Η γενοκτονία του Ποντιακού ελληνισμού αποτελεί μία από τις «λευκές σελίδες» της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο Πόντος η «βαθειά Ελλάδα» των μεσαιωνικών ιστοριογράφων, όπως και η υπόλοιπη Μικρά Ασία, τέθηκε στο περιθώριο της σύγχρονης ελληνικής μνήμης στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Γι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό γεγονός η σχετικά πρόσφατη κίνηση των κοινοβουλίων των δυο ελληνικών κρατών, για την αναγνώριση της μεγάλης γενοκτονίας, που διέπραξε ο τουρκικός εθνικισμός κατά του ακριτικού εκείνου Ελληνισμού.
Η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού είναι μέρος του ευρύτερου Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος. Οι Έλληνες στην Μικρά Ασία (Πόντο, Ιωνία και Καππαδοκία) και στην Ανατολική Θράκη, ήταν 2. 601.312 πριν το 1914 με βάση τς οθωμανικές στατιστικές. Η επόμενη καταμέτρηση τους, ως πρόσφυγες αυτή τη φορά, έγινε στην Ελλάδα το 1928 και βρέθηκαν 1.221.849.
Αυτό που διαφοροποιεί την ποντιακή περίπτωση, στα πλαίσια πάντα της μικρασιατικής εμπειρίας, είναι το γεγονός ότι ο Πόντος εξαιρέθηκε από τις ρυθμίσεις της Συνθήκης των Σεβρών, ότι η βασική πολιτική τάση των Ποντίων ηγετών υπήρξε η δημιουργία ενός δεύτερου ελληνικού κράτους στη βορειοανατολική Μικρά Ασία, ότι ποτέ στα εδάφη του Πόντου δεν έλαβε χώρα ένας πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και ότι οι συνέπειες της γενοκτονίας και του ξεριζωμού από τη γενέθλια γη παραμένουν ακόμη αόριστες, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης - που υφίσταται τις δραματικές συνέπειες της κατάρρευσης - προέρχεται από το Μικρασιατικό Πόντο. Το πλαίσιο όμως, μέσα στο οποίο μελετάται η ιστορική εμπειρία του Ποντιακού Ελληνισμού παραμένει οπωσδήποτε, σε κάθε περίπτωση, το μικρασιατικό.
Η μικρασιατική καταστροφή υπήρξε η μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορία του Ελληνικού Έθνους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Για πρώτη φορά η ελληνικός κόσμος περιορίστηκε στα γεωγραφικά όρια της Ελλάδας, στο Νότο της Βαλκανικής χερσονήσου και στην Κύπρο. Στην προκυμαία της Σμύρνης πνίγηκε η μοναδική η μοναδική πιθανότητα εθνικής ολοκλήρωσης και εκσυγχρονισμού του ελλαδικού κράτους.
Το δυστύχημα για την ιστορική μας μνήμη, ήταν το γεγονός ότι την επαύριο της μεγάλης καταστροφής, επιχειρήθηκε η εξαφάνιση των εκκρεμοτήτων που παρελάμβανε η μετά το '22 Ελλάδα. Η οδυνηρή μικρασιατική εμπειρία, οι εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί, η απώλεια των πανάρχαιων ελληνικών κοιτίδων της Ιωνίας, του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης και της Καππαδοκίας δεν αποτέλεσαν αφετηρία για την αναγέννηση του ελληνισμού στα Βαλκάνια και στην Κύπρο, στις μόνες περιοχές που κατάφερε να επιζήσει. Αντίθετα, με κάθε τρόπο προωθήθηκε η εξαφάνιση της μικρασιατικής παραμέτρου, πράγμα που οδήγησε στη μη κατανόηση των αιτιών της Μεγάλης Ήττας και στην αδράνεια της ιστορικής μνήμης, που τόσο ακριβά πληρώθηκε στην περίπτωση της Κύπρου.
Σήμερα, η μελέτη της μικρασιατικής εμπειρίας μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις εσωτερικές αντιφάσεις του Ελληνισμού, τους μηχανισμούς δημιουργίας της σύγχρονης Τουρκίας, καθώς και τις προϋποθέσεις δημιουργίας των ισορροπιών στην περιοχή μας, όπως αυτές προέκυψαν από τη «Νέα Τάξη» του 1922.
Οι αντιφάσεις μας
Η υπαγωγή του ελληνικού χώρου στην οθωμανική κυριαρχία για μεγάλο χρονικό διάστημα, είχε οδηγήσει στη δημιουργία σημαντικών παροικιών στην Ευρώπη. Οι παροικίες αυτές, όπου κατοικούσε η ελληνική διανόηση αλλά και η νεαρή ελληνική επιχειρηματική τάξη, υπήρξαν οι χώροι όπου οι νέες ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού οδήγησαν στη διατύπωση του αιτήματος για την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας. Η τάση αυτή πήρε μορφή ενός μεγαλύτερου επαναστατικού κινήματος του συνόλου των Ελλήνων, το οποίο κατέληξε στη δημιουργία ενός μικρού κράτους στο νότο της βαλκανικής χερσονήσου, το οποίο περιλάμβανε τα πλέον απομακρυσμένα και υποβαθμισμένα εδάφη του ελληνικού κόσμου. Το νεαρό ελληνικό κράτος του 1830 δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα εξαρτημένο Πριγκιπάτο του Μορέως και της Ρούμελης, παρά ένα πραγματικό έθνος-κράτος των Ελλήνων. Το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εδαφών, καθώς και τα γηγενή ελληνικά οικονομικά κέντρα της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης παρέμεναν υπό οθωμανική κυριαρχία. Αυτή ήταν και η βασική γενετική αντινομία, η οποία έκανε μοναδικό το ελληνικό παράδειγμα. Δηλαδή , παρότι το μοντέλο του έθνους-κράτους αντιστοιχούσε στην ποιοτική πολιτική και οικονομική μετάβαση των κοινωνιών με φορέα τις νέες αστικές δυνάμεις, στην ελληνική περίπτωση αντικαταστάθηκε απλά η οθωμανική διοίκηση, από την ελληνική με τη προσθήκη της κλεφταρματολικής παράδοσης. Η μοναδική πιθανότητα αναίρεσης αυτής της βασικής αντινομίας, η ολοκλήρωση της επανάστασης του 1821 και ο ποιοτικός μετασχηματισμός του ελλαδικού κρατιδίου, θα μπορούσε να γίνει μόνο με την ενσωμάτωση των αναπτυγμένων ελληνικών περιοχών της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας.
Η Έλληνες των περιοχών αυτών αποτελούσαν έναν ολόκληρο ελληνικό κόσμο, που συνέλαβε καθοριστικά στη δημιουργία του κράτους της Ελλάδας. Η απελευθέρωση της Δυτικής Μικράς Ασίας και της Θράκης από τον ελληνικό στρατό υπήρξε το αίτημα των Ελλήνων κατοίκων τους, όχι μόνο γιατί εξέφραζε τις αλυτρωτικές τους διαθέσεις, αλλά και γιατί προέβαλε ως η μόνη ασφαλής λύση.
Από το 1915, οι Τούρκοι εθνικιστές, με την κατάληψη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και την ενθάρρυνση των Γερμανών συμμάχων τους, είχαν προβεί σε μεγάλες σφαγές και βίαιες μετακινήσεις του ελληνικού πληθυσμού. Ειδικά στην περιοχή του Πόντου στην Βόρεια Μικρά Ασία, οι διώξεις πήραν τη μορφή της μαζικής εξόντωσης των Ελλήνων και της καταστροφής των ελληνικών χωριών. Η πολιτική αυτή αποτελούσε υλοποίηση της απόφασης που είχαν υπερψηφίσει οι Νεότουρκοι εθνικιστές σε συνέδριό τους στη Θεσσαλονίκη το 1911 και προέβλεπε την επίλυση του εθνικού ζητήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξόντωση των χριστιανικών γηγενών εθνοτήτων. Στον Πόντο, το αλυτρωτικό συναίσθημα είχε πάρει τη μορφή επαναστατικού κινήματος ανεξαρτησίας από το 1916, εφόσον η μεγάλη απόσταση από την Ελλάδα έκανε αδύνατη την προοπτική της Ενώσεως.
Αυτό, όμως, που το 1919 φαινόταν ως υλοποίηση του ελληνικού ονείρου, απεδείχθη σύντομα για τραγική ουτοπία, εξαιτίας της παράλογης πολιτικής των τότε ελλαδικών πολιτικών σχηματισμών. Καθοριστικό σημείο καμπής και συνάμα τραγικό «λάθος», ήταν η προκήρυξη εκλογών εν μέσω πολέμου από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Στις 14 Νοεμβρίου 1920 στην κυβέρνηση ανέβηκε η αντιβενιζελική φιλοβασιλική παράταξη. Η συμπαγής ψήφος των Τούρκων, των Εβραίων, των Βουλγαροφρόνων και των κουρασμένων κατοίκων της Παλιάς Ελλάδας, έδωσαν τη νίκη στους αντιβενιζελικούς. Οι νικητές είχαν πολιτευτεί με αντιπολεμικά συνθήματα, συγκροτώντας μια ανίερη συμμαχία με τους Ελλαδίτες κομμουνιστές, οι οποίοι στα πλαίσια της εξυπηρέτησης της νεαρής τότε, Σοβιετικής Ένωσης - σε αντίθεση με τους Μικρασιάτες ομόφρονές τους - υποστήριξαν εμπράκτως το κεμαλικό κίνημα και επεδίωξαν την ελληνική ήττα.
Η πολιτική των βασιλικών οδήγησε στη Μεγάλη Ήττα. Το ολοκαύτωμα της Σμύρνης και οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες νεκροί της Μικράς Ασίας ακολούθησε το σύνολο των τότε ελλαδικών πολιτικών δυνάμεων στα κρίσιμα χρόνια της μικρασιατικής εκστρατείας.
Οι Συνέπειες
Η Μικρασιατική Καταστροφή οδήγησε στην πρωτοφανή συρρίκνωση του ελληνικού κόσμου, ενώ παράλληλα έθεσε τις προϋποθέσεις μετατροπής των Ελλήνων - τουλάχιστον ενός πολύ μεγάλου τμήματός τους - σε λαό της διασποράς. Μέχρι σήμερα οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, στο πρόσωπο των Ποντίων Προσφύγων από την πρώην Σοβιετική Ένωση, καταφθάνουν ικέτες στη βαλκανική Ελλάδα και στην Κύπρο. Σημειώνοντας επιπλέον, με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, ότι το Μικρασιατικό δεν έχει ακόμα κλείσει, παρόλη την απεγνωσμένη προσπάθεια των ελλαδικών κυβερνήσεων από το 1922, οι οποίες πολύ εύκολα αποδέχθηκαν τη Νέα Τάξη πραγμάτων του 1922 και μετακύλησαν τις συνέπειες της στους Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία (Πόντο, Ιωνία και Καππαδοκία) και την Ανατολική Θράκη.
Το κόστος της καταστροφής του 1922 ήταν τεράστιο για τον ελληνισμό της καθ' ημάς Ανατολής. Ο Τζωρτζ Χόρτον, Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη την περίοδο των τραγικών γεγονότων, υπολόγισε σε περισσότερους από το ένα εκατομμύριο τους Έλληνες που εξοντώθηκαν στο μικρασιατικό χώρο (Ιωνία και Πόντο) κατά τη διάρκεια των εθνικών εκκαθαρίσεων (1915-1923) που πραγματοποίησαν οι Τούρκοι εθνικιστές εις βάρος των μη τουρκικών και μουσουλμανικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενάμιση εκατομμύριο ήταν οι πρόσφυγες, ενώ καταστράφηκε η ελληνική αστική τάξη της Μικράς Ασίας - η μόνη κοινωνική δύναμη που θα μπορούσε να εκσυγχρονίσει το κράτος των Ελλήνων. Από την άλλη, ο τεράστιος πλούτος που είχε παραγάγει επί αιώνες ο μικρασιατικός ελληνισμός στο γενέθλιο χώρο του, απετέλεσε πηγή πρωταρχικής κεφαλαιακής συσσώρευσης για την ανύπαρκτη μέχρι τότε τουρκική αστική τάξη.
Παρόλα αυτά, μετά το 1922, η Ελλάδα έγινε ένα πραγματικό έθνος-κράτος, έστω και μέσα από την τραγική αντιστροφή του ιστορικού νόμου. Δηλαδή, αντί να συμπεριληφθούν στο κράτος των Ελλήνων τα εδάφη των αλύτρωτων, έφτασαν οι αλύτρωτοι στο εναπομένον ελεύθερο εθνικό έδαφος, ως τραγικά τεκμήρια της γενετικής αντινομίας του νεότερου ελληνισμού. Μοναδική αίρεση στην παραπάνω διαπίστωση περί εθνικής ολοκλήρωσης, αποτελεί η κυπριακή μας εμπειρία. Το κυπριακό ζήτημα θέτει και πάλι επί τάπητος το αρχικό ερώτημα για το ελληνικό έθνος-κράτος και τις αντινομίες που διαπιστώθηκαν. Ο Ελληνισμός, διχασμένος σήμερα σε δυο μεγάλα τμήματα, το ελλαδικό και το κυπριακό, συγκροτεί στην πραγματικότητα δυο εθνικά κράτη του ιδίου έθνους. Η αναλυτική γνώση της ποντιακής αλλά και της ευρύτερης μικρασιατικής ιστορίας, ίσως μας εφοδιάσει με τα απαρραίτητα θεωρητικά εργαλεία για να προτείνουμε ένα συγκεκριμένο μοντέλο για το σύγχρονο Ελληνισμό, που θα βασίζεται στη μοναδική ελληνική εμπειρία.
Του Βλάση Αγτζίδη
Από το περιοδικό «Χρονικό»
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC
Από το περιοδικό «Χρονικό»
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου