Του
Δημητρίου Π. Λυκούδη*
Άγιοι ζουν ανάμεσά μας.
Δεν αποτελούν ιδιάζουσα χορεία ή απομονωμένο μέρος του Σώματος της Εκκλησίας.
Συναποτελούν με το χριστεπώνυμο πλήρωμα το Σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και
Αποστολικής Εκκλησίας, της αδιάσειστης στο χρόνο και τη φθορά σωστικής Κιβωτού
και προτάσσονται ως οδοδείκτες στην θεία αναγωγή του ανθρωπίνου προσώπου προς
την κατάκτηση της «προτέρας ευγένειας». Υπόκεινται στους ίδιους πειρασμούς με
όλους εμάς, πλην όμως, αφουγκράζονται το Ουράνιο θέλημα με
περισσή ταπείνωση και χάρη, δωρεά που “κατ’ οικονομίαν” τους παρέχεται μέσω της
οντολογικής κοινωνίας της ανθρωπίνης υποστάσεως με το Πρόσωπο του Απολύτου.
Μία τέτοια μορφή που μετουσιώθηκε σε αγιαστικό κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, υπήρξε η μορφή του “Αγίου του αιώνα μας”, όπως επικράτησε στις συνειδήσεις των πιστών, του Αγίου Νεκταρίου Κεφαλά, Μητροπολίτου Πενταπόλεως του θαυματουργού.
Γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1846 στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης από γονείς ευσεβείς και φιλόχριστους (Δήμος και Βασιλική Κεφαλά). Κατά το Ιερό βάπτισμα έλαβε το όνομα Αναστάσιος. Με βάση την καθολική παραδοχή των συγχωριανών του, ο μικρός Αναστάσιος αναπαυόταν ιδιαίτερα στη μελέτη των Ιερών κειμένων και στη διακονία μέσα στο ναό, βοηθώντας τους ιερείς της περιοχής του[1].
Στη Σηλυβρία έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Δεν μπορούσε όμως να σταματήσει εκεί. Η πίστη και η θέλησή του υπερνίκησαν τα εμπόδια της φτωχής και υπανάπτυκτης γενέτειράς του. Με την ευχή των γονέων του ξεκινάει για την Κωνσταντινούπολη. Εκεί πρωτοεργάστηκε σε καπνοπωλείο με πολλές στερήσεις και δυσκολίες[2]. Παρέμεινε στην Πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου εξι χρόνια, με μοναδική παρηγοριά την πίστη στο Νυμφίο της καρδιάς του Κύριο Ιησού Χριστό. Στη συνέχεια διακόνησε ως επιμελητής στο σχολείο που διατηρούσε το Μετόχι του Παναγίου Τάφου.
Το 1866, σε ηλικία είκοσι ετών ταξίδεψε στη Χίο, όπου διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Λιθί. Οι κάτοικοι του χωριού αναπολούν με ιερή νοσταλγία τα επτά και πλέον έτη που ο Άγιος βρισκόταν ασκητικά ανάμεσά τους. Τη 7η Νοεμβρίου 1876, ο Αναστάσιος εκάρη Μοναχός στην Ιερά Νέα Μονή της Χίου, λαμβάνοντας το όνομα Λάζαρος. Λίγο αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου 1877 χειροτονείται διάκονος από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο. Με την ευγενική χορηγία του ευκατάστατου προστάτου του Ιωάννη Χωρέμη, μεταβαίνει στην Αθήνα και ολοκληρώνει τις Γυμνασιακές του σπουδές. Το 1882 εγγράφεται στην Ιερή επιστήμη της Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και αριστεύει. Την 23η Μαρτίου 1886 χειροτονείται πρεσβύτερος και του απονέμεται και το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου στον Ιερό πατριαρχικό Ναό του Αγίου Σάββα στην Αλεξάνδρεια, από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο τον Δ΄ (Πατριάρχευσε μεταξύ 1870 και 1899). Τρία χρόνια αργότερα στις 15 Ιανουαρίου 1889, ο Άγιός μας χειροτονείται Αρχιερέας, υπό τον τίτλο του Μητροπολίτου Πενταπόλεως.
Από τη στιγμή εκείνη ξεκινά και ο διωγμός του. Ο μισόκαλλος διάβολος επιστρατεύει κάθε όπλο εναντίον του και με φθονερούς διαβολείς κατορθώνει να πείσει τον Πατριάρχη Σωφρόνιο να απολύσει τον Πενταπόλεως Νεκτάριο και να τον εκδιώξει από τα όρια του Πατριαρχείου (απολυτήριο στις 11 Ιουλίου 1890)[3]. Ο Άγιος αναχωρεί από την Αίγυπτο περίλυπος. Μεταβαίνει στην Αθήνα. Επί επτά ολόκληρους μήνες στερείται τα πάντα[4]. Όμως ελπίζει, αντιστέκεται, επιστρατεύει το περίσσευμα της θεοσδότου πίστεως και υπομένει Χριστομίμητα κάθε πειρασμό. Στις 15/2/1891 διορίζεται ιεροκήρυκας Ευβοίας και στις 19/8/1893 μετατίθεται στη θέση του ιεροκήρυκος της Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος και Φωκίδος.
Στις 3 Μαρτίου 1894 κλήθηκε να αναλάβει την διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Η προσφορά του Αγίου και σ’ αυτόν τον τομέα είναι ανυπολόγιστη. Ο διάδοχός του στη Διεύθυνση της Σχολής, Αρχιεπίσκοπος μετέπειτα Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αλλ’ ευτυχώς παρά τας διακυμάνσεις ταύτας, η Ριζάρειος Σχολή δια του διευθυντού Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου, ένεκα του κύρους αυτού ως Ιεράρχου, επανεύρε την εσωτερικήν αυτής γαλήνην και δια του εκλεκτού αυτής διδακτικού προσωπικού εχώρησε προς τα πρόσω, μετά της συνήθους αυτής μεγάλης πνευματικής επιδόσεως. Ο διευθυντής απεκατέστησε τελείως τον εκκλησιαστικόν χαρακτήρα της εσωτερικής ζωής της Σχολής»[5]. Στη Ριζάρειο ο Άγιος παρέμεινε επί 14 χρόνια.
Το 1908 αποσύρθηκε από τη διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής και εγκαταστάθηκε αρχικά στο ανακαινισμένο – προϊόντος του χρόνου από το ίδιο - μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Αίγινα. Με τη συνοδεία αρκετών μοναζουσών, πνευματικών τέκνων του, ο Άγιος χαριτώνει και αγιάζει ολόκληρο το νησί της Αίγινας, «ιερουργών, γράφων, κηρύττων, εξομολογών, νουθετών»[6].
Ο θεολόγος Μανώλης Μελινός σημειώνει: « O Άγιος Νεκτάριος ούτε στην έρημο πήγε ούτε σε στύλο ανέβηκε, αλλά μέσα στον κόσμο και στην καθημερινότητα έφθασε σε μέγιστα μέτρα αγιότητος όπως οι μεγάλοι φωστήρες της Εκκλησίας. Όλη η ζωή του ήταν “έργω και λόγω” αδιάλειπτη δοξολογία προς τον “εν Τριάδι Θεώ” και ανύστακτη μέριμνα πώς να ωφελήσει ηθικά την ταλαίπωρη κοινωνία. Περπατούσε στη γη, αλλά ήταν ουρανοπολίτης. Φαινόταν άνθρωπος, αλλά ζούσε σαν άγγελος. Επικοινωνούσε με διαφόρους ανθρώπους αλλά η αναφορά του ήταν αδιάκοπη στον ουρανό[7]».
Στο τέλος της ζωής του διασύρθηκε κατηγορούμενος για ηθικό παράπτωμα εις βάρος πνευματικής θυγατέρας του Μοναχής. Ο Άγιος υπέμεινε θαυματουργικά. Όμως, ο “θεράπων ιατρός” χρόνος, κατά τον Iερό Χρυσόστομο, βεβαίωσε την φυσική ακεραιότητα της Μοναχής (μέσω γραπτής ιατρικής γνωματεύσεως) και επικύρωσε το αδέκαστο της ηθικής και πνευματικής φυσιογνωμίας του ιλαρού Γέροντα.
Ό Άγιος Νεκτάριος κοιμήθηκε στην Αθήνα την 8η Νοεμβρίου 1920, (10.30μμ), στο Αρεταίειο νοσοκομείο, ύστερα από δίμηνη νοσηλεία. Υπέφερε από οξεία προστατίτιδα. Το Ιερό Σκήνωμα μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στην Αίγινα στον ιερό περίβολο της Μονής της Αγίας Τριάδος, σύμφωνα με επιθυμία του ιδίου. Η συμμετοχή κλήρου και λαού υπήρξε κατακλυσμιαία[8].
Ακολούθησαν αρκετές ανακομιδές των Ιερών του λειψάνων, γεγονός που μεταλαμπάδευε την αγιότητα του γέροντα και διατυμπάνιζε σε όλο τον κόσμο πως «Ζεί Κύριος ο Θεός» και «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού».
Το Νοέμβριο του 1961 έγινε η Ανακήρυξη του Αγίου. Οι καμπάνες του μοναστηριού χτυπούσαν πανηγυρικά αδιάκοπα. Οι πανηγυρικές εκδηλώσεις παρέμειναν παροιμιώδεις.
Σήμερα, η Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Αιγίνης έχει την υψοποιό ευλογία να φυλάσσει ως πολύτιμο θησαυρό την Αγία Κάρα και τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Πατρός ημών Νεκταρίου Πενταπόλεως του θαυματουργού. Επιπρόσθετα, στην ως άνω Ιερά Μονή, κάθε ευλαβής προσκυνητής δύναται να έρθει σε αγιαστική επαφή με προσωπικά αντικείμενα του Αγίου, να ενημερωθεί και να θαυμάσει το πλούσιο συγγραφικό του έργο[9] και να προσκυνήσει ταπεινά τον τάφο του, ιερή πηγή θείας θαλπωρής και παραμυθίας.
Ο Άγιος Νεκτάριος έζησε ανάμεσά μας. Παραμένει στις συνειδήσεις των πιστών ως ο φιλόθεος Πατέρας, “το λαμπρόν της πίστεως τρόπαιον”, “το ρείθρον των ιαμάτων” και παρακινεί καθέναν από εμάς για ειλικρινή συντριβή και μετάνοια. Προτρέπει και αγιαστικά προσδιορίζει κάθε φιλόθεη αναζήτηση, υπό το πρίσμα της ανυψωτικής πορείας μας προς τον Ουρανό και αβίαστα, πλην όμως ασφαλώς, πρεσβεύει υπέρ της σύμπασας κτίσης.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ορθοδοξίας τον αστέρα το νεόφωτον
και Εκκλησίας το νεόδμητον προτείχισμα
Ανυμνήσωμεν καρδίας εν ευφροσύνη.
Δοξασθείς γαρ ενεργεία τη του Πνεύματος,
Αναβλύζει ιαμάτων χάριν άφθονον.
Τοις κραυγάζουσι, χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.
[1] Μελινού Μανώλη, Ο Άγιός μας, Αγίου Νεκταρίου Βίος, σύγχρονα θαύματα, παράκληση, χαιρετισμοί, εγκώμια, «Αγνή Παρθένε ... » και άλλοι ύμνοι του Θεοτοκαρίου – στίχοι και μουσική - έργα, επιστολές, ναοί, Αθήνα 1998, σελ.11 -15.
[2] Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα που ακολουθεί και τονίζει την αγιαστική και άδολη παιδική πίστη του Αγίου: «Ο νεαρός Αναστάσιος συνέχισε να στερείται τα πλέον απαραίτητα. Κάποια στιγμή, μέσα στην απόγνωσή του σκέφθηκε να ζητήσει από τον Θεό ό,τι χρειαζόταν. Το έκανε βέβαια πάντοτε με την προσευχή, αλλά η αφέλεια της άδολης καρδιάς του τον παρακινούσε να Του γράψει και .... επιστολή! Ήθελε να γράψει τα παράπονά του για να τον ενισχύσει Εκείνος. Πήρε μολύβι και χαρτί κι έγραψε απλά ό,τι αισθανόταν. Έκλεισε με εμπιστοσύνη το φάκελλο κι έγραψε απ’έξω: «Προς τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, εις τον Ουρανόν»! Ξεκίνησε για το ταχυδρομείο. Στο δρόμο, συναντήθηκε με τον ιδιοκτήτη αντικρυνού καταστήματος που τον ήξερε και παρακολουθούσε αδιάκοπα την αρετή και τους αγώνες του. Κι εκείνος πήγαινε στο ταχυδρομείο. Προθυμοποιήθηκε και πήρε την επιστολή του Αναστασίου για να την ταχυδρομήσει με τις δικές του . Μόλις έφθασε στο ταχυδρομείο, έριξε μια ματιά στη διεύθυνση που είχε γράψει ο νεαρός. Δοκίμασε ισχυρή έκπληξη. Μη πιστεύοντας στα μάτια του, άνοιξε το φάκελλο και διάβασε. Γρήγορα με θεία φώτιση κατάλαβε το δράμα που έκρυβε ο Αναστάσιος. Αμέσως πήρε ένα άδειο φάκελλο κι έβαλε μερικά χρήματα κι ένα πατρικό σημείωμα για την αξιοποίησή τους. Έκλεισε το φάκελλο και τον έστειλε στη διεύθυνση του Αναστασίου, ο οποίος μόλις τον έλαβε δεν ήξερε τί να κάνει από τη χαρά του. Πανηγύριζε την άμεση “απάντηση” του Θεού! Αμέσως αγόρασε ρούχα, παπούτσια και λίγα τρόφιμα. Μόλις όμως το αφεντικό του είδε αυτήν την αλλαγή, νόμισε ότι τον έκλεψε. Τον έβρισε, τον χτύπησε και τον απέλυσε. Εκείνος με λυγμούς προσπαθούσε να του εξηγήσει. Μάταια όμως. Το επεισόδιο έληξε με την παρέμβαση του γείτονα που είχε στείλει τα χρήματα». Μελινού Μανώλη, Ο Άγιός μας, σελ. 16-17.
[3] Πρβλ., Χονδρόπουλου Σώτου, Ο Άγιος του αιώνα μας, ο Όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς, εκδ. Καινούρια Γή, Αθήνα 1995, σελ.75-76.
[4] Αυτόθι, σελ. 77 – 112. Πρβλ., Στρογγύλη Κλεόπα, Αρχιμανδρίτου, Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως και η Αίγινα, περιοδ., Ανάλεκτα, τόμ. Γ’ 2002, σελ. 139 – 209.
[5] Μελινού Μανώλη, Ο Άγιός μας, σελ. 30 – 31.
[6] Γιαννακοπούλου Βαρβάρας, Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ο διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, ο Παιδαγωγός, ο Θεολόγος, Αθήνα 2003 , σελ. 11 – 52, βλ. σχετικά, Της Ιδίας, η Ποιμαντική Θεολογία του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, πράξη και θεωρία (διατριβή επι διδακτορία), Αθήνα 2003.
[7] Μελινού Μανώλη, Ο Άγιός μας, σελ. 50.
[8] Αυτόθι, σελ. 73 – 85.
[9] Γιαννακοπούλου Βαρβάρας, Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, σελ. 53 – 60. Γενικά για το βίο του Αγίου Νεκταρίου βλ. σχ., Θεοκλήτου Διονυσιάτου Μοναχού, Ο Άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός, εκδ. Υπακοή, Αθήνα 1992. Εκτενές αφιέρωμα στον Άγιο Νεκτάριο φιλοξενεί το περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, αρ. φύλλου 209, Νοέμβριος 2009, σελ. 17 – 43.
Μία τέτοια μορφή που μετουσιώθηκε σε αγιαστικό κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, υπήρξε η μορφή του “Αγίου του αιώνα μας”, όπως επικράτησε στις συνειδήσεις των πιστών, του Αγίου Νεκταρίου Κεφαλά, Μητροπολίτου Πενταπόλεως του θαυματουργού.
Γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1846 στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης από γονείς ευσεβείς και φιλόχριστους (Δήμος και Βασιλική Κεφαλά). Κατά το Ιερό βάπτισμα έλαβε το όνομα Αναστάσιος. Με βάση την καθολική παραδοχή των συγχωριανών του, ο μικρός Αναστάσιος αναπαυόταν ιδιαίτερα στη μελέτη των Ιερών κειμένων και στη διακονία μέσα στο ναό, βοηθώντας τους ιερείς της περιοχής του[1].
Στη Σηλυβρία έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Δεν μπορούσε όμως να σταματήσει εκεί. Η πίστη και η θέλησή του υπερνίκησαν τα εμπόδια της φτωχής και υπανάπτυκτης γενέτειράς του. Με την ευχή των γονέων του ξεκινάει για την Κωνσταντινούπολη. Εκεί πρωτοεργάστηκε σε καπνοπωλείο με πολλές στερήσεις και δυσκολίες[2]. Παρέμεινε στην Πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου εξι χρόνια, με μοναδική παρηγοριά την πίστη στο Νυμφίο της καρδιάς του Κύριο Ιησού Χριστό. Στη συνέχεια διακόνησε ως επιμελητής στο σχολείο που διατηρούσε το Μετόχι του Παναγίου Τάφου.
Το 1866, σε ηλικία είκοσι ετών ταξίδεψε στη Χίο, όπου διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Λιθί. Οι κάτοικοι του χωριού αναπολούν με ιερή νοσταλγία τα επτά και πλέον έτη που ο Άγιος βρισκόταν ασκητικά ανάμεσά τους. Τη 7η Νοεμβρίου 1876, ο Αναστάσιος εκάρη Μοναχός στην Ιερά Νέα Μονή της Χίου, λαμβάνοντας το όνομα Λάζαρος. Λίγο αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου 1877 χειροτονείται διάκονος από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο. Με την ευγενική χορηγία του ευκατάστατου προστάτου του Ιωάννη Χωρέμη, μεταβαίνει στην Αθήνα και ολοκληρώνει τις Γυμνασιακές του σπουδές. Το 1882 εγγράφεται στην Ιερή επιστήμη της Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και αριστεύει. Την 23η Μαρτίου 1886 χειροτονείται πρεσβύτερος και του απονέμεται και το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου στον Ιερό πατριαρχικό Ναό του Αγίου Σάββα στην Αλεξάνδρεια, από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο τον Δ΄ (Πατριάρχευσε μεταξύ 1870 και 1899). Τρία χρόνια αργότερα στις 15 Ιανουαρίου 1889, ο Άγιός μας χειροτονείται Αρχιερέας, υπό τον τίτλο του Μητροπολίτου Πενταπόλεως.
Από τη στιγμή εκείνη ξεκινά και ο διωγμός του. Ο μισόκαλλος διάβολος επιστρατεύει κάθε όπλο εναντίον του και με φθονερούς διαβολείς κατορθώνει να πείσει τον Πατριάρχη Σωφρόνιο να απολύσει τον Πενταπόλεως Νεκτάριο και να τον εκδιώξει από τα όρια του Πατριαρχείου (απολυτήριο στις 11 Ιουλίου 1890)[3]. Ο Άγιος αναχωρεί από την Αίγυπτο περίλυπος. Μεταβαίνει στην Αθήνα. Επί επτά ολόκληρους μήνες στερείται τα πάντα[4]. Όμως ελπίζει, αντιστέκεται, επιστρατεύει το περίσσευμα της θεοσδότου πίστεως και υπομένει Χριστομίμητα κάθε πειρασμό. Στις 15/2/1891 διορίζεται ιεροκήρυκας Ευβοίας και στις 19/8/1893 μετατίθεται στη θέση του ιεροκήρυκος της Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος και Φωκίδος.
Στις 3 Μαρτίου 1894 κλήθηκε να αναλάβει την διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Η προσφορά του Αγίου και σ’ αυτόν τον τομέα είναι ανυπολόγιστη. Ο διάδοχός του στη Διεύθυνση της Σχολής, Αρχιεπίσκοπος μετέπειτα Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αλλ’ ευτυχώς παρά τας διακυμάνσεις ταύτας, η Ριζάρειος Σχολή δια του διευθυντού Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου, ένεκα του κύρους αυτού ως Ιεράρχου, επανεύρε την εσωτερικήν αυτής γαλήνην και δια του εκλεκτού αυτής διδακτικού προσωπικού εχώρησε προς τα πρόσω, μετά της συνήθους αυτής μεγάλης πνευματικής επιδόσεως. Ο διευθυντής απεκατέστησε τελείως τον εκκλησιαστικόν χαρακτήρα της εσωτερικής ζωής της Σχολής»[5]. Στη Ριζάρειο ο Άγιος παρέμεινε επί 14 χρόνια.
Το 1908 αποσύρθηκε από τη διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής και εγκαταστάθηκε αρχικά στο ανακαινισμένο – προϊόντος του χρόνου από το ίδιο - μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Αίγινα. Με τη συνοδεία αρκετών μοναζουσών, πνευματικών τέκνων του, ο Άγιος χαριτώνει και αγιάζει ολόκληρο το νησί της Αίγινας, «ιερουργών, γράφων, κηρύττων, εξομολογών, νουθετών»[6].
Ο θεολόγος Μανώλης Μελινός σημειώνει: « O Άγιος Νεκτάριος ούτε στην έρημο πήγε ούτε σε στύλο ανέβηκε, αλλά μέσα στον κόσμο και στην καθημερινότητα έφθασε σε μέγιστα μέτρα αγιότητος όπως οι μεγάλοι φωστήρες της Εκκλησίας. Όλη η ζωή του ήταν “έργω και λόγω” αδιάλειπτη δοξολογία προς τον “εν Τριάδι Θεώ” και ανύστακτη μέριμνα πώς να ωφελήσει ηθικά την ταλαίπωρη κοινωνία. Περπατούσε στη γη, αλλά ήταν ουρανοπολίτης. Φαινόταν άνθρωπος, αλλά ζούσε σαν άγγελος. Επικοινωνούσε με διαφόρους ανθρώπους αλλά η αναφορά του ήταν αδιάκοπη στον ουρανό[7]».
Στο τέλος της ζωής του διασύρθηκε κατηγορούμενος για ηθικό παράπτωμα εις βάρος πνευματικής θυγατέρας του Μοναχής. Ο Άγιος υπέμεινε θαυματουργικά. Όμως, ο “θεράπων ιατρός” χρόνος, κατά τον Iερό Χρυσόστομο, βεβαίωσε την φυσική ακεραιότητα της Μοναχής (μέσω γραπτής ιατρικής γνωματεύσεως) και επικύρωσε το αδέκαστο της ηθικής και πνευματικής φυσιογνωμίας του ιλαρού Γέροντα.
Ό Άγιος Νεκτάριος κοιμήθηκε στην Αθήνα την 8η Νοεμβρίου 1920, (10.30μμ), στο Αρεταίειο νοσοκομείο, ύστερα από δίμηνη νοσηλεία. Υπέφερε από οξεία προστατίτιδα. Το Ιερό Σκήνωμα μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στην Αίγινα στον ιερό περίβολο της Μονής της Αγίας Τριάδος, σύμφωνα με επιθυμία του ιδίου. Η συμμετοχή κλήρου και λαού υπήρξε κατακλυσμιαία[8].
Ακολούθησαν αρκετές ανακομιδές των Ιερών του λειψάνων, γεγονός που μεταλαμπάδευε την αγιότητα του γέροντα και διατυμπάνιζε σε όλο τον κόσμο πως «Ζεί Κύριος ο Θεός» και «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού».
Το Νοέμβριο του 1961 έγινε η Ανακήρυξη του Αγίου. Οι καμπάνες του μοναστηριού χτυπούσαν πανηγυρικά αδιάκοπα. Οι πανηγυρικές εκδηλώσεις παρέμειναν παροιμιώδεις.
Σήμερα, η Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Αιγίνης έχει την υψοποιό ευλογία να φυλάσσει ως πολύτιμο θησαυρό την Αγία Κάρα και τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Πατρός ημών Νεκταρίου Πενταπόλεως του θαυματουργού. Επιπρόσθετα, στην ως άνω Ιερά Μονή, κάθε ευλαβής προσκυνητής δύναται να έρθει σε αγιαστική επαφή με προσωπικά αντικείμενα του Αγίου, να ενημερωθεί και να θαυμάσει το πλούσιο συγγραφικό του έργο[9] και να προσκυνήσει ταπεινά τον τάφο του, ιερή πηγή θείας θαλπωρής και παραμυθίας.
Ο Άγιος Νεκτάριος έζησε ανάμεσά μας. Παραμένει στις συνειδήσεις των πιστών ως ο φιλόθεος Πατέρας, “το λαμπρόν της πίστεως τρόπαιον”, “το ρείθρον των ιαμάτων” και παρακινεί καθέναν από εμάς για ειλικρινή συντριβή και μετάνοια. Προτρέπει και αγιαστικά προσδιορίζει κάθε φιλόθεη αναζήτηση, υπό το πρίσμα της ανυψωτικής πορείας μας προς τον Ουρανό και αβίαστα, πλην όμως ασφαλώς, πρεσβεύει υπέρ της σύμπασας κτίσης.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ορθοδοξίας τον αστέρα το νεόφωτον
και Εκκλησίας το νεόδμητον προτείχισμα
Ανυμνήσωμεν καρδίας εν ευφροσύνη.
Δοξασθείς γαρ ενεργεία τη του Πνεύματος,
Αναβλύζει ιαμάτων χάριν άφθονον.
Τοις κραυγάζουσι, χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.
[1] Μελινού Μανώλη, Ο Άγιός μας, Αγίου Νεκταρίου Βίος, σύγχρονα θαύματα, παράκληση, χαιρετισμοί, εγκώμια, «Αγνή Παρθένε ... » και άλλοι ύμνοι του Θεοτοκαρίου – στίχοι και μουσική - έργα, επιστολές, ναοί, Αθήνα 1998, σελ.11 -15.
[2] Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα που ακολουθεί και τονίζει την αγιαστική και άδολη παιδική πίστη του Αγίου: «Ο νεαρός Αναστάσιος συνέχισε να στερείται τα πλέον απαραίτητα. Κάποια στιγμή, μέσα στην απόγνωσή του σκέφθηκε να ζητήσει από τον Θεό ό,τι χρειαζόταν. Το έκανε βέβαια πάντοτε με την προσευχή, αλλά η αφέλεια της άδολης καρδιάς του τον παρακινούσε να Του γράψει και .... επιστολή! Ήθελε να γράψει τα παράπονά του για να τον ενισχύσει Εκείνος. Πήρε μολύβι και χαρτί κι έγραψε απλά ό,τι αισθανόταν. Έκλεισε με εμπιστοσύνη το φάκελλο κι έγραψε απ’έξω: «Προς τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, εις τον Ουρανόν»! Ξεκίνησε για το ταχυδρομείο. Στο δρόμο, συναντήθηκε με τον ιδιοκτήτη αντικρυνού καταστήματος που τον ήξερε και παρακολουθούσε αδιάκοπα την αρετή και τους αγώνες του. Κι εκείνος πήγαινε στο ταχυδρομείο. Προθυμοποιήθηκε και πήρε την επιστολή του Αναστασίου για να την ταχυδρομήσει με τις δικές του . Μόλις έφθασε στο ταχυδρομείο, έριξε μια ματιά στη διεύθυνση που είχε γράψει ο νεαρός. Δοκίμασε ισχυρή έκπληξη. Μη πιστεύοντας στα μάτια του, άνοιξε το φάκελλο και διάβασε. Γρήγορα με θεία φώτιση κατάλαβε το δράμα που έκρυβε ο Αναστάσιος. Αμέσως πήρε ένα άδειο φάκελλο κι έβαλε μερικά χρήματα κι ένα πατρικό σημείωμα για την αξιοποίησή τους. Έκλεισε το φάκελλο και τον έστειλε στη διεύθυνση του Αναστασίου, ο οποίος μόλις τον έλαβε δεν ήξερε τί να κάνει από τη χαρά του. Πανηγύριζε την άμεση “απάντηση” του Θεού! Αμέσως αγόρασε ρούχα, παπούτσια και λίγα τρόφιμα. Μόλις όμως το αφεντικό του είδε αυτήν την αλλαγή, νόμισε ότι τον έκλεψε. Τον έβρισε, τον χτύπησε και τον απέλυσε. Εκείνος με λυγμούς προσπαθούσε να του εξηγήσει. Μάταια όμως. Το επεισόδιο έληξε με την παρέμβαση του γείτονα που είχε στείλει τα χρήματα». Μελινού Μανώλη, Ο Άγιός μας, σελ. 16-17.
[3] Πρβλ., Χονδρόπουλου Σώτου, Ο Άγιος του αιώνα μας, ο Όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς, εκδ. Καινούρια Γή, Αθήνα 1995, σελ.75-76.
[4] Αυτόθι, σελ. 77 – 112. Πρβλ., Στρογγύλη Κλεόπα, Αρχιμανδρίτου, Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως και η Αίγινα, περιοδ., Ανάλεκτα, τόμ. Γ’ 2002, σελ. 139 – 209.
[5] Μελινού Μανώλη, Ο Άγιός μας, σελ. 30 – 31.
[6] Γιαννακοπούλου Βαρβάρας, Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ο διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, ο Παιδαγωγός, ο Θεολόγος, Αθήνα 2003 , σελ. 11 – 52, βλ. σχετικά, Της Ιδίας, η Ποιμαντική Θεολογία του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, πράξη και θεωρία (διατριβή επι διδακτορία), Αθήνα 2003.
[7] Μελινού Μανώλη, Ο Άγιός μας, σελ. 50.
[8] Αυτόθι, σελ. 73 – 85.
[9] Γιαννακοπούλου Βαρβάρας, Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, σελ. 53 – 60. Γενικά για το βίο του Αγίου Νεκταρίου βλ. σχ., Θεοκλήτου Διονυσιάτου Μοναχού, Ο Άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός, εκδ. Υπακοή, Αθήνα 1992. Εκτενές αφιέρωμα στον Άγιο Νεκτάριο φιλοξενεί το περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, αρ. φύλλου 209, Νοέμβριος 2009, σελ. 17 – 43.
* Θεολόγου
–Φιλολόγου, ΜΑ., ΜΑ. Θεολογίας ,Υπ. Δρος Παν/μίου
Αθηνών
Πηγή: Συνοδοιπορία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου