Ἄγνωστος συγγραφεύς
... Εἰς τό τέλος τῆς
ἑβδομάδος, ἀφοῦ προπαρασκευάσθηκα καλά γιά τήν ἁγία Κοινωνία, πρίν ἐξομολογηθῶ,
ἐσκέφθηκα ὅτι ἦταν μιά εὐκαιρία νά κάνω ἐκεῖ μιάν ἐξομολόγησιν ὅσον τό δυνατόν
πιό λεπτομερῆ. Ἄρχισα, λοιπόν, τήν προσπάθεια γιά νά θυμηθῶ ὅλα τά ἁμαρτήματα
ἀπ’ τήν νεότητά μου καί γιά νά μή τυχόν λησμονήσω ἔστω καί τό παραμικρό, τά
ἔγραψα μέ ὅση τό δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια. Ἐγέμισα ἔτσι
μιά μεγάλη κόλλα χαρτί μέ ὅλα αὐτά πού ἔγραψα. Ἔπειτα, ὅμως, ἄκουσα ὅτι εἰς τήν
Κιταβάγια Παστίνα, πού ἀπέχει περίπου τρία χιλιόμετρα ἀπό ἐκεῖ, ἐζοῦσεν ἕνας
ἀσκητής ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἦτο σοφός ἄνθρωπος καί γεμᾶτος ἀπό κατανόηση.
Ὁποιοσδήποτε ἐπήγαινεν εἰς αὐτόν γιά νά ἐξομολογηθεῖ, εὑρισκόταν σέ μιάν
ἀτμόσφαιρα γεμάτη ἀπό μειλιχιότητα καί συμπάθεια, ἀποχωροῦσε δέ χορτᾶτος ἀπό
διδασκαλία γιά τήν σωτηρία του καί ἤρεμος ψυχικά. Μέ μεγάλην εὐχαρίστηση
ἐπληροφορήθηκα γιά ὅλα αὐτά καί ἀνεχώρησα ἀμέσως νά συναντήσω τόν ἄγιον αὐτόν
γέροντα.
Ὅταν ἔφθασα, εἰς τήν ἀρχή, ἐζήτησα ὁλίγες συμβουλές, ὕστερα δέ ἀπό κάμποσην ὥρα συνομιλίας τοῦ ἐδιάβασα τό χαρτί μέ τίς ἁμαρτίες μου, πού εἶχα γράψει. Ὅταν ἐτελείωσα τό διάβασμα, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:
«Παιδί μου, πολλά ἀπ’ αὐτά πού μοῦ ἐδιάβασες εἶναι χωρίς καμμιά ἀξία, οἱ συμβουλές μου δέ γιά τήν ἐξομολόγηση εἶναι γενικά οἱ ἐξῆς:
Πρῶτον: Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογῆσαι ἁμαρτήματα γιά τά ὁποῖα ἄλλοτε μετενόησες, τά ἐξαγορεύθηκες καί ἐπῆρες τήν συγχώρηση. Ὅταν τά ξαναεξομολογῆσαι εἶναι σάν νά θέτεις σέ ἀμφιβολία τή δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Ἐξομολογήσεως.
Δεύτερον: Δέν πρέπει νά θυμᾶσαι εἰς τήν ἐξομολόγηση οὔτε καί νά ἀναφέρεις εἰς αὐτήν ἄλλα τυχόν πρόσωπα πού συνέβη νά εἶναι συνδεδεμένα μέ τίς ἁμαρτίες σου. Δηλαδή, πρέπει νά ἐξομολογηθεῖς τά ἰδικά σου μόνον ἁμαρτήματα καί νά κρίνεις τόν ἑαυτό σου μόνον καί κανέναν ἄλλον.
Τρίτον: Δέν πρέπει νά ξεχνᾶς ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἀπαγορεύουν νά ἀναφέρουμε μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες τά διάφορα ἁμαρτήματά μας, ἐπειδή εἶναι καλύτερο νά τά ὁμολογοῦμε καί νά τά ἀναγνωρίζουμε εἰς τίς γενικές τους γραμμές γιά νά ἀποφεύγεται ὁ πειρασμός ἀπό τήν ἐπανάληψη τῶν λεπτομερειῶν καί γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τόν πνευματικό.
Τέταρτον: Ὅταν μετανοεῖς πρέπει νά μετανοεῖς εἰλικρινά καί πραγματικά γιατί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ μετάνοιά σου αὐτή σήμερα εἶναι ἀφρόντιστη χλιαρή καί πρόχειρη.
Πέμπτον: Ἀσχολήθηκες σήμερα μέ ἕνα σωρό λεπτομέρειες, ἐνῶ παρέλειψες τό κυριότερο πρᾶγμα, δηλαδή δέν ἀνέφερες τίς πιό βαρειές ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες, γιατί δέν παραδέχθηκες, οὔτε ἔγραψες εἰς τό χαρτί, ὅτι δέν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὅτι μισεῖς τόν πλησίον σου, ὅτι δέν πιστεύεις εἰς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι εἶσαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλοδοξία, γεγονότα πού ἀποτελοῦν τήν τετραπλῆ μάζα τοῦ κακοῦ καί τά ὁποῖα εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων μας. Αὐτά εἶναι οἱ τέσσερεις κυριώτερες ρίζες, ἀπό τίς ὁποῖες φυτρώνουν ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα εἰς τά ὁποῖα πέφτουμε ὅλοι».
Ἡ ἔκπληξίς μου πραγματικά ἦταν μεγάλη ἀπό ὅσα ἄκουσα, γι’ αὐτό ἀπευθυνόμενος πρός τόν φημισμένο αὐτόν πνευματικό, τοῦ εἶπα:
«Νά μέ συγχωρήσεις, σεβαστέ πάτερ, ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν νά μή ἀγαπῶ τόν Θεό, τόν Πατέρα ὅλων μας καί Συντηρητή; Σέ τί ἄλλο θά μποροῦσα νά πιστεύσω, ἐκτός ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογία τοῦ ὁποίου ἁγιάζει τά πάντα; Ἐγώ θέλω πάντα τό καλό τοῦ πλησίον μου, ποιόν δέ λόγο θά εἶχα γιά νά τούς μισῶ; Ὡς πρός τήν ὑπερηφάνεια, δέν ἔχω τίποτα γιά νά ὑπερηφανευθῶ, ἐκτός ἀπ’ τά ἀναρίθμητά μου ἁμαρτήματα. Ἀλλ’ ἀκόμη τί καλό ἔχω ἐπάνω μου γιά νά ὑπερηφανευθῶ; Μήπως τά πλούτη μου ἤ τήν ὑγεία μου; Μόνον ἄν ἤμουν μορφωμένος ἤ πλούσιος, θά μποροῦσα νά ἔχω πέσει σέ σφάλματα σάν αὐτά πού μοῦ ἀνέφερες».
«Ἀγαπητέ μου, εἶναι κρῖμα πού τόσο λίγο κατάλαβες τί ἐννοῶ μέ αὐτά πού εἶπα. Κοίταξε! Θά διδαχθεῖς πολύ καί γρήγορα, ἀπάνω σέ ὅσα σοῦ εἶπα, ἐάν διαβάσεις αὐτές τίς σημειώσεις πού σοῦ δίνω, τίς ὁποῖες καί ἐγώ χρησιμοποιῶ εἰς τήν ἐξομολόγησή μου. Διάβασέ τες προσεκτικά καί θά καταλάβεις ἐντελῶς καθαρά τήν ἀκριβῆ ἀπόδειξη ὅλων αὐτῶν πού σοῦ εἶπα καί τά ὁποῖα σέ ἐξέπληξαν»
Μού ἔδωσε τίς σημειώσεις καί ἐγώ ἄρχισα νά τίς διαβάζω. Οἱ σημειώσεις αὐτές ἔχουν ἀκριβῶς ὡς ἐξῆς:
«Ἐξομολόγηση πού ὁδηγεῖ τόν ἔσω ἄνθρωπο σέ ταπείνωση».
«Στρέφοντας τά μάτια μου προσεκτικά εἰς τόν ἑαυτό μου καί παρακολουθῶντας τήν πορεία τῆς ἐσωτερικῆς μου καταστάσεως, πιστοποιῶ ἀπό τήν πεῖρα μου, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν, ὅτι δέν ἔχω θρησκευτική πίστη καί ὅτι εἶμαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί ὑλοφροσύνη. Ὅλα αὐτά τά βρίσκω εἰς τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό λεπτομερῆ ἐξέταση τῶν αἰσθημάτων καί τῆς συμπεριφορᾶς μου.
Δέν ἀγαπῶ τόν Θεό. Ἄν ἀγαποῦσα πραγματικά τόν Θεό θά εἶχα συνεχῶς τήν σκέψη μου στραμμένη πρός Αὐτόν καί θά ἤμουν εὐτυχισμένος. Κάθε σκέψη γιά τό Θεό θά μοῦ ἔδινε χαρά καί ἀγαλλίαση. Ἀντιθέτως, ὅμως, πολύ συχνότερα καί πολύ εὐκολώτερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ἐνῶ ἡ ἀπασχόληση τῆς σκέψεώς μου μέ τόν Θεό καταντᾶ ἐργασία ἐπίπονη καί ξερή. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν Θεόν, ἡ συνομιλία μου μέ Αὐτόν, διά τῆς προσευχῆς θά ἦτο ἡ τροφή καί ἡ τρυφή μου καί θά μέ ὡδηγοῦσε σέ ἀδιάσπαστη ἐπικοινωνία μέ Αὐτόν. Ὅμως, ὅλως ἀντίθετα, ὄχι μόνο δέν εὑρίσκω εὐχαρίστηση εἰς τήν προσευχή μου ἀλλά χρειάζεται κάθε φορά νά καταβάλλω προσπάθεια γιά νά προσευχηθῶ. Ἀγωνίζομαι κατά τῆς ἀπροθυμίας, νικῶμαι ἀπό τήν ἁμαρτωλότητά μου καί εἶμαι πάντα πρόθυμος νά καταπατῶ μέ κάθε ἀνόητη σκέψη καί πρᾶγμα, ἀκόμη καί κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, γεγονότα, πού, ὅπως εἶναι φυσικόν, μικραίνουν τήν προσευχή καί ἀπομακρύνουν τήν σκέψιν ἀπό αὐτήν. Ὁ καιρός μου περνᾶ ἀχρησιμοποίητος ἤ μᾶλλον χρησιμοποιεῖται σέ μάταιες ἀπασχολήσεις, ὅταν δέ ἀπασχολοῦμαι μέ τόν Θεόν, ὅταν θέτω τόν ἑαυτόν μου κάτω ἀπό τήν παρουσία Του, τότε κάθε ὥρα μοῦ φαίνεται πώς εἶναι ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπᾶ κάποιο πρόσωπο, τό σκέπτεται ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς διακοπή, διατηρεῖ συνεχῶς τήν εἰκόνα του μέσα εἰς τήν καρδιά του, φροντίζει γι’ αὐτό καί σέ καμμιά περίπτωση τό ἀγαπημένο του πρόσωπο δέν φεύγει ἀπό τήν σκέψη του. Ἐγώ, ὅμως ὁλόκληρη τήν ἡμέρα, εἶναι ζήτημα ἄν ξεχωρίζω ἔστω καί μιάν ὥρα γιά νά βυθισθῶ σέ ἐντρύφηση καί θεία μελέτη, γιά νά ζωογονήσω τήν καρδιά μου μέ τήν ἀγάπη μου πρός Αὐτόν, ἐνῶ μέ εὐκολία καί εὐχαρίστηση ἐξοδεύω τίς εἴκοσι τρεῖς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου σάν μιά θερμή προσφορά καί θυσία εἰς τά εἴδωλα τῶν διαφόρων παθῶν.
Ὁλονένα συζητῶ γιά τιποτένια πράγματα καί γεγονότα, τά ὁποῖα μολύνουν τό πνεῦμα, κι αὐτό μοῦ δίνει εὐχαρίστηση. Εἰς τίς σκέψεις μου γιά τόν Θεό, εἶμαι ξηρός, ἀπρόθυμος καί ἀμελής. Κι ὅταν ἀκόμη χωρίς νά τό θέλω, συμβαίνει ὥστε ἄλλοι νά μέ παρακινήσουν σέ πνευματική συζήτηση, κοιτάζω νά μετατρέψω τό θέμα σέ κάτι ἄλλο, πιό εὐχάριστο εἰς τίς ἐπιθυμίες μου. Εἶμαι τρομερά περίεργος γιά κάθε μοντέρνο, γιά τά πολιτικά καί γιά χίλια δυό ἄλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητῶ τήν ἱκανοποίηση εἰς τήν ἀγάπη πρός τίς κοσμικές γνώσεις, εἰς τήν ἐπιστήμη, εἰς τήν τέχνη, καί θέλω ὅλο καί περισσότερα ἀγαθά νά ἀποκτήσω. Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ καί τῆς Θρησκείας, δέν μοῦ κάνουν πολλήν ἐντύπωσιν, οὕτε ἱκανοποιοῦν τήν πνευματική πεῖνα τῆς ψυχῆς μου. Ὅλα αὐτά τά παραδέχομαι ὅτι εἶναι ὄχι μόνον ἀνούσια ἀπασχόληση γιά ἕνα χριστιανό, ἀλλ’ ἐπί πλέον καί ἀνωφελής.
Ὅταν ἔφθασα, εἰς τήν ἀρχή, ἐζήτησα ὁλίγες συμβουλές, ὕστερα δέ ἀπό κάμποσην ὥρα συνομιλίας τοῦ ἐδιάβασα τό χαρτί μέ τίς ἁμαρτίες μου, πού εἶχα γράψει. Ὅταν ἐτελείωσα τό διάβασμα, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:
«Παιδί μου, πολλά ἀπ’ αὐτά πού μοῦ ἐδιάβασες εἶναι χωρίς καμμιά ἀξία, οἱ συμβουλές μου δέ γιά τήν ἐξομολόγηση εἶναι γενικά οἱ ἐξῆς:
Πρῶτον: Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογῆσαι ἁμαρτήματα γιά τά ὁποῖα ἄλλοτε μετενόησες, τά ἐξαγορεύθηκες καί ἐπῆρες τήν συγχώρηση. Ὅταν τά ξαναεξομολογῆσαι εἶναι σάν νά θέτεις σέ ἀμφιβολία τή δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Ἐξομολογήσεως.
Δεύτερον: Δέν πρέπει νά θυμᾶσαι εἰς τήν ἐξομολόγηση οὔτε καί νά ἀναφέρεις εἰς αὐτήν ἄλλα τυχόν πρόσωπα πού συνέβη νά εἶναι συνδεδεμένα μέ τίς ἁμαρτίες σου. Δηλαδή, πρέπει νά ἐξομολογηθεῖς τά ἰδικά σου μόνον ἁμαρτήματα καί νά κρίνεις τόν ἑαυτό σου μόνον καί κανέναν ἄλλον.
Τρίτον: Δέν πρέπει νά ξεχνᾶς ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἀπαγορεύουν νά ἀναφέρουμε μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες τά διάφορα ἁμαρτήματά μας, ἐπειδή εἶναι καλύτερο νά τά ὁμολογοῦμε καί νά τά ἀναγνωρίζουμε εἰς τίς γενικές τους γραμμές γιά νά ἀποφεύγεται ὁ πειρασμός ἀπό τήν ἐπανάληψη τῶν λεπτομερειῶν καί γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τόν πνευματικό.
Τέταρτον: Ὅταν μετανοεῖς πρέπει νά μετανοεῖς εἰλικρινά καί πραγματικά γιατί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ μετάνοιά σου αὐτή σήμερα εἶναι ἀφρόντιστη χλιαρή καί πρόχειρη.
Πέμπτον: Ἀσχολήθηκες σήμερα μέ ἕνα σωρό λεπτομέρειες, ἐνῶ παρέλειψες τό κυριότερο πρᾶγμα, δηλαδή δέν ἀνέφερες τίς πιό βαρειές ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες, γιατί δέν παραδέχθηκες, οὔτε ἔγραψες εἰς τό χαρτί, ὅτι δέν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὅτι μισεῖς τόν πλησίον σου, ὅτι δέν πιστεύεις εἰς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι εἶσαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλοδοξία, γεγονότα πού ἀποτελοῦν τήν τετραπλῆ μάζα τοῦ κακοῦ καί τά ὁποῖα εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων μας. Αὐτά εἶναι οἱ τέσσερεις κυριώτερες ρίζες, ἀπό τίς ὁποῖες φυτρώνουν ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα εἰς τά ὁποῖα πέφτουμε ὅλοι».
Ἡ ἔκπληξίς μου πραγματικά ἦταν μεγάλη ἀπό ὅσα ἄκουσα, γι’ αὐτό ἀπευθυνόμενος πρός τόν φημισμένο αὐτόν πνευματικό, τοῦ εἶπα:
«Νά μέ συγχωρήσεις, σεβαστέ πάτερ, ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν νά μή ἀγαπῶ τόν Θεό, τόν Πατέρα ὅλων μας καί Συντηρητή; Σέ τί ἄλλο θά μποροῦσα νά πιστεύσω, ἐκτός ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογία τοῦ ὁποίου ἁγιάζει τά πάντα; Ἐγώ θέλω πάντα τό καλό τοῦ πλησίον μου, ποιόν δέ λόγο θά εἶχα γιά νά τούς μισῶ; Ὡς πρός τήν ὑπερηφάνεια, δέν ἔχω τίποτα γιά νά ὑπερηφανευθῶ, ἐκτός ἀπ’ τά ἀναρίθμητά μου ἁμαρτήματα. Ἀλλ’ ἀκόμη τί καλό ἔχω ἐπάνω μου γιά νά ὑπερηφανευθῶ; Μήπως τά πλούτη μου ἤ τήν ὑγεία μου; Μόνον ἄν ἤμουν μορφωμένος ἤ πλούσιος, θά μποροῦσα νά ἔχω πέσει σέ σφάλματα σάν αὐτά πού μοῦ ἀνέφερες».
«Ἀγαπητέ μου, εἶναι κρῖμα πού τόσο λίγο κατάλαβες τί ἐννοῶ μέ αὐτά πού εἶπα. Κοίταξε! Θά διδαχθεῖς πολύ καί γρήγορα, ἀπάνω σέ ὅσα σοῦ εἶπα, ἐάν διαβάσεις αὐτές τίς σημειώσεις πού σοῦ δίνω, τίς ὁποῖες καί ἐγώ χρησιμοποιῶ εἰς τήν ἐξομολόγησή μου. Διάβασέ τες προσεκτικά καί θά καταλάβεις ἐντελῶς καθαρά τήν ἀκριβῆ ἀπόδειξη ὅλων αὐτῶν πού σοῦ εἶπα καί τά ὁποῖα σέ ἐξέπληξαν»
Μού ἔδωσε τίς σημειώσεις καί ἐγώ ἄρχισα νά τίς διαβάζω. Οἱ σημειώσεις αὐτές ἔχουν ἀκριβῶς ὡς ἐξῆς:
«Ἐξομολόγηση πού ὁδηγεῖ τόν ἔσω ἄνθρωπο σέ ταπείνωση».
«Στρέφοντας τά μάτια μου προσεκτικά εἰς τόν ἑαυτό μου καί παρακολουθῶντας τήν πορεία τῆς ἐσωτερικῆς μου καταστάσεως, πιστοποιῶ ἀπό τήν πεῖρα μου, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν, ὅτι δέν ἔχω θρησκευτική πίστη καί ὅτι εἶμαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί ὑλοφροσύνη. Ὅλα αὐτά τά βρίσκω εἰς τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό λεπτομερῆ ἐξέταση τῶν αἰσθημάτων καί τῆς συμπεριφορᾶς μου.
Δέν ἀγαπῶ τόν Θεό. Ἄν ἀγαποῦσα πραγματικά τόν Θεό θά εἶχα συνεχῶς τήν σκέψη μου στραμμένη πρός Αὐτόν καί θά ἤμουν εὐτυχισμένος. Κάθε σκέψη γιά τό Θεό θά μοῦ ἔδινε χαρά καί ἀγαλλίαση. Ἀντιθέτως, ὅμως, πολύ συχνότερα καί πολύ εὐκολώτερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ἐνῶ ἡ ἀπασχόληση τῆς σκέψεώς μου μέ τόν Θεό καταντᾶ ἐργασία ἐπίπονη καί ξερή. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν Θεόν, ἡ συνομιλία μου μέ Αὐτόν, διά τῆς προσευχῆς θά ἦτο ἡ τροφή καί ἡ τρυφή μου καί θά μέ ὡδηγοῦσε σέ ἀδιάσπαστη ἐπικοινωνία μέ Αὐτόν. Ὅμως, ὅλως ἀντίθετα, ὄχι μόνο δέν εὑρίσκω εὐχαρίστηση εἰς τήν προσευχή μου ἀλλά χρειάζεται κάθε φορά νά καταβάλλω προσπάθεια γιά νά προσευχηθῶ. Ἀγωνίζομαι κατά τῆς ἀπροθυμίας, νικῶμαι ἀπό τήν ἁμαρτωλότητά μου καί εἶμαι πάντα πρόθυμος νά καταπατῶ μέ κάθε ἀνόητη σκέψη καί πρᾶγμα, ἀκόμη καί κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, γεγονότα, πού, ὅπως εἶναι φυσικόν, μικραίνουν τήν προσευχή καί ἀπομακρύνουν τήν σκέψιν ἀπό αὐτήν. Ὁ καιρός μου περνᾶ ἀχρησιμοποίητος ἤ μᾶλλον χρησιμοποιεῖται σέ μάταιες ἀπασχολήσεις, ὅταν δέ ἀπασχολοῦμαι μέ τόν Θεόν, ὅταν θέτω τόν ἑαυτόν μου κάτω ἀπό τήν παρουσία Του, τότε κάθε ὥρα μοῦ φαίνεται πώς εἶναι ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπᾶ κάποιο πρόσωπο, τό σκέπτεται ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς διακοπή, διατηρεῖ συνεχῶς τήν εἰκόνα του μέσα εἰς τήν καρδιά του, φροντίζει γι’ αὐτό καί σέ καμμιά περίπτωση τό ἀγαπημένο του πρόσωπο δέν φεύγει ἀπό τήν σκέψη του. Ἐγώ, ὅμως ὁλόκληρη τήν ἡμέρα, εἶναι ζήτημα ἄν ξεχωρίζω ἔστω καί μιάν ὥρα γιά νά βυθισθῶ σέ ἐντρύφηση καί θεία μελέτη, γιά νά ζωογονήσω τήν καρδιά μου μέ τήν ἀγάπη μου πρός Αὐτόν, ἐνῶ μέ εὐκολία καί εὐχαρίστηση ἐξοδεύω τίς εἴκοσι τρεῖς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου σάν μιά θερμή προσφορά καί θυσία εἰς τά εἴδωλα τῶν διαφόρων παθῶν.
Ὁλονένα συζητῶ γιά τιποτένια πράγματα καί γεγονότα, τά ὁποῖα μολύνουν τό πνεῦμα, κι αὐτό μοῦ δίνει εὐχαρίστηση. Εἰς τίς σκέψεις μου γιά τόν Θεό, εἶμαι ξηρός, ἀπρόθυμος καί ἀμελής. Κι ὅταν ἀκόμη χωρίς νά τό θέλω, συμβαίνει ὥστε ἄλλοι νά μέ παρακινήσουν σέ πνευματική συζήτηση, κοιτάζω νά μετατρέψω τό θέμα σέ κάτι ἄλλο, πιό εὐχάριστο εἰς τίς ἐπιθυμίες μου. Εἶμαι τρομερά περίεργος γιά κάθε μοντέρνο, γιά τά πολιτικά καί γιά χίλια δυό ἄλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητῶ τήν ἱκανοποίηση εἰς τήν ἀγάπη πρός τίς κοσμικές γνώσεις, εἰς τήν ἐπιστήμη, εἰς τήν τέχνη, καί θέλω ὅλο καί περισσότερα ἀγαθά νά ἀποκτήσω. Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ καί τῆς Θρησκείας, δέν μοῦ κάνουν πολλήν ἐντύπωσιν, οὕτε ἱκανοποιοῦν τήν πνευματική πεῖνα τῆς ψυχῆς μου. Ὅλα αὐτά τά παραδέχομαι ὅτι εἶναι ὄχι μόνον ἀνούσια ἀπασχόληση γιά ἕνα χριστιανό, ἀλλ’ ἐπί πλέον καί ἀνωφελής.
Πηγή: agiazoni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου