Της Μερόπης Σπυροπούλου*
Ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά μήν ἀργήσει σέ κάποια ἐπαγγελματική της ὑποχρέωση. Σέ ὥρα αἰχμῆς,
σέ μιά πολυσύχναστη λεωφόρο, μέ τά μάτια της νά παρακολουθοῦν ἀνήσυχα
τούς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ της, κρατοῦσε συνεχῶς σηκωμένο τό ἄλλο χέρι
της, ἐλπίζοντας ὅτι κάποιο ἀπό τά ταξί, πού περνοῦσαν τρέχοντας, θά
ἦταν ἐλεύθερο γιά νά τήν πάρει. Ὅμως, στό ταξί πού, τελικῶς, σταμάτησε
λίγα μέτρα πιό μπροστά της, μέσα στήν ἀντηλιά, σάν νά διέκρινε κάποιον
στή θέση τοῦ συνοδηγοῦ. Γι’ αὐτό κι ἔκανε τή συνηθισμένη ἐρώτηση :
- Ἐλεύθερος;
- Ναί, ἐλᾶτε. Ἐδῶ μπροστά εἶναι τά παιδιά μου.
Μπῆκε καί εἶδε νά κάθονται, ἐκεῖ μπροστά, δύο μικρά παιδιά. Πρός τό μέρος τῆς πόρτας, ἦταν ἕνα ἀγοράκι καμιά δεκαριά χρόνων περίπου, καί , πρός τό μέρος τοῦ ὁδηγοῦ, ἕνα κοριτσάκι λίγο μικρότερο. Κάπως σάν νά τῆς φάνηκαν κλαμμένα. Ὁ ὁδηγός, ἕνας ἀγριωπός σαραντάρης, ἔδειχνε ἰδιαιτέρως ἀνυπόμονος καί νευρικός. Καί κάτι δυσάρεστο μουρμούρισε μέσα ἀπ’τά δόντια του ὅταν ἄκουσε τή διεύθυνση τοῦ ἀρκετά κοντινοῦ προορισμοῦ της.
Ξεκίνησε ἀπότομα. Τό ἴδιο ἀπότομα καί σάν νά συνέχιζε μέ τά παιδιά του μιά κουβέντα πού εἶχε διακοπεῖ, ἄρχισε, φωνάζοντας ὅλο καί πιό δυνατά, ὅλο καί πιό ἐξαγριωμένος, νά χρησιμοποιεῖ ἀπίστευτες βρισιές καί χυδαιολογίες σχετικά μέ τήν... μητέρα τους.
-Ἡ μάνα σας ἡ ..., πού εἶναι ἔτσι, πού εἶναι ..., πού πρέπει νά τή σπάσω στό ξύλο...γιατί ἀπό λόγια δέν παίρνει ἡ... Θά τῆς δείξω ἐγώ. Θά τήν κάνω νά κλάψει μέ μαῦρο δάκρυ, ἡ ...
Τό κοριτσάκι, μέ μάγουλα πού ἔβγαζαν φωτιά, ἄρχισε νά κλαίει μέ ἀναφιλητά καί νά προσπαθεῖ νά μιλήσει, κομπιάζοντας, ἀνάμεσα στούς λυγμούς πού τράνταζαν τό λιγνό κορμάκι του :
-Σέ παρακαλῶ μπαμπά, ...μή μιλᾶς ἔτσι γιά τή μαμά. Ἐγώ τήν ἀγαπάω τή μαμά... Σέ παρακαλῶ μπαμπά, σταμάτα... Σέ παρακαλῶ...
-Ἐσύ νά σταματήσεις νά μιξοκλαῖς γιατί θά τίς φᾶς ἐσύ στό τέλος. Ἀκοῦς; Ἕτοιμος εἶμαι νά σοῦ τήν ἀστράψω ἀνάποδη. Ἀκοῦς; Σταμάτα τίς κλάψες τώρα ἀμέσως. Ἄκουσες τί σοῦ εἶπα; Τώρα ἀμέσως λέω.
Στό πίσω κάθισμα ἐκείνη εἶχε μείνει ἄναυδη. Δέν ἤξερε τί νά κάνει. Ἔνιωσε ἕνα παγωμένο μούδιασμα γύρω ἀπό τό στόμα της πού εἶχε στεγνώσει. Ἡ πρώτη παρόρμησή της ἦταν νά τοῦ φωνάξει κι αὐτή δυνατά, πολύ δυνατά «Σταμάτα νά μιλᾶς ἔτσι στά παιδιά σου. Ντροπή σου. Σταμάτα!», μά ...δείλιασε.
Καθώς αὐτός συνέχιζε νά βγάζει λάσπη ἀπό τό στόμα του γιά τή μάνα τῶν παιδιῶν του, μιά ξέφρενη ἀνάγκη τήν ἔσπρωχνε νά τόν χτυπήσει. Νά τόν χτυπήσει, μέ ὅλη της τή δύναμη, ἐκεῖ στούς ὤμους του πού ἔβλεπε μπροστά της. Νά τόν κάνει νά πονέσει καί νά πάψει νά φωνάζει, νά τοῦ κλείσει τό στόμα. Κι ἀπ’τήν ἄλλη, ἤθελε ν’ ἁπλώσει τά χέρια της καί ν’ ἀγκαλιάσει αὐτά τά παιδιά ἤ νά τούς κλείσει τ’ αὐτιά γιά νά μήν ἀκοῦνε αὐτά πού ξεστόμιζε αὐτός ὁ πατέρας.
Ὅμως, ...τά χέρια της, μουδιασμένα κι αὐτά, δέν κινήθηκαν. Δείλιασε καί πάλι. Κι ἔμεινε ἐκεῖ, ἀκίνητη στό πίσω κάθισμα, μ’ ἕναν κρῦο ἱδρῶτα νά τῆς μουσκεύει τή ραχοκοκκαλιά κι ἕναν σφιχτό κόμπο στό λαιμό νά τήν πονάει τόσο πού νά τῆς φέρνει δάκρυα.
Τά δευτερόλεπτα ἔτρεχαν μέ τούς πνιχτούς λυγμούς τῆς μικρῆς νά συνε-χίζονται συγκλονιστικοί. Καί τότε, τῆς φάνηκε ὅτι τό ἀγοράκι , πού εἶχε ἁπλώσει σιγά - σιγά τό χέρι του πάνω στό χεράκι τῆς ἀδελφῆς του καί τό ἔσφιγγε, σάν κάτι νά ψιθύρισε. Σχεδόν ἄηχα... Νά εἶπε ἄραγε κάτι σάν «... σέ σκοτώσω»; Ἔτσι τῆς φάνηκε. Αὐτό εἶπε ἄραγε;
Κατάφερε νά τέντώσει λίγο τόν λαιμό της καί προσπάθησε νά κοιτάξει, κάπως λοξά, τό πρόσωπό τοῦ μικροῦ. Ἦταν κατάχλωμο, μέ τό βλέμμα του σοβαρό, καρφωμένο κατευθείαν μπροστά του. Ὅμως, ἀνεπαίσθητα, τά χειλάκια του σάν νά κινήθηκαν καί πάλι. Καί ναί, δέν ἔκανε λάθος. Τό μικρό ἀγόρι ξαναψιθύρισε :
-Ὅταν θά μεγαλώσω, δέν θά σέ φοβᾶμαι. Θά σέ σκοτώσω.
Ὁ ὁδηγός δέν μίλησε. Νά εἶχε ἀκούσει ἄραγε, μέσα στόν θυμό καί στήν ἐξαλλοσύνη του, τόν ψίθυρο τοῦ παιδιοῦ του; Ποιός ξέρει;
Ἐκείνη ἔνιωσε πώς δέν ἀντέχει ἄλλο. Ἅπλωσε μπροστά τό χέρι της πού ἔτρεμε δίνοντας τό ἀντίτιμο τῆς διαδρομῆς καί, μέ βραχνή φωνή, κατάφερε μόνο νά πεῖ...
-Σταματῆστε. Θέλω νά κατέβω ἐδῶ. Νά κατέβω.
Ἔχουν περάσει χρόνια ἀπό κείνη τήν ἡμέρα. Ὅμως, κάθε φορά πού ἀκούει στίς εἰδήσεις ὅτι ἕνας νέος ἄνθρωπος ἔκανε ἕνα ἔγκλημα, ἡ μνήμη της, σκληρή καί ἀνελέητη, φέρνει στά μάτια της ἕνα κάτωχρο δεκάχρονο ἀγοράκι κι ἕνα κοριτσάκι πού κλαίει μέ ἀναφιλητά μέσα σ’ ἕνα ταξί. Καί ξαναζωντανεύουν μέσα της τά ἴδια ἀναπάντητα ἐρωτηματικά πού, γιά νύχτες, τήν ἔχουν παιδέψει ἀπό τότε.
Πῶς νά μεγάλωσαν ἄραγε αὐτά τά παιδάκια; Τί ἀπέγιναν; Ποιός νά τά παρηγόρησε; Κι ἀκόμα, πῶς μπορεῖς νά προστατέψεις ἕνα ξένο παιδί ἀπό τόν ἴδιο του τόν πατέρα; Κι ἐκείνη; Γιατί δέν τόλμησε νά κάνει κάτι; Ἀλλά καί τί θά μποροῦσε νά εἶχε κάνει, τήν ὥρα πού, ἐκεῖ, μπροστά στά μάτια της, συνέβαινε μιά ἀληθινή τραγωδία; Πῶς θά μποροῦσε ἄραγε νά ἐπέμβει; Γιατί δείλιασε;...
- Ἐλεύθερος;
- Ναί, ἐλᾶτε. Ἐδῶ μπροστά εἶναι τά παιδιά μου.
Μπῆκε καί εἶδε νά κάθονται, ἐκεῖ μπροστά, δύο μικρά παιδιά. Πρός τό μέρος τῆς πόρτας, ἦταν ἕνα ἀγοράκι καμιά δεκαριά χρόνων περίπου, καί , πρός τό μέρος τοῦ ὁδηγοῦ, ἕνα κοριτσάκι λίγο μικρότερο. Κάπως σάν νά τῆς φάνηκαν κλαμμένα. Ὁ ὁδηγός, ἕνας ἀγριωπός σαραντάρης, ἔδειχνε ἰδιαιτέρως ἀνυπόμονος καί νευρικός. Καί κάτι δυσάρεστο μουρμούρισε μέσα ἀπ’τά δόντια του ὅταν ἄκουσε τή διεύθυνση τοῦ ἀρκετά κοντινοῦ προορισμοῦ της.
Ξεκίνησε ἀπότομα. Τό ἴδιο ἀπότομα καί σάν νά συνέχιζε μέ τά παιδιά του μιά κουβέντα πού εἶχε διακοπεῖ, ἄρχισε, φωνάζοντας ὅλο καί πιό δυνατά, ὅλο καί πιό ἐξαγριωμένος, νά χρησιμοποιεῖ ἀπίστευτες βρισιές καί χυδαιολογίες σχετικά μέ τήν... μητέρα τους.
-Ἡ μάνα σας ἡ ..., πού εἶναι ἔτσι, πού εἶναι ..., πού πρέπει νά τή σπάσω στό ξύλο...γιατί ἀπό λόγια δέν παίρνει ἡ... Θά τῆς δείξω ἐγώ. Θά τήν κάνω νά κλάψει μέ μαῦρο δάκρυ, ἡ ...
Τό κοριτσάκι, μέ μάγουλα πού ἔβγαζαν φωτιά, ἄρχισε νά κλαίει μέ ἀναφιλητά καί νά προσπαθεῖ νά μιλήσει, κομπιάζοντας, ἀνάμεσα στούς λυγμούς πού τράνταζαν τό λιγνό κορμάκι του :
-Σέ παρακαλῶ μπαμπά, ...μή μιλᾶς ἔτσι γιά τή μαμά. Ἐγώ τήν ἀγαπάω τή μαμά... Σέ παρακαλῶ μπαμπά, σταμάτα... Σέ παρακαλῶ...
-Ἐσύ νά σταματήσεις νά μιξοκλαῖς γιατί θά τίς φᾶς ἐσύ στό τέλος. Ἀκοῦς; Ἕτοιμος εἶμαι νά σοῦ τήν ἀστράψω ἀνάποδη. Ἀκοῦς; Σταμάτα τίς κλάψες τώρα ἀμέσως. Ἄκουσες τί σοῦ εἶπα; Τώρα ἀμέσως λέω.
Στό πίσω κάθισμα ἐκείνη εἶχε μείνει ἄναυδη. Δέν ἤξερε τί νά κάνει. Ἔνιωσε ἕνα παγωμένο μούδιασμα γύρω ἀπό τό στόμα της πού εἶχε στεγνώσει. Ἡ πρώτη παρόρμησή της ἦταν νά τοῦ φωνάξει κι αὐτή δυνατά, πολύ δυνατά «Σταμάτα νά μιλᾶς ἔτσι στά παιδιά σου. Ντροπή σου. Σταμάτα!», μά ...δείλιασε.
Καθώς αὐτός συνέχιζε νά βγάζει λάσπη ἀπό τό στόμα του γιά τή μάνα τῶν παιδιῶν του, μιά ξέφρενη ἀνάγκη τήν ἔσπρωχνε νά τόν χτυπήσει. Νά τόν χτυπήσει, μέ ὅλη της τή δύναμη, ἐκεῖ στούς ὤμους του πού ἔβλεπε μπροστά της. Νά τόν κάνει νά πονέσει καί νά πάψει νά φωνάζει, νά τοῦ κλείσει τό στόμα. Κι ἀπ’τήν ἄλλη, ἤθελε ν’ ἁπλώσει τά χέρια της καί ν’ ἀγκαλιάσει αὐτά τά παιδιά ἤ νά τούς κλείσει τ’ αὐτιά γιά νά μήν ἀκοῦνε αὐτά πού ξεστόμιζε αὐτός ὁ πατέρας.
Ὅμως, ...τά χέρια της, μουδιασμένα κι αὐτά, δέν κινήθηκαν. Δείλιασε καί πάλι. Κι ἔμεινε ἐκεῖ, ἀκίνητη στό πίσω κάθισμα, μ’ ἕναν κρῦο ἱδρῶτα νά τῆς μουσκεύει τή ραχοκοκκαλιά κι ἕναν σφιχτό κόμπο στό λαιμό νά τήν πονάει τόσο πού νά τῆς φέρνει δάκρυα.
Τά δευτερόλεπτα ἔτρεχαν μέ τούς πνιχτούς λυγμούς τῆς μικρῆς νά συνε-χίζονται συγκλονιστικοί. Καί τότε, τῆς φάνηκε ὅτι τό ἀγοράκι , πού εἶχε ἁπλώσει σιγά - σιγά τό χέρι του πάνω στό χεράκι τῆς ἀδελφῆς του καί τό ἔσφιγγε, σάν κάτι νά ψιθύρισε. Σχεδόν ἄηχα... Νά εἶπε ἄραγε κάτι σάν «... σέ σκοτώσω»; Ἔτσι τῆς φάνηκε. Αὐτό εἶπε ἄραγε;
Κατάφερε νά τέντώσει λίγο τόν λαιμό της καί προσπάθησε νά κοιτάξει, κάπως λοξά, τό πρόσωπό τοῦ μικροῦ. Ἦταν κατάχλωμο, μέ τό βλέμμα του σοβαρό, καρφωμένο κατευθείαν μπροστά του. Ὅμως, ἀνεπαίσθητα, τά χειλάκια του σάν νά κινήθηκαν καί πάλι. Καί ναί, δέν ἔκανε λάθος. Τό μικρό ἀγόρι ξαναψιθύρισε :
-Ὅταν θά μεγαλώσω, δέν θά σέ φοβᾶμαι. Θά σέ σκοτώσω.
Ὁ ὁδηγός δέν μίλησε. Νά εἶχε ἀκούσει ἄραγε, μέσα στόν θυμό καί στήν ἐξαλλοσύνη του, τόν ψίθυρο τοῦ παιδιοῦ του; Ποιός ξέρει;
Ἐκείνη ἔνιωσε πώς δέν ἀντέχει ἄλλο. Ἅπλωσε μπροστά τό χέρι της πού ἔτρεμε δίνοντας τό ἀντίτιμο τῆς διαδρομῆς καί, μέ βραχνή φωνή, κατάφερε μόνο νά πεῖ...
-Σταματῆστε. Θέλω νά κατέβω ἐδῶ. Νά κατέβω.
Ἔχουν περάσει χρόνια ἀπό κείνη τήν ἡμέρα. Ὅμως, κάθε φορά πού ἀκούει στίς εἰδήσεις ὅτι ἕνας νέος ἄνθρωπος ἔκανε ἕνα ἔγκλημα, ἡ μνήμη της, σκληρή καί ἀνελέητη, φέρνει στά μάτια της ἕνα κάτωχρο δεκάχρονο ἀγοράκι κι ἕνα κοριτσάκι πού κλαίει μέ ἀναφιλητά μέσα σ’ ἕνα ταξί. Καί ξαναζωντανεύουν μέσα της τά ἴδια ἀναπάντητα ἐρωτηματικά πού, γιά νύχτες, τήν ἔχουν παιδέψει ἀπό τότε.
Πῶς νά μεγάλωσαν ἄραγε αὐτά τά παιδάκια; Τί ἀπέγιναν; Ποιός νά τά παρηγόρησε; Κι ἀκόμα, πῶς μπορεῖς νά προστατέψεις ἕνα ξένο παιδί ἀπό τόν ἴδιο του τόν πατέρα; Κι ἐκείνη; Γιατί δέν τόλμησε νά κάνει κάτι; Ἀλλά καί τί θά μποροῦσε νά εἶχε κάνει, τήν ὥρα πού, ἐκεῖ, μπροστά στά μάτια της, συνέβαινε μιά ἀληθινή τραγωδία; Πῶς θά μποροῦσε ἄραγε νά ἐπέμβει; Γιατί δείλιασε;...
"ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ", τεύχος Αὐγούστου – Σεπτεμβρίου, 2013
* Ὁμότιμη Καθηγήτρια Παν/μίου Ἀθηνῶν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου