Αρχιμ. Καλλινίκου Μαυρολέων
Κι ὕστερα μέ ρώτησες· «Εἶδες ποτέ τό Θεό; Τόν συνάντησες
πουθενά, πῶς τόν καταλαβαίνεις, σέ σένα μόνο φανερώθηκε; ῎Ε, δεῖχτον
μας!»
Μοῦ εἶπες· «Δεῖχτον μας!» καί καλά ἔκανες, γιατί φαίνεται πώς ἐσύ δέν Τόν ἔβλεπες!
᾿Εγώ τόν εἶδα τό Θεό, τόν πρωτοσυνάντησα στό ἁπαλό χάδι καί τή στοργή τῆς τρυφερῆς μάνας. Τόν εἶδα στή φροντίδα τοῦ πατέρα, στή μοναδική ζεστασιά τῆς οἰκογένειας!
Τόν συνάντησα στό δρόμο γιά τό σχολειό, στόν ὄμορφο κόσμο τῆς γνώσης, στό θαυμασμό τοῦ Σύμπαντος! Τόν εἶδα στό μικρό λουλούδι, στό γαλάζιο ποτάμι, στό καταπράσινο λιβάδι! Τόν συνάντησα στή δροσερή πηγή μέ τό γάργαρο νερό, στή μαγευτική ἀκροθαλασσιά, σ’ ἐκεῖνο τό ὑπέροχο κι ἀνεπανάληπτο ἡλιοβασίλεμα...
Τόν εἶδα τό Θεό στό χαμόγελο ἑνός μικροῦ παιδιοῦ, στήν ξεγνοιασιά τοῦ παιχνιδιοῦ, στό ξετύλιγμα μιᾶς ἐφηβικῆς καρδιᾶς...
Τόν συνάντησα ἐγώ τό Θεό, στό χέρι ἑνός ζητιάνου, στό τραγούδι τοῦ τυφλοῦ, στήν ἱκεσία τοῦ παράλυτου καί τοῦ λεπροῦ! Τόν εἶδα στόν πόνο τοῦ ἀρρώστου, στή μοναξιά τοῦ φυλακισμένου, στό δάκρυ τοῦ ξενητεμένου.
Τόν εἶδα καί Τόν συνάντησα καί Τόν κατάλαβα καλά σ’ ἐκείνη τήν πανέμορφη ἐκκλησιά, στό θαμπό φῶς τοῦ καντηλιοῦ, πάνω στό ξύλο ἑνός Σταυροῦ... Τόν βρῆκα κι ἦταν Αὐτός πού ἔκανε τή ζωή μου ἀλλιώτικη! Πού τή γέμισε μέ τήν παρουσία Του!
Πῶς θά μπορέσεις λοιπόν ἐσύ νά μέ πείσεις πώς δέν ὑπάρχει Θεός; Πῶς θά τό καταφέρεις αὐτό, ὅταν ἐγώ καί Τόν εἶδα καί Τόν βλέπω καί Τόν συναντῶ καθημερινά καί - τό σπουδαιότερο - Τόν νιώθω μέσα μου;
Μά ἐσύ δέν Τόν ἔβλεπες, δέν ἤθελες νά Τόν δεῖς! Τόν ἀληθινό Θεό, τόν βλέπουν μονάχα οἱ ἀληθινοί! Οἱ ξεκάθαροι κι οἱ ταπεινοί στό νοῦ καί στήν καρδιά! ᾿Εκεῖνοι πού δέν ἀγαποῦν τόν ἑαυτό τους, πιότερο ἀπ’ τούς ἄλλους... Πού ἀγαπᾶνε ἀσταμάτητα, δίχως ὅρους καί ὅρια!
᾿Εκεῖνοι πού ξέρουν νά μοιράζονται καί τή χαρά καί τόν πόνο τῶν ἄλλων! Πού ξέρουν - χωρίς νά περιμένουν ἀνταλλάγματα γι’ αὐτό - νά θυσιάζονται γιά τούς ἄλλους! ᾿Εκεῖνοι πού παλεύουν γιά τήν ἐλευθερία, τή δική τους καί τῶν ἄλλων, πού νιώθουν ὅλο τόν κόσμο ἀδελφό τους, πού δέν ξεχωρίζουν στήν ἀγάπη τό φίλο ἀπό τόν ἐχθρό...
᾿Εκεῖνοι πού δέ σέρνονται στίς βρωμιές τῆς γῆς, πού δέ τυφλώθηκαν ἀπό τά πάθη τῆς σάρκας, πού δέ βάζουν παρωπίδες στή ζωή τους...
Κι ἐσύ τά ξέχασες ὅλ’ αὐτά! Καί ξέχασες πώς τό αὔριο κι ἡ ἀλήθεια κι ὁ Χριστός εἶναι ἕνα. Καί πώς κι ἐσύ μπορεῖς νά γίνεις ἕνα μ’ αὐτά!
Γιατί·
«Μπορῶ νά Σέ βλέπω κι ἄν μοῦ σβήσεις τά μάτια.
῎Αν μοῦ κλείσεις τ’ αὐτιά μπορῶ νά Σ’ ἀκούω.
Καί μπορῶ χωρίς πόδια νά ἔρχομαι κοντά Σου.
Κι ἀκόμα χωρίς στόμα μπορῶ νά Σ’ ὀνομάζω.
Μοῦ σπᾶς τά χέρια κι ὅμως Σέ πιάνω.
Μέ τήν καρδιά μου σάν νά ’τανε χέρι.
Σταμάτα μου τήν καρδιά καί θά χτυπᾶ τό μυαλό μου.
Κι ἄν ρίξεις μέσα στό μυαλό μου τή φωτιά,
θά σέ κρατῶ μέσα στό αἷμα μου κλεισμένο,
ὠ Θεέ μου!»
Μοῦ εἶπες· «Δεῖχτον μας!» καί καλά ἔκανες, γιατί φαίνεται πώς ἐσύ δέν Τόν ἔβλεπες!
᾿Εγώ τόν εἶδα τό Θεό, τόν πρωτοσυνάντησα στό ἁπαλό χάδι καί τή στοργή τῆς τρυφερῆς μάνας. Τόν εἶδα στή φροντίδα τοῦ πατέρα, στή μοναδική ζεστασιά τῆς οἰκογένειας!
Τόν συνάντησα στό δρόμο γιά τό σχολειό, στόν ὄμορφο κόσμο τῆς γνώσης, στό θαυμασμό τοῦ Σύμπαντος! Τόν εἶδα στό μικρό λουλούδι, στό γαλάζιο ποτάμι, στό καταπράσινο λιβάδι! Τόν συνάντησα στή δροσερή πηγή μέ τό γάργαρο νερό, στή μαγευτική ἀκροθαλασσιά, σ’ ἐκεῖνο τό ὑπέροχο κι ἀνεπανάληπτο ἡλιοβασίλεμα...
Τόν εἶδα τό Θεό στό χαμόγελο ἑνός μικροῦ παιδιοῦ, στήν ξεγνοιασιά τοῦ παιχνιδιοῦ, στό ξετύλιγμα μιᾶς ἐφηβικῆς καρδιᾶς...
Τόν συνάντησα ἐγώ τό Θεό, στό χέρι ἑνός ζητιάνου, στό τραγούδι τοῦ τυφλοῦ, στήν ἱκεσία τοῦ παράλυτου καί τοῦ λεπροῦ! Τόν εἶδα στόν πόνο τοῦ ἀρρώστου, στή μοναξιά τοῦ φυλακισμένου, στό δάκρυ τοῦ ξενητεμένου.
Τόν εἶδα καί Τόν συνάντησα καί Τόν κατάλαβα καλά σ’ ἐκείνη τήν πανέμορφη ἐκκλησιά, στό θαμπό φῶς τοῦ καντηλιοῦ, πάνω στό ξύλο ἑνός Σταυροῦ... Τόν βρῆκα κι ἦταν Αὐτός πού ἔκανε τή ζωή μου ἀλλιώτικη! Πού τή γέμισε μέ τήν παρουσία Του!
Πῶς θά μπορέσεις λοιπόν ἐσύ νά μέ πείσεις πώς δέν ὑπάρχει Θεός; Πῶς θά τό καταφέρεις αὐτό, ὅταν ἐγώ καί Τόν εἶδα καί Τόν βλέπω καί Τόν συναντῶ καθημερινά καί - τό σπουδαιότερο - Τόν νιώθω μέσα μου;
Μά ἐσύ δέν Τόν ἔβλεπες, δέν ἤθελες νά Τόν δεῖς! Τόν ἀληθινό Θεό, τόν βλέπουν μονάχα οἱ ἀληθινοί! Οἱ ξεκάθαροι κι οἱ ταπεινοί στό νοῦ καί στήν καρδιά! ᾿Εκεῖνοι πού δέν ἀγαποῦν τόν ἑαυτό τους, πιότερο ἀπ’ τούς ἄλλους... Πού ἀγαπᾶνε ἀσταμάτητα, δίχως ὅρους καί ὅρια!
᾿Εκεῖνοι πού ξέρουν νά μοιράζονται καί τή χαρά καί τόν πόνο τῶν ἄλλων! Πού ξέρουν - χωρίς νά περιμένουν ἀνταλλάγματα γι’ αὐτό - νά θυσιάζονται γιά τούς ἄλλους! ᾿Εκεῖνοι πού παλεύουν γιά τήν ἐλευθερία, τή δική τους καί τῶν ἄλλων, πού νιώθουν ὅλο τόν κόσμο ἀδελφό τους, πού δέν ξεχωρίζουν στήν ἀγάπη τό φίλο ἀπό τόν ἐχθρό...
᾿Εκεῖνοι πού δέ σέρνονται στίς βρωμιές τῆς γῆς, πού δέ τυφλώθηκαν ἀπό τά πάθη τῆς σάρκας, πού δέ βάζουν παρωπίδες στή ζωή τους...
Κι ἐσύ τά ξέχασες ὅλ’ αὐτά! Καί ξέχασες πώς τό αὔριο κι ἡ ἀλήθεια κι ὁ Χριστός εἶναι ἕνα. Καί πώς κι ἐσύ μπορεῖς νά γίνεις ἕνα μ’ αὐτά!
Γιατί·
«Μπορῶ νά Σέ βλέπω κι ἄν μοῦ σβήσεις τά μάτια.
῎Αν μοῦ κλείσεις τ’ αὐτιά μπορῶ νά Σ’ ἀκούω.
Καί μπορῶ χωρίς πόδια νά ἔρχομαι κοντά Σου.
Κι ἀκόμα χωρίς στόμα μπορῶ νά Σ’ ὀνομάζω.
Μοῦ σπᾶς τά χέρια κι ὅμως Σέ πιάνω.
Μέ τήν καρδιά μου σάν νά ’τανε χέρι.
Σταμάτα μου τήν καρδιά καί θά χτυπᾶ τό μυαλό μου.
Κι ἄν ρίξεις μέσα στό μυαλό μου τή φωτιά,
θά σέ κρατῶ μέσα στό αἷμα μου κλεισμένο,
ὠ Θεέ μου!»
Από το βιβλίο «ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΑΣ " τοῦ Αρχιμανδρίτου
Καλλινίκου Μαυρολέοντος
που θα κυκλοφορηθεί από τις εκδόσεις
«ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ».
(τηλ.: 210 9310605)
(τηλ.: 210 9310605)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου