Γράφει ὁ Κωνσταντῖνος Χολέβας, Πολιτικὸς Ἐπιστήμων
Τὰ μεσάνυκτα τῆς 13ης καθὼς ξημέρωνε ἡ 14η Μαρτίου 1957 οἱ Ἄγγλοι ἀποικιοκράτες κρέμασαν τὸν ἔφηβο ἀγωνιστὴ τοῦ Κυπριακοῦ Ἀγῶνος Εὐαγόρα Παλληκαρίδη. Ὁ ὑπερήφανος Ἕλληνας μαθητὴς ἀπὸ τὴν Πάφο εἶχε προλάβει στὰ 18 τοῦ χρόνια νὰ ἀναδειχθεῖ σὲ σπουδαῖο ποιητή, ἀθλητὴ καὶ μαχητὴ ὑπὲρ τῆς Ἑνώσεως τῆς Κύπρου μὲ τὴν Ἑλλάδα. Τὸν συνέλαβαν μὲ ἕνα ὅπλο στὸ χέρι καὶ μετὰ ἀπὸ βασανιστήρια τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο. Οἱ δήμιοι ἤσαν συνήθως Τουρκοκύπριοι. Ὁ Κυπριακὸς Ἑλληνισμὸς ἔδωσε ἕναν ὑπέροχο ἀγώνα ἀπὸ τὸ 1955 ἕως τὸ 1959 γιὰ νὰ διασώσει τὴν ἐθνική του ταυτότητα καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσει αὐτοδιάθεση. Οἱ μαθητὲς καὶ οἱ μαθήτριες ἤσαν οἱ πρωταγωνιστές.
Τέτοιες ἡμέρες κάθε χρόνο ἀξίζει νὰ θυμόμαστε τὸν ὡραῖο ἐκεῖνο ἀγώνα ποὺ συγκλόνισε τὴν Ἑλλάδα, τὴν Εὐρώπη, κάθε εὐαίσθητη καὶ πολιτισμένη ψυχή. Στὶς 3 Μαρτίου θυμόμαστε τὴν ἀντίστοιχη ἡμέρα τοῦ 1957 μὲ τὴ θυσία τοῦ Γρηγόρη Αὐξεντίου στὸν Μαχαιρά.
Τέτοιες ἡμέρες κάθε χρόνο ἀξίζει νὰ θυμόμαστε τὸν ὡραῖο ἐκεῖνο ἀγώνα ποὺ συγκλόνισε τὴν Ἑλλάδα, τὴν Εὐρώπη, κάθε εὐαίσθητη καὶ πολιτισμένη ψυχή. Στὶς 3 Μαρτίου θυμόμαστε τὴν ἀντίστοιχη ἡμέρα τοῦ 1957 μὲ τὴ θυσία τοῦ Γρηγόρη Αὐξεντίου στὸν Μαχαιρά.
Τὴν 1η Ἀπριλίου ἡ μνήμη μᾶς στρέφεται στὴν ἔναρξη τῆς ἐπικῆς μάχης τῶν λίγων καὶ πενιχρὰ ἐξοπλισμένων κατὰ τῶν πολλῶν καὶ σιδερόφρακτων.Τέτοιοι ἤσαν πάντα οἱ ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους μας. Δὲν φοβηθήκαμε τὴν ὑπεροπλία τῶν ἄλλων,διότι πιστεύαμε στὰ ὑπέρτερα ὄπλα μας, τὰ πνευματικὰ καὶ ψυχικά.
Σὲ ἐποχὲς κρίσης ἀξιῶν καὶ ἀναζητήσεως προτύπων εἶναι ἀπαραίτητο νὰ μιλοῦμε στοὺς νέους μας γιὰ τὰ παλληκάρια τῆς ΕΟΚΑ τοῦ 1955. Γιὰ τὰ ἑλληνορθόδοξα ἰδανικά τους ποὺ τοὺς βοηθοῦσαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ καβούκι τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ καὶ νὰ νιώσουν τὸ μεγαλεῖο της Ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Πρέπει σήμερα νὰ βοηθήσουμε τὰ παιδιά μας νὰ ἔχουν πρότυπα, ἀρχὲς καὶ ἀξίες. Νὰ μάθουν ὅτι στὴ ζωὴ δὲν θὰ εὐτυχήσουν μὲ τὶς ὑλικὲς ἀξίες τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καὶ τοῦ καταναλωτισμοῦ. Νὰ τοὺς ἀπομακρύνουμε ἀπὸ τὸν ραγιαδισμὸ ποὺ καλλιεργοῦν ὁρισμένα σχολικὰ βιβλία, ἀπὸ τὸν ἐθνομηδενισμὸ κάποιων διανοουμένων μας, ἀπὸ τὴν τουρκολαγνεία τῶν τηλεοπτικῶν καναλιῶν.
Ὁ Βαγορής, ὅπως ἀποκαλοῦσαν οἱ φίλοι του τὸν Εὐαγόρα Παλληκαρίδη, προσωποποιεῖ τὸν αἰώνιο ἔφηβο τοῦ Ἑλληνισμοῦ.Μᾶς θυμίζει τὸν ὅρκο τῶν Ἀθηναίων ἐφήβων, οἱ ὁποῖοι ἐδεσμεύοντο νὰ σέβονται τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια καὶ νὰ παραδώσουν τὴν πατρίδα ὄχι μικρότερη, ἀλλὰ μεγαλύτερη ἀπὸ ὅση τὴν παρέλαβαν. Οἱ νέοι μας σήμερα διψοῦν γιὰ ἀγωνιστικὰ πρότυπα. Ἂς τοὺς θυμίσουμε τὸν Παλληκαρίδη.
Κυριακάτικη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 10/3/2013
Το ακόλουθο ποίημα, με τον παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο, του Φώτη Βαρέλη για τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που μετέδωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Λευκωσίας το 1957, διδασκόταν μέχρι πριν λίγα χρόνια στο βιβλίο Γλώσσας της Στ΄Δημοτικού. Εξ' αιτίας των έντονων αντιστασιακών συμβολισμών του έπεσε θύμα (μεταξύ άλλων) της εκσυγχρονιστικής προοδευτικής αποδόμησης και αποσύρθηκε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν άκ’σε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
- Παρόντες όλοι;
- Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ο δάσκαλος · και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ, που μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα ‘στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.