκητήρια οἱ καλογρηὲς δουλεύανε στοὺς ἀργαλειοὺς καὶ σὲ ἄλλα ἐργόχειρα, σὰν τὶς προκομμένες μέλισσες μέσα στὸ κουβέλι. Φτωχὰ κι᾿ ὀρφανὰ κορίτσια βρήκανε προστασία κ᾿ ἐργασία μέσα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ καταφύγια. Σὲ ὅ,τι κτήματα εἶχε ἡ ἁγία ἀπὸ τοὺς γονιούς της, ἔχτισε μοναστήρια καὶ φτωχοκομεῖα. K᾿ εἶχε πολλὴ περιουσία. Ἕνας προπάππος τῆς εἶχε πάρει τὴ «δεχατέρα τοῦ ἀφέντη τῆς Ἀθήνας καὶ πῆρε προίκα ὅλη τὴν Κηβισιὰ καὶ τὸν Ἀχλαδόκαμπο ποὺ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὸ Χαλιάντρι». Στὸ κτῆμα ποὺ εἶχε στὸν Περισὸ ἔχτισε ἄλλο μοναστήρι στὸ μέρος ποὺ τὸ λένε τώρα Καλογρέζα. Ὅλη ἡ φτωχολογιὰ τὴν εἶχε σὰν πονετικιὰ μάνα. Μὲ κάθε τρόπο πάσχιζε νὰ ἀνακουφίσει τοὺς δυστυχισμένους, τοὺς τάιζε, τοὺς ἄνοιγε πηγάδια γιὰ νάχουνε νερό, τοὺς γιάτρευε, τοὺς ἔβρισκε δουλειά. Ὁ κόσμος τὴν ἔλεγε «κυρὰ δασκάλα».
Τὸ ἅγιο σκήνωμά της θάφτηκε στὸ μοναστηράκι τῆς Καλογρέζας κι᾿ ἀπὸ κεῖ ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ βρίσκεται στὴ σημερινὴ Ἀρχιεπισκοπή. Μετὰ πολλὰ χρόνια, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἐκκλησιὰ κόντευε νὰ γκρεμνισθεῖ, τὸ πήγανε στὸν ἅγιο Ἐλευθέριο κι᾿ ἀπὸ κεῖ στὴ σημερινὴ μητρόπολη, μέσα στ᾿ ἅγιο βῆμα. Στὸ μνῆμα της ἀπάνω βρεθήκανε γραμμένα τοῦτα τὰ λόγια:
«Φιλοθέης ὑπὸ σῆμα τόδ᾿ ἁγνῆς κεύθει σῶμα,
ψυχὴν δ᾿ ἐν μακάρων θήκετο Ὑψιμέδων».
Ἡ Φιλοθέη ἀνακηρύχθηκε ἁγία ἐπὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ματθαίου B´ (1595-1600). Νεόφυτος ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ἀφοῦ ἐξήτασε καὶ ἐρεύνησε τὰ κατὰ τὸν βίον καὶ τὸ μαρτύριον τῆς ὁσίας, σύνταξε ἀναφορὰ στὸ Πατριαρχεῖο μαζὶ μὲ τοὺς ἐπισκόπους Κορίνθου καὶ Θηβῶν καὶ μὲ τοὺς προκρίτους τῆς Ἀθήνας γιὰ νὰ τάξει τὴν ὁσία Φιλοθέη στοὺς χοροὺς τῶν ἁγίων. Σ᾿ αὐτὸ τὸ συνοδικὸ ἔγγραφο εἶναι γραμμένα καὶ τοῦτα: «Ἐπειδὴ ἐδηλώθη ἀσφαλῶς ὅτι τὸ θειότατον σῶμα τῆς ὁσιωτάτης Φιλοθέης εὐωδίας πεπληρωμένον ἐστι καὶ μύρον διηνεκῶς ἐκχεῖται, ἀλλὰ καὶ τοῖς προσιοῦσί τε ἀσθενέσι τε καὶ θεραπείας δεομένοις τὴν ἴασιν δίδωσι... τούτου χάριν ἔδοξε ἡμῖν τε καὶ πάσῃ τῇ ἱερᾷ Συνόδῳ τῶν καθευρεθέντων ἐνταῦθα ἀρχιερέων συγγραφῆναι καὶ ταύτην ἐν τῷ χορῷ τῶν ὁσίων καὶ ἁγίων γυναικῶν, ὥστε κατ᾿ ἔτος τιμᾶσθαι καὶ πανηγυρίζεσθαι».ψυχὴν δ᾿ ἐν μακάρων θήκετο Ὑψιμέδων».
Αὐτὸς εἶναι μὲ ὀλιγολογία ὁ βίος τῆς Ἀθηναίας ἁγίας Φιλοθέης, ποὺ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ γένους μας στὸν τυραννισμένον καιρὸ τῆς σκλαβιᾶς. Δὲν στάθηκε αὐστηρὴ μονάχα στὸ νὰ κάνει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, μὰ ἀγωνίσθηκε καὶ πνευματικὰ γιὰ νὰ στερεωθεῖ ἡ ἁγιασμένη παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας σὰν κάστρο ποὺ θὰ ἀποσκέπαζε τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ ἐκφυλισμὸ καὶ τὴν ἀποβαρβάρωση. Ὅλα τὰ θυσίασε, πλούτη, ἀνάπαυση, ζωή, γιὰ τὴν πίστη τῶν πατέρων της. «Θλίψις συνέχει τὴν ψυχήν της» βλέποντας οἱ χριστιανοὶ νὰ μὴν ἔχουνε στὰ «πάτρια» τὴν ἀγάπη ποὺ ἔπρεπε, ἀλλὰ νὰ ζοῦνε μουδιασμένοι, ἀδιάφοροι, μὲ ψυχὴ γεμάτη δειλία, μικροψυχία, πονηριά.
Τὴν Ἀκολουθία της τὴν ἔγραψε κάποιος σοφὸς καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος Ἱέραξ λεγόμενος. Ἀνάμεσα στὰ ὡραῖα ἐγκώμια εἶναι καὶ τοῦτο: «Δαυῒδ γὰρ τὸ πρᾶον ἔσχες καὶ Σολομῶντος, σεμνή, τὴν σοφίαν, Σαμψῶν τὴν ἀνδρείαν, καὶ Ἀβραὰμ τὸ φιλόξενον, ὑπομονήν τε Ἰώβ, τοῦ Προδρόμου δὲ θείαν ἄσκησιν...».
Τὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ βρισκότανε στὸ σημερινὸ δρόμο τῆς Ἁγίας Φιλοθέης τὴν ἐγκρέμνισε ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν Γερμανὸς Καλλιγᾶς, παρ᾿ ὅτι εἶχε μεγάλο σέβας στὴν ἁγία, ἐπειδὴ ἤτανε ραγισμένοι οἱ τοῖχοι, κ᾿ ἔχτισε στὰ ἴδια θεμέλια τὸ παρεκκλήσι ποὺ ὑπάρχει τώρα, ἐνῷ μποροῦσε νὰ στερεώσει τὴν παλιὰ ἐκκλησία ποὺ εἶχε ὡραῖες τοιχογραφίες. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ (ὁ Γερμανὸς στάθηκε μητροπολίτης ἀπὸ τὰ 1889 ἕως τὰ 1896) δὲν γνωρίζανε οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀξία τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Ἡ καινούρια ἐκκλησιὰ ποὺ χτίσθηκε εἶναι ψυχρή, κακότεχνη, γυμνή. Ὅποιος μπαίνει μέσα, δὲν αἰσθάνεται κατάνυξη. Ἀλλ᾿ ἡ ἐκκλησιὰ τοῦ μετοχιοῦ ποὺ εἶχε χτίσει ἡ ὁσία στὰ Πατήσια γκρεμνίσθηκε καὶ κείνη ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ γιατὶ δὲν μπορούσανε οἱ χριστιανοὶ νὰ τὴν περιποιηθοῦνε ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Τούρκων πρὶν νὰ σηκωθεῖ ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ὡς πρὸ ὀλίγα χρόνια κειτόντανε οἱ κολόνες μέσα στὰ ἀγριάγκαθα, στεκότανε ὄρθια μοναχὰ ἡ χυβάδα (κόγχη) τοῦ ἱεροῦ κ᾿ ἡ πόρτα μὲ τὸ δυτικὸ τοῖχο. Κάποιοι εὐλαβεῖς χριστιανοὶ τὴν ἀναστηλώσανε μὲ τὴν ὁδηγία τοῦ κ. Ὀρλάνδου καὶ τώρα βρίσκεται πάλι ἀπαράλλαχτη ὅπως ἤτανε στὰ χρόνια της ἁγίας Φιλοθέης, ἕνα ταπεινὸ μὰ ἀτίμητο στόλισμα ἀνάμεσα στὰ ἀκαλαίσθητα καὶ ξενόμορφα σπίτια ποὺ χτισθήκανε γύρω στὸ γηραλέο αὐτὸ ἐκκλησάκι. Ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε καὶ τὸ στόλισα μὲ ἁγιογραφίες, ὅπως ἤτανε ὁ πόθος μου. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα ζωγράφισα καὶ τὸ μοναστήρι, ὅπως ἤτανε τότε, μὲ τὴν ἡγουμένη ἁγία Φιλοθέη καὶ τὶς ἀδελφὲς ποὺ πηγαίνουνε στὴν ἐκκλησία.
Φαίνεται πῶς ὅλη ἡ οἰκογένεια τῶν Μπενιζέλων ἤτανε ἄνθρωποι φιλόθρησκοι. Στὸ νάρθηκα τῆς Καισαριανῆς εἶναι γραμμένη ἀπὸ τὸ ζωγράφο ποὺ τὸν ἁγιογράφησε τούτη ἡ ἐπιγραφή:
«Ἰστόρηται ὁ πρόναος οὗτος ἤτοι νάρθηξ διὰ δαπάνης τῶν προσδραμόντων τῇ μονῇ φόβῳ λοιμοῦ τῇ κραταιᾷ χειρὶ τῆς πανυμνήτου Τριάδος καὶ σκέπῃ τῆς μακαρίας Παρθένου, οἵτινες εἰσὶν ὁ εὐγενὴς καὶ λογιώτατος Μπενιζέλος υἱὸς Ἰωάννου, ἅμα ταῖς εὐγενέσιν ἀδελφαῖς καὶ τῇ τεκούσῃ καὶ τῇ λοιπῇ αὐτοῦ συνοδείᾳ. Ἐπὶ ἡγουμένου Ἰεροθέου τοῦ σοφωτάτου ἱερομονάχου. Διὰ χειρὸς δὲ Ἰωάννου Ὑπάτου του ἐκ Πελοποννήσου. Ἔτει αϠχβ´ (1682) μηνὶ Αὐγούστω κ´ (20)».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου