Πρωτ.
Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Συχνά οι άνθρωποι
λιγοψυχούμε στη ζωή μας. Οι δοκιμασίες, οι οποίες μας απειλούν με θάνατο ή κόπο
ή αίρουν τη δυνατότητά μας να ζήσουμε φυσιολογικά, αλλά και ο
φόβος της ήττας και της αποτυχίας, που γίνεται εμμονή, αλλά και η περιρρέουσα
ατμόσφαιρα, με τις ειδήσεις και τα γεγονότα του κόσμου που μας γεμίζουν
απαισιοδοξία, αποτελούν αφορμές ώστε η καρδιά και το φρόνημά μας να μην είναι
ακμαία και να έρχεται η κατάσταση της ολιγοψυχίας. Λίγη η ψυχή. Ενώ είναι δώρο
Θεού, που πληρώνει το σύνολο της ύπαρξής μας, αισθανόμαστε ότι λιγοστεύει. Ότι
δεν έχουμε δύναμη και κουράγιο να παλέψουμε. Ότι στερούμαστε την ελπίδα για να
σταθούμε στα πόδια μας και να αντέξουμε. Και στρέφουμε το νου και την καρδιά
μας, όπου είναι δυνατόν, για να αντλήσουμε θάρρος.
Ο Χριστός, μετά την θεραπεία των δύο δαιμονισμένων στην περιοχή των Γεργεσηνών, επέστρεψε στην Καπερναούμ. Εκεί του έφεραν έναν παράλυτο, ξαπλωμένο στο κρεβάτι του. Βλέποντας ο Κύριος την πίστη των ανθρώπων στο πρόσωπό Του και την κίνησή τους να φέρουν τον φίλο ή συγγενή τους ενώπιόν Του για να αλλάξει την πορεία της ζωής του, κάνει ένα βήμα πιο πέρα. Δεν μιλά σ’ αυτούς, αλλά στον παραλυτικό και του λέει: «Θάρσει τέκνον» ( Ματθ.9,2). Αντιλαμβανόμαστε πόσο παρηγορητική ήχησε στ’ αυτιά τόσο του αρρώστου, όσο και εκείνων που τον αγαπούσαν αυτός ο λόγος. Ο Χριστός όμως προχώρησε και άλλο. Το θάρρος που έπρεπε να έχουν πήγαζε από το γεγονός ότι συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες του παραλυτικού, η αιτία για την αρρώστια, αλλά και η ευκαιρία για μια νέα ζωή που ταυτίστηκε με την φωνή του Κυρίου.
Γιατί τελικά η θεραπεία στην ολιγοψυχία, τον πόνο και την λύπη των ανθρώπων, δεν είναι άλλη από την φωνή του Χριστού. Ακούγοντας τον λόγο «θάρσει τέκνον», ξαναβλέπουμε τη ζωή μας διαφορετικά. Βλέπουμε το ουσιώδες της, που δεν είναι άλλο παρά η άφεση των αμαρτιών μας. Η συγχώρεση που είναι η μία και μοναδική μεγάλη ανάγκη την οποία έχουμε οι άνθρωποι και που δεν μπορούμε από μόνοι μας να εκπληρώσουμε. Σε ό,τι έχει να κάνει με τα ανθρώπινα, μπορούμε να προσπαθήσουμε να βρούμε κάποια λύση. Σε ό,τι έχει να κάνει όμως με την ίδια μας την ψυχή, τον τρόπο που ζει σε σχέση με την πίστη στο Θεό, το Ευαγγέλιο και την αιωνιότητα, μόνο ο λόγος του Χριστού μπορεί να δώσει αληθινό θάρρος.
Αξίζει να σταθούμε περισσότερο σ’ αυτόν το λόγο. Η ολιγοψυχία έχει ως ρίζα της την αδυναμία του ανθρώπου να πιστέψει ολοκληρωτικά στο Θεό και την ήττα του από το πνεύμα του ορθολογισμού, από τα πολλά και ποικίλα «γιατί;», όπως επίσης και από την επιθυμία του να δει το μέλλον σε μια διαφορετική προοπτική, αυτή της ζωής και της ευτυχίας σύμφωνα με τα δεδομένα που όλοι επιθυμούμε. Ένας παραλυτικός, που δεν έχει την ικανότητα να σταθεί στα πόδια του, να διαφυλάξει την αξιοπρέπειά του, να πορευτεί με τις δικές του δυνάμεις, αλλά βρίσκεται κατάκοιτος και εξαρτημένος από την ευσπλαχνία των άλλων, είτε ως αποτέλεσμα της αγάπης τους είτε της εξαγοράς της βοήθειας χάρις στα χρήματα, δεν μπορεί εύκολα να σκεφτεί τα περαιτέρω. Ότι δηλαδή υπάρχει και άλλο νόημα στη ζωή. Ότι ένα τέτοιο πρόβλημα, μια τέτοια δοκιμασία δεν έχει να κάνει μόνο με την αδυναμία της ύπαρξης προσωπικής αυτάρκειας, αλλά είναι μία αφορμή για συναίσθηση ότι το «εγώ» μας δεν επαρκεί για την ευτυχία μας. Ότι υπάρχουν παράγοντες που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, ενώ την ίδια στιγμή αγνοούμε καταστάσεις που έχουν να κάνουν με την δική μας εσωτερική πορεία.
Είναι όμως βαθιά ανθρώπινη αυτή η κατάσταση. Είναι ο πρώτος λογισμός που έρχεται στην καρδιά μας και μάς οδηγεί στην ολιγοψυχία. Όποιος ισχυριστεί το αντίθετο, δύσκολα μπορεί να γίνει πιστευτός. Ότι δεν φοβάται την αδυναμία. Την απουσία προσωπικής αξιοπρέπειας. Τον θάνατο. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, οι άνθρωποι επιλέγουν είτε την συντροφιά των οικείων, στους οποίους μεταφέρουν την απογοήτευσή τους, είτε την βοήθεια ειδικών, όπως οι ψυχολόγοι και οι θεραπευτές, είτε καταβάλλονται από την λύπη και την ολιγοψυχία, παραιτούμενοι από κάθε ελπίδα για το αύριο, ενίοτε και από διάθεση για ζωή.
Η Εκκλησία, μέσα από την θεραπεία του παραλυτικού, μάς δείχνει τον αληθινό τρόπο να υπερβούμε την ολιγοψυχία. Πρώτον μέσα από την πίστη στο Χριστό, η οποία όμως προϋποθέτει την εμφάνισή μας ενώπιον Του.Η πίστη δεν είναι μόνο εσωτερική κατάσταση και βίωμα. Απαιτεί την παρουσία μας ενώπιον του Κυρίου και αυτό επιτυγχάνεται τόσο με την ολόθερμη προσευχή, όσο και με την μετοχή μας στο σώμα του Χριστού, που είναι η εκκλησιαστική ζωή. Ταυτόχρονα, η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας μάς προφυλάσσει από την απόγνωση.Κάθε δοκιμασία αποτελεί για τον καθέναν μας αφορμή να δούμε την πραγματική μας κατάσταση και πορεία σε σχέση με το Χριστό και την Εκκλησία. Δεν έχει σημασία αν η δοκιμασία αποτελεί συνέπεια καθαυτό της αμαρτωλότητάς μας. Μάς βοηθά να συνειδητοποιούμε τα όρια μας, να εντρυφούμε στην μετάνοια για κάθε έργο και κάθε λογισμό μας, αλλά και να παραμένουμε ταπεινοί ή να βρίσκουμε την ταπεινότητα που οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών. Τέλος, για να νικηθεί η ολιγοψυχία χρειάζεται και η παρουσία των άλλων ανθρώπων.Δεν μπορούμε να είμαστε μόνοι μας στη λύπη. Η παρουσία όμως αυτή δεν πρέπει να περιορίζεται στην εξωτερική συμπαράσταση. Χρειαζόμαστε από τους άλλους ενίσχυση στην πίστη μας. Κι εδώ έγκειται η μεγάλη ευθύνη όλων όσων αποτελούμε το σώμα του Χριστού. Δεν αρκεί να δηλώνουμε παρόντες ως προς την ανθρώπινη διάσταση στη δοκιμασία και την ολιγοψυχία των άλλων. Χρειάζεται με τον λόγο, την προσευχή μας και την δική μας παρουσία ενώπιον του Χριστού, να τους βοηθήσουμε να νιώσουν ότι μπορούν να μοιραστούν και από την δική μας πίστη και να πάρουν δύναμη.
Τίποτε από αυτά δεν είχαν οι γραμματείς των Ιουδαίων, που ήταν παρόντες στην εμφάνιση του παραλυτικού ενώπιον του Χριστού. Ούτε πίστη σ’ Εκείνον ότι είναι ο Υιός του Θεού, ούτε Του αναγνώριζαν το δικαίωμα να συγχωρέσει τις αμαρτίες και να ανακουφίσει ουσιαστικά τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο, όπως επίσης δεν θέλησαν καθόλου να συμμετάσχουν στην δοκιμασία του, ούτε να αποτελέσουν μέλη του σώματος εκείνων που πίστευε στο Χριστό και ήθελε να δώσει ο Κύριος την λύση στη δοκιμασία του παραλυτικού. Η στάση τους αποτελεί για όλους μας έλεγχο, μήπως κι εμείς κατ’ αυτό τον τρόπο σκεπτόμαστε και συμπεριφερόμαστε.
«Θάρσει τέκνον». Ο λόγος του Χριστού ας αποτελέσει για τον καθέναν μας στη δύσκολη εποχή της όχι μόνο της σωματικής, αλλά κυρίως της πνευματικής παράλυσης ευκαιρία αναβαπτισμού στην πίστη, στην συναίσθηση της αμαρτωλότητας που γίνεται ταπείνωση και μετάνοια, αλλά και επαναπροσδιορισμού τι σημαίνει να είμαστε μέλη της Εκκλησίας, δηλαδή εκείνοι που μπορούμε να έχουμε και να προσφέρουμε ζωντανή πίστη στους άλλους. Για να μπορούμε να ενισχύουμε στην υπέρβαση της ολιγοψυχίας τόσο τον εαυτό μας, όσο και τους πλησίον μας.
Ο Χριστός, μετά την θεραπεία των δύο δαιμονισμένων στην περιοχή των Γεργεσηνών, επέστρεψε στην Καπερναούμ. Εκεί του έφεραν έναν παράλυτο, ξαπλωμένο στο κρεβάτι του. Βλέποντας ο Κύριος την πίστη των ανθρώπων στο πρόσωπό Του και την κίνησή τους να φέρουν τον φίλο ή συγγενή τους ενώπιόν Του για να αλλάξει την πορεία της ζωής του, κάνει ένα βήμα πιο πέρα. Δεν μιλά σ’ αυτούς, αλλά στον παραλυτικό και του λέει: «Θάρσει τέκνον» ( Ματθ.9,2). Αντιλαμβανόμαστε πόσο παρηγορητική ήχησε στ’ αυτιά τόσο του αρρώστου, όσο και εκείνων που τον αγαπούσαν αυτός ο λόγος. Ο Χριστός όμως προχώρησε και άλλο. Το θάρρος που έπρεπε να έχουν πήγαζε από το γεγονός ότι συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες του παραλυτικού, η αιτία για την αρρώστια, αλλά και η ευκαιρία για μια νέα ζωή που ταυτίστηκε με την φωνή του Κυρίου.
Γιατί τελικά η θεραπεία στην ολιγοψυχία, τον πόνο και την λύπη των ανθρώπων, δεν είναι άλλη από την φωνή του Χριστού. Ακούγοντας τον λόγο «θάρσει τέκνον», ξαναβλέπουμε τη ζωή μας διαφορετικά. Βλέπουμε το ουσιώδες της, που δεν είναι άλλο παρά η άφεση των αμαρτιών μας. Η συγχώρεση που είναι η μία και μοναδική μεγάλη ανάγκη την οποία έχουμε οι άνθρωποι και που δεν μπορούμε από μόνοι μας να εκπληρώσουμε. Σε ό,τι έχει να κάνει με τα ανθρώπινα, μπορούμε να προσπαθήσουμε να βρούμε κάποια λύση. Σε ό,τι έχει να κάνει όμως με την ίδια μας την ψυχή, τον τρόπο που ζει σε σχέση με την πίστη στο Θεό, το Ευαγγέλιο και την αιωνιότητα, μόνο ο λόγος του Χριστού μπορεί να δώσει αληθινό θάρρος.
Αξίζει να σταθούμε περισσότερο σ’ αυτόν το λόγο. Η ολιγοψυχία έχει ως ρίζα της την αδυναμία του ανθρώπου να πιστέψει ολοκληρωτικά στο Θεό και την ήττα του από το πνεύμα του ορθολογισμού, από τα πολλά και ποικίλα «γιατί;», όπως επίσης και από την επιθυμία του να δει το μέλλον σε μια διαφορετική προοπτική, αυτή της ζωής και της ευτυχίας σύμφωνα με τα δεδομένα που όλοι επιθυμούμε. Ένας παραλυτικός, που δεν έχει την ικανότητα να σταθεί στα πόδια του, να διαφυλάξει την αξιοπρέπειά του, να πορευτεί με τις δικές του δυνάμεις, αλλά βρίσκεται κατάκοιτος και εξαρτημένος από την ευσπλαχνία των άλλων, είτε ως αποτέλεσμα της αγάπης τους είτε της εξαγοράς της βοήθειας χάρις στα χρήματα, δεν μπορεί εύκολα να σκεφτεί τα περαιτέρω. Ότι δηλαδή υπάρχει και άλλο νόημα στη ζωή. Ότι ένα τέτοιο πρόβλημα, μια τέτοια δοκιμασία δεν έχει να κάνει μόνο με την αδυναμία της ύπαρξης προσωπικής αυτάρκειας, αλλά είναι μία αφορμή για συναίσθηση ότι το «εγώ» μας δεν επαρκεί για την ευτυχία μας. Ότι υπάρχουν παράγοντες που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, ενώ την ίδια στιγμή αγνοούμε καταστάσεις που έχουν να κάνουν με την δική μας εσωτερική πορεία.
Είναι όμως βαθιά ανθρώπινη αυτή η κατάσταση. Είναι ο πρώτος λογισμός που έρχεται στην καρδιά μας και μάς οδηγεί στην ολιγοψυχία. Όποιος ισχυριστεί το αντίθετο, δύσκολα μπορεί να γίνει πιστευτός. Ότι δεν φοβάται την αδυναμία. Την απουσία προσωπικής αξιοπρέπειας. Τον θάνατο. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, οι άνθρωποι επιλέγουν είτε την συντροφιά των οικείων, στους οποίους μεταφέρουν την απογοήτευσή τους, είτε την βοήθεια ειδικών, όπως οι ψυχολόγοι και οι θεραπευτές, είτε καταβάλλονται από την λύπη και την ολιγοψυχία, παραιτούμενοι από κάθε ελπίδα για το αύριο, ενίοτε και από διάθεση για ζωή.
Η Εκκλησία, μέσα από την θεραπεία του παραλυτικού, μάς δείχνει τον αληθινό τρόπο να υπερβούμε την ολιγοψυχία. Πρώτον μέσα από την πίστη στο Χριστό, η οποία όμως προϋποθέτει την εμφάνισή μας ενώπιον Του.Η πίστη δεν είναι μόνο εσωτερική κατάσταση και βίωμα. Απαιτεί την παρουσία μας ενώπιον του Κυρίου και αυτό επιτυγχάνεται τόσο με την ολόθερμη προσευχή, όσο και με την μετοχή μας στο σώμα του Χριστού, που είναι η εκκλησιαστική ζωή. Ταυτόχρονα, η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας μάς προφυλάσσει από την απόγνωση.Κάθε δοκιμασία αποτελεί για τον καθέναν μας αφορμή να δούμε την πραγματική μας κατάσταση και πορεία σε σχέση με το Χριστό και την Εκκλησία. Δεν έχει σημασία αν η δοκιμασία αποτελεί συνέπεια καθαυτό της αμαρτωλότητάς μας. Μάς βοηθά να συνειδητοποιούμε τα όρια μας, να εντρυφούμε στην μετάνοια για κάθε έργο και κάθε λογισμό μας, αλλά και να παραμένουμε ταπεινοί ή να βρίσκουμε την ταπεινότητα που οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών. Τέλος, για να νικηθεί η ολιγοψυχία χρειάζεται και η παρουσία των άλλων ανθρώπων.Δεν μπορούμε να είμαστε μόνοι μας στη λύπη. Η παρουσία όμως αυτή δεν πρέπει να περιορίζεται στην εξωτερική συμπαράσταση. Χρειαζόμαστε από τους άλλους ενίσχυση στην πίστη μας. Κι εδώ έγκειται η μεγάλη ευθύνη όλων όσων αποτελούμε το σώμα του Χριστού. Δεν αρκεί να δηλώνουμε παρόντες ως προς την ανθρώπινη διάσταση στη δοκιμασία και την ολιγοψυχία των άλλων. Χρειάζεται με τον λόγο, την προσευχή μας και την δική μας παρουσία ενώπιον του Χριστού, να τους βοηθήσουμε να νιώσουν ότι μπορούν να μοιραστούν και από την δική μας πίστη και να πάρουν δύναμη.
Τίποτε από αυτά δεν είχαν οι γραμματείς των Ιουδαίων, που ήταν παρόντες στην εμφάνιση του παραλυτικού ενώπιον του Χριστού. Ούτε πίστη σ’ Εκείνον ότι είναι ο Υιός του Θεού, ούτε Του αναγνώριζαν το δικαίωμα να συγχωρέσει τις αμαρτίες και να ανακουφίσει ουσιαστικά τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο, όπως επίσης δεν θέλησαν καθόλου να συμμετάσχουν στην δοκιμασία του, ούτε να αποτελέσουν μέλη του σώματος εκείνων που πίστευε στο Χριστό και ήθελε να δώσει ο Κύριος την λύση στη δοκιμασία του παραλυτικού. Η στάση τους αποτελεί για όλους μας έλεγχο, μήπως κι εμείς κατ’ αυτό τον τρόπο σκεπτόμαστε και συμπεριφερόμαστε.
«Θάρσει τέκνον». Ο λόγος του Χριστού ας αποτελέσει για τον καθέναν μας στη δύσκολη εποχή της όχι μόνο της σωματικής, αλλά κυρίως της πνευματικής παράλυσης ευκαιρία αναβαπτισμού στην πίστη, στην συναίσθηση της αμαρτωλότητας που γίνεται ταπείνωση και μετάνοια, αλλά και επαναπροσδιορισμού τι σημαίνει να είμαστε μέλη της Εκκλησίας, δηλαδή εκείνοι που μπορούμε να έχουμε και να προσφέρουμε ζωντανή πίστη στους άλλους. Για να μπορούμε να ενισχύουμε στην υπέρβαση της ολιγοψυχίας τόσο τον εαυτό μας, όσο και τους πλησίον μας.
Πηγή: themistoklismourtzanos.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου