Έλεγαν για τον άββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης,
ότι, αν είχε κανείς (στη συνοδεία του) αδελφό άρρωστο ή τεμπέλη ή κακόγλωσσο και
ήθελε να τον διώξει, έλεγε: "Φέρτε μου τον εδώ". και τον έπαιρνε, και τον έσωζε
με τη μακροθυμία του, και στην εκκλησία έλεγε πάντα στους
αδελφούς αυτόν το λόγο: "Αδελφοί, να συγχωρείτε και θα συγχωρηθείτε" (πρβλ.
Ματθ. 6:14. Μάρκ. 11:25).
Ένας αδελφός, από τη Λιβύη, ήρθε στον αββά Σιλουανό, στο βουνό της Πανεφώ, και του είπε: Αββά, έχω έναν εχθρό, πού μου έκανε πολλά κακά: Και το χωράφι μου καταπάτησε, όταν ακόμα ήμουνα στον κόσμο, και πολλές φορές σχεδίασε να με βλάψει· τώρα τελευταία, μάλιστα, έβαλε και δηλητηριαστές να με φαρμακώσουν.
Σκοπεύω λοιπόν να τον παραδώσω στον άρχοντα (για να τιμωρηθεί).
Κάνε, παιδί μου, όπως αναπαύεσαι, είπε ο γέροντας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, αββά, πώς, αν τιμωρηθεί, θα ωφεληθεί πολύ ή ψυχή του, πρόσθεσε ο αδελφός.
Κάνε όπως νομίζεις, παιδί μου, ξανάπε ο γέροντας.
Σήκω τότε, πάτερ, να προσευχηθούμε, και μετά φεύγω για τον άρχοντα, παρακάλεσε ο αδελφός.
Σηκώθηκαν λοιπόν και άρχισαν να προσεύχονται. Μόλις όμως έφτασαν στη φράση (της Κυριακής προσευχής) «και άφες ήμιν τα όφειλήματα ημών, ως και ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών»(Ματθ. 6:12), ο γέροντας είπε:
«Και μη άφήσης ημίν τα όφειλήματα ημών ως ουδέ ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών...». -
Όχι, έτσι, πάτερ, διέκοψε ο αδελφός τον γέροντα. Ναι, παιδί μου, έτσι, αποκρίθηκε ο γέροντας.
Αν πραγματικά θέλεις να πας στον άρχοντα για να πραγματοποιήσεις την εκδίκηση σου, ο Σιλουανός δεν κάνει για σένα άλλη προσευχή. Ό αδελφός τότε έβαλε μετάνοια και συγχώρησε τον εχθρό του.
Ένας άλλος αδελφός, πού αδικήθηκε από κάποιον άλλον, ήρθε στον αββά Σισώη και του είπε:
Αδικήθηκα από έναν αδελφό και θέλω να του το ανταποδώσω.
Ό γέροντας τον παρακαλούσε (ν' αλλάξει γνώμη) και του έλεγε:
Όχι, παιδί μου! Άφησε καλύτερα στο Θεό την ανταπόδοση. Μα ο αδελφός επέμενε:Δεν θα ησυχάσω, ώσπου να πάρω εκδίκηση.
Τότε ο γέροντας του πρότεινε: Ας προσευχηθούμε, αδελφέ.
Σηκώθηκαν λοιπόν και, καθώς προσεύχονταν, ο γέροντας είπε: Θεέ μου, δεν έχουμε πια ανάγκη να φροντίζεις για μας, γιατί παίρνουμε μόνοι μας εκδίκηση!
Μόλις τ' άκουσε αυτό ο αδελφός, έπεσε στα πόδια του γέροντα και είπε Δεν εναντιώνομαι πια στον αδελφό, αββά, συγχώρεσε με!
Κάποιοι αδελφοί επισκέφθηκαν έναν άγιο γέροντα, πού έμενε σε τόπο ερημικό, και βρήκαν έξω άπ' το κελί του μερικά παιδιά, πού έβοσκαν (τα ζώα τους) και έλεγαν άσχημα λόγια.
Αφού λοιπόν του εξομολογήθηκαν τους λογισμούς τους και ωφελήθηκαν από τη σοφία του, τον ρώτησαν:
Πώς ανέχεσαι, αββά, αυτά τα παιδιά, και δεν τους λες να μην αισχρολογούν;
Πραγματικά, αδελφοί, απάντησε ο γέροντας, έχω μέρες πού θέλω να τους το πω, αλλά (κάθε φορά πού το αποφασίζω), κατακρίνω (αμέσως) τον εαυτό μου, καθώς σκέφτομαι: Αν δεν υποφέρω αυτήν εδώ τη μικρή δυσκολία, πώς θ' αντέξω, αν με βρει κανένας μεγάλος πειρασμός;. Γι' αυτό δεν τους λέω τίποτα, για να μπορέσω να υπομείνω και εκείνα πού θα έρθουν.
Κάποιος αδελφός είπε σ' ένα γέροντα: Θέλω να μαρτυρήσω για το Θεό. Και ο γέροντας του απάντησε:
Αν σε μια δύσκολη περίσταση υπομείνει κανείς τον πλησίον, κάνει κάτι ισάξιο με το μαρτύριο των Τριών Παίδων στο καμίνι (Δαν. 3:23).
Από το Γεροντικό
Ένας αδελφός, από τη Λιβύη, ήρθε στον αββά Σιλουανό, στο βουνό της Πανεφώ, και του είπε: Αββά, έχω έναν εχθρό, πού μου έκανε πολλά κακά: Και το χωράφι μου καταπάτησε, όταν ακόμα ήμουνα στον κόσμο, και πολλές φορές σχεδίασε να με βλάψει· τώρα τελευταία, μάλιστα, έβαλε και δηλητηριαστές να με φαρμακώσουν.
Σκοπεύω λοιπόν να τον παραδώσω στον άρχοντα (για να τιμωρηθεί).
Κάνε, παιδί μου, όπως αναπαύεσαι, είπε ο γέροντας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, αββά, πώς, αν τιμωρηθεί, θα ωφεληθεί πολύ ή ψυχή του, πρόσθεσε ο αδελφός.
Κάνε όπως νομίζεις, παιδί μου, ξανάπε ο γέροντας.
Σήκω τότε, πάτερ, να προσευχηθούμε, και μετά φεύγω για τον άρχοντα, παρακάλεσε ο αδελφός.
Σηκώθηκαν λοιπόν και άρχισαν να προσεύχονται. Μόλις όμως έφτασαν στη φράση (της Κυριακής προσευχής) «και άφες ήμιν τα όφειλήματα ημών, ως και ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών»(Ματθ. 6:12), ο γέροντας είπε:
«Και μη άφήσης ημίν τα όφειλήματα ημών ως ουδέ ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών...». -
Όχι, έτσι, πάτερ, διέκοψε ο αδελφός τον γέροντα. Ναι, παιδί μου, έτσι, αποκρίθηκε ο γέροντας.
Αν πραγματικά θέλεις να πας στον άρχοντα για να πραγματοποιήσεις την εκδίκηση σου, ο Σιλουανός δεν κάνει για σένα άλλη προσευχή. Ό αδελφός τότε έβαλε μετάνοια και συγχώρησε τον εχθρό του.
Ένας άλλος αδελφός, πού αδικήθηκε από κάποιον άλλον, ήρθε στον αββά Σισώη και του είπε:
Αδικήθηκα από έναν αδελφό και θέλω να του το ανταποδώσω.
Ό γέροντας τον παρακαλούσε (ν' αλλάξει γνώμη) και του έλεγε:
Όχι, παιδί μου! Άφησε καλύτερα στο Θεό την ανταπόδοση. Μα ο αδελφός επέμενε:Δεν θα ησυχάσω, ώσπου να πάρω εκδίκηση.
Τότε ο γέροντας του πρότεινε: Ας προσευχηθούμε, αδελφέ.
Σηκώθηκαν λοιπόν και, καθώς προσεύχονταν, ο γέροντας είπε: Θεέ μου, δεν έχουμε πια ανάγκη να φροντίζεις για μας, γιατί παίρνουμε μόνοι μας εκδίκηση!
Μόλις τ' άκουσε αυτό ο αδελφός, έπεσε στα πόδια του γέροντα και είπε Δεν εναντιώνομαι πια στον αδελφό, αββά, συγχώρεσε με!
Κάποιοι αδελφοί επισκέφθηκαν έναν άγιο γέροντα, πού έμενε σε τόπο ερημικό, και βρήκαν έξω άπ' το κελί του μερικά παιδιά, πού έβοσκαν (τα ζώα τους) και έλεγαν άσχημα λόγια.
Αφού λοιπόν του εξομολογήθηκαν τους λογισμούς τους και ωφελήθηκαν από τη σοφία του, τον ρώτησαν:
Πώς ανέχεσαι, αββά, αυτά τα παιδιά, και δεν τους λες να μην αισχρολογούν;
Πραγματικά, αδελφοί, απάντησε ο γέροντας, έχω μέρες πού θέλω να τους το πω, αλλά (κάθε φορά πού το αποφασίζω), κατακρίνω (αμέσως) τον εαυτό μου, καθώς σκέφτομαι: Αν δεν υποφέρω αυτήν εδώ τη μικρή δυσκολία, πώς θ' αντέξω, αν με βρει κανένας μεγάλος πειρασμός;. Γι' αυτό δεν τους λέω τίποτα, για να μπορέσω να υπομείνω και εκείνα πού θα έρθουν.
Κάποιος αδελφός είπε σ' ένα γέροντα: Θέλω να μαρτυρήσω για το Θεό. Και ο γέροντας του απάντησε:
Αν σε μια δύσκολη περίσταση υπομείνει κανείς τον πλησίον, κάνει κάτι ισάξιο με το μαρτύριο των Τριών Παίδων στο καμίνι (Δαν. 3:23).
Από το Γεροντικό
Πηγή: Αγιορείτικο Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου