Βιαστικά µάλλον και αστόχαστα απάντησα «ναι» στην τηλεφωνική πρόσκληση του «Βήµατος» να γράψω ένα µικρό προσωπικό κείµενο για κάποια παραµυθητικά Χριστούγεννα που έτυχε να ζήσω.
Μόλις άρχισα να ψάχνω σαν τι θα µπορούσα να διηγηθώ, κανένα γεγονός έκτακτης παραµυθίας δεν ανέβαινε στην επιφάνεια της µνήµης, κανένα θαύµα, διαπίστωνα, δεν µε είχε επισκεφθεί, ούτε τότε που το ζητούσα ικετευτικά.
Οι µέρες περνούσαν, η προθεσµία παράδοσης του κειµένου πλησίαζε και η αµηχανία µου µεγάλωνε. Συναντήθηκα τότε µε πεφιληµένο φίλο, λίγο µεγαλύτερό µου, συνοδίτη από τα χρόνια της πρώτης νεότητας, και µέσα στα τόσα άλλα που κουβεντιάσαµε του µίλησα και για το αδιέξοδό µου, ελπίζοντας να µου απαντήσει να µην παιδεύοµαι άδικα και να τηλεφωνήσω χωρίς άλλη χρονοτριβή, ζητώντας συγγνώµη που τελικά δεν θα κατάφερνα να στείλω το κείµενο. Αντί όµως να πει αυτά που περίµενα και ευχόµουν, µου µίλησε αρκετή ώρα, µε ήρεµη θέρµη, για τον εαυτό του, πράγµα που σπάνια έκανε, και τη δική του χριστουγεννιάτικη παραµυθία. Μεταφέρω εδώ, αδέξια και άτακτα, όσα συγκράτησα:
«Η παραµυθία των Χριστουγέννων, φίλε, είναι τα ίδια τα Χριστούγεννα, το ανήκουστο γεγονός ότι Θεός εφανερώθη εν σαρκί, ότι ο προ των αιώνων έγινε παιδίον νέον. Αυτό όµως είναι απρόσιτο στον µικρό και ταλαίπωρο άνθρωπο, πώς να παρηγορήσει τον τσακισµένο; Πραγµατικά δεν ξέρω. Ενα µόνο ξέρω παιδιόθεν, πως “τη 25η του µηνός, προ της πρωίας, και νυκτός έτι ούσης, ως έθος εστί, συναγόµεθα πάντες εν τη Εκκλησία και αρχόµεθα της λοιπής ακολουθίας της κατά σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ηµών Ιησού Χριστού”, αναζητώντας εκεί, έστω και ανεπίγνωστα, έναν κόκκο από αυτήν την άκρα παραµυθία, µια σταγόνα χαράς.
Μέσα στο ρεύµα αυτού του συλλογικού και πανάρχαιου έθους, δικό µου προσωπικό έθος είναι να πηγαίνω τούτη τη µέρα στην ίδια πάντα εκκλησία, στην εκκλησία των παιδικών µου χρόνων, στην εκκλησία του πατέρα µου, όπου, µικρό παιδί, έφτανα στο ιερό λίγο µετά από αυτόν. Την παραµονή το βράδυ ύπνος από νωρίς, και άλλα που ξέρεις. Μου άρεσε και µου αρέσει ακόµη να µου µπατσίζει το πρόσωπο το ψυχρό αεράκι, και µου άρεσε τότε να ακούω τον ήχο που έκαναν τα καλά µου πατούµενα στη νυχτερινή σιγαλιά. Σήµερα εξακολουθώ να πηγαίνω στον ίδιο ναό και χαίροµαι που βλέπω τα ίδια πρόσωπα, εκεί, χρόνια και χρόνια, στην ίδια θέση, τους νέους να έχουν γεράσει, τα παιδιά να έρχονται µε τα παιδιά τους (όπως και εγώ άλλωστε) και τα εγγόνια τους. Πολλοί λείπουν, ανάµεσά τους και ο δικός µου πατέρας, τριάντα και χρόνια, ενώ άλλοι δεν µπορούν πια να έρθουν, νικηµένοι από τα γηρατειά και τις αρρώστιες, όπως η µάνα µου, εκείνη που εκκλησιαζόταν κυριολεκτικά κάθε µέρα. Στο ιερό ο γιος µου, που εξακολουθεί να πηγαίνει εκεί, κι ας µεγάλωσε πια, ενώ εγώ βγήκα, κατ΄ απαίτηση του πατέρα µου, στα πρώτα χρόνια της εφηβείας. Με συγκινεί να τον βλέπω να ξεπροβάλλει από τη θύρα της Προθέσεως.
Τόσο λίγη είναι η δική µου ιστορία χριστουγεννιάτικης παραµυθίας. Είναι όµως λίγο αυτό; Υπάρχει µεγαλύτερη παραµυθία από το να αξιώνεσαι να εορτάζεις κάθε χρόνο το ίδιο καινότατο γεγονός; Παλιά θύµωνα σχεδόν που δεν έπαιρναν είδηση οι άνθρωποι τι γίνεται τη µέρα αυτή. Σήµερα εξακολουθώ να στενοχωριέµαι αλλά πιο ήρεµα, αναλογιζόµενος και τα δικά µου χάλια. Μήπως και τότε άλλωστε, Αυγούστου µοναρχούντος, πήραν είδηση τι είχε γίνει; Απαρατήρητα γεννήθηκε ο Θεός. Ενα αθόρυβο γεγονός η Γέννησή του, όπως η βροχή πάνω στο µαλλί του προβάτου (ως πόκω γαστρί παρθενική κατέβης υετός, Χριστέ).
Υπάρχει µεγαλύτερη παρηγοριά, για ορισµένους τουλάχιστον από µας, όλο και λιγότερους µε τον καιρό, από το να υποδεχόµαστε κάθε χρόνο τη Γέννηση του Θεού, ακούγοντας τον όρθρο των Χριστουγέννων, το Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί, και άνθος εξ αυτής, Χριστέ, εκ της Παρθένου ανεβλάστησας εξ όρους ο αινετός κατασκίου δασέος ή το Θεός ων ειρήνης, Πατήρ οικτιρµών, της µεγάλης βουλής σου τον Aγγελον ειρήνην παρεχόµενον απέστειλας ηµίν;
Ολοι γυρεύουµε τη χαρά. Το ίδιο και εγώ. “Πάντων σκιρτώντων, σκιρτήσαι θέλω καγώ, χορεύσαι βούλοµαι, πανηγυρίσαι θέλω”, όπως λέει ένας µεγάλος άγιος στην αρχή µιας οµιλίας του για τα Χριστούγεννα. Για αυτή τη χαρά θα κινήσω και φέτος, αν θέλει ο Θεός, στις 5.15 τα χαράµατα, για τον ναό. Αµποτε να µην είναι η τελευταία φορά της ζωής µου. Μία είναι η καλύτερη ευχή στον κόσµο: Και του χρόνου!».
Μακάρισα τον καλό φίλο που δεν κυνηγάει το έκτακτο, που δεν θηρεύει τη σπάνια εµπειρία, που δεν ενδίδει στον πειρασµό του πειρασµού, όπως θα έλεγε ο Λεβινάς, αλλά ζει το καινό µέσα στην κανονική επανάληψη του ίδιου. Αυτό είναι το αληθινά σπάνιο, το πραγµατικά ακραίο, η όντως παραµυθία, το θαύµα. Μια τέτοια στάση προϋποθέτει (άλλο τόσο και διαπλάθει) έναν πλούτο ψυχικό εντελώς αδιανόητο για τον σηµερινό κυνηγό εµπειριών. Η απάντηση του φίλου µε παραµύθησε λίαν, µολονότι βρίσκοµαι µίλια µακριά της (ή ίσως ακριβώς για αυτό), και τη µεταφέρω και εγώ εδώ, άκρες µέσες, προς παραµυθία των αναγνωστών. Και του χρόνου!
Tου Σταύρου Ζουμπουλάκη (Διευθυντή του περ. Νέα Εστία)
Πηγές: ΒΗΜΑ-ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ- fdathanasiou.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου