Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

«Συνομιλία ψυχής και νου». (Μέρος 1ο)

          

40b2ede91799 edited
Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ

 Ψυχή: Θλίψη ανυπόφορη αισθάνομαι. Πουθενά δεν βρίσκω χαρά και παρηγοριά, ούτε μέσα μου ούτε γύρω μου. Δεν μπορώ να βλέπω συνέχεια στον κόσμο την πλάνη, την απάτη, την ψυχοκτονία. Το αφηρημένο κοίταγμα του κόσμου, οι λίγες απρόσεκτες ματιές στους πειρασμούς του και η παιδιάστικη, από έλλειψη πείρας, εμπιστοσύνη μου σ αὐτόν τράβηξαν επάνω μου τα φαρμακερά του βέλη, που με γέμισαν θανάσιμες πληγές.
Γιατί να κοιτάζω τον κόσμο; Γιατί να τον περιεργάζομαι, γιατί να μαθαίνω κάθε λεπτομέρειά του, γιατί να αφοσιώνομαι σ αὐτόν, αφού είμαι μια φευγαλέα σελίδα στο πελώριο βιβλίο του; Οπωσδήποτε θα τον αφήσω κάποτε, μόνο που δεν γνωρίζω το πότε. Κάθε μέρα και κάθε ώρα πρέπει να είμαι έτοιμη για τη μετάβασή μου στην αιωνιότητα. Όσο κι αν παραταθεί η περιπλάνησή μου στην έρημο του κόσμου τούτου, αυτή δεν είναι τίποτα μπροστά στην ατέλειωτη αιωνιότητα, όπου δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια και τις εκατονταετίες. Ο ίδιος ο κόσμος με όλα τα τεράστια κατασκευάσματά του θα πάψει να υπάρχει: « Η γη, όπως και όλα όσα θα έχουν γίνει πάνω σ αὐτήν, θα κατακαούν»1. Θα κατακαούν, γιατί είναι καρποί της πτώσεως και της αποδοκιμασίας των ανθρώπων.
Οι πληγές, που μου προξένησε ο κόσμος, μ ἔκαναν να τον αποστραφώ. Αυτή η αποστροφή, ωστόσο, δεν με φύλαξε από νέες πληγές.
Δεν θέλω να βρίσκομαι μέσα στον κόσμο!
Δεν θέλω να υποτάσσομαι στον κόσμο!
Δεν θέλω να τον υπηρετώ!
Δεν θέλω ούτε να τον βλέπω!
Αλλά αυτός από παντού με παρακολουθεί. Βίαια με κυριεύει. Παρουσιάζεται μπροστά μου με ομορφιά σαγηνευτική. Με παραλύει, με σημαδεύει, με χτυπά, με σκοτώνει. Κι εγώ, έχοντας πάντα μέσα μου την τάση προς την αυταπάτη, την πλάνη και την αμαρτία, συνεχίζω να εξαπατώμαι από τον κόσμο. Χωρίς να τον βλέπω, ελκύομαι αθέλητα απ αὐτόν. Με βουλιμία πίνω το φαρμάκι του. Βαθιά καρφώνονται μέσα μου τα βέλη που μου πετά.
Παίρνω το βλέμμα μου από τον κόσμο και το στρέφω βαρύθυμο και ερευνητικό στον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν βρίσκω τίποτα το παρήγορο μέσα μου, όπου κοχλάζουν αναρίθμητα αμαρτωλά πάθη! Συνέχεια μολύνομαι με διάφορα αμαρτήματα. Άλλοτε βασανίζομαι από τη μνησικακία και την οργή, άλλοτε καίγομαι από τη σαρκική επιθυμία και τη σαρκική πύρωση. Η φαντασία μου κινητοποιείται από κάποιαν ενέργεια ξένη, εχθρική. Σκανδαλιστικές μορφές παρουσιάζονται μπροστά μου και με παρακινούν νοερά να αμαρτήσω, να γευθώ την ολέθρια ηδονή. Δεν έχω τη δύναμη να τρέξω μακριά από τις προκλητικές εικόνες. Αυθόρμητα και αναπότρεπτα κολλάνε πάνω τους τα αρρωστημένα μου μάτια. Και να τρέξω που;! Έτρεξα κάποτε στην έρημο. Με ακολούθησαν κι εκεί οι παραστάσεις της αμαρτίας. Κι έπεσαν πάνω μου με ζωντάνια μεγαλύτερη, με διάθεση φονική.
Ανύπαρκτες είναι όλες αυτές οι εικόνες. Απάτη και πλάνη είναι και οι ίδιες και η αίσθησή τους και η ομορφιά τους. Είναι, ωστόσο, τόσο ζωντανές, που τίποτα, μήτε ο χρόνος μήτε τα γεράματα, δεν μπορεί να τις νεκρώσει. Βέβαια, τα δάκρυα της μετάνοιας τις σβήνουν από τη φαντασία, μα τέτοια δάκρυα δεν έχω. Η καρδιά μου στερείται την κατάνυξη, στερείται το σωτήριο κλάμα, είναι σαν μια αναίσθητη πέτρα.
Τη φρικτή μου αμαρτωλότητα σπάνια τη συναισθάνομαι. Αν υπάρχει μέσα μου κάτι καλό, αυτό έχει αναμειχθεί με το κακό και έχει γίνει κακό, όπως γίνεται δηλητήριο ακόμα κι η πιο εκλεκτή τροφή, όταν αναμειχθεί με δηλητήριο. Λησμονώ, ωστόσο, τη δεινή μου κατάσταση, λησμονώ ότι το καλό, που μου δόθηκε κατά την πλάση μου, εξασθένησε και αλλοιώθηκε κατά την πτώση. Βλέπω μέσα μου το καλό και πιστεύω πως είναι ακέραιο και άσπιλο. Γι αὐτό και αρχίζω να κυριεύομαι από τον αυτοθαυμασμό.
Η υπερηφάνειά μου με αρπάζει από τον εύφορο αγρό της μετάνοιας και με μεταφέρει σε χώρα μακρινή, σε χώρα άγονη και άκαρπη, σε χώρα γεμάτη αγκάθια και τριβόλια –τη χώρα του ψεύδους, της αυταπάτης, της καταστροφής. Σταματώ, λοιπόν, να τηρώ τις εντολές του Χριστού και αρχίζω να υπακούω στις υποβολές της καρδιάς μου, να ακολουθώ τα αισθήματά της, να εκτελώ το θέλημά της. Τολμώ να αποκαλώ καλά τα αισθήματα της πεσμένης μου φύσεως και αρετή τη διγωγή της. Τολμώ να πιστεύω ότι γι αὐτά τα καλά και γι αὐτή την αρετή είμαι άξια βραβείων επίγειων και επουράνιων, ανθρώπινων και θείων. Αντίθετα, όταν αγωνιζόμουνα να τηρώ τις εντολές του Χριστού, όταν ασκούσα βία στην καρδιά μου και δεν έδινα καμιά σημασία στις υποβολές και το θέλημά της, τότε ένιωθα οφειλέτρια προς τον Θεό και τους ανθρώπους, δούλη άπιστη και άχρηστη!
Όταν πιάστηκα στα δίχτυα της αυταπάτης, εμφανίστηκαν μέσα μου η λύπη, η ακηδία κι ένα ζοφερό σκοτάδι. Η λύπη με εμποδίζει από κάθε αγαθή πράξη. Η ακηδία μου αφαιρεί τη δύναμη να παλεύω με την αμαρτία. Και το σκοτάδι –συνέπεια της λύπης και της ακηδίας –μου κρύβει τον Θεό. Η κρίση Του είναι αδέκαστη και τρομερή. Υποσχέθηκε να βραβεύσει τη χριστιανική αρετή. Υποσχέθηκε και να τιμωρήσει την περιφρόνηση του Χριστιανισμού και των αγίων νόμων Του. Εγώ, ωστόσο, αμαρτάνω άφοβα, και η συνείδησή μου σωπαίνει, σαν να είναι νεκρωμένη η κοιμισμένη. Σπάνια, πολύ σπάνια έρχεται κάποια στιγμή κατανύξεως, φωτός και ελπίδας. Τότε νιώθω διαφορετικά. Αλλά η φωτεινή αυτή στιγμή είναι φευγαλέα. Ο ουρανός μου δεν είναι συχνά καθαρός. Σαν μαύρα σύννεφα με πλησιάζουν πάλι τα πάθη και με ρίχνουν στο σκοτάδι, στη σύγχυση, στην αμηχανία, στην άβυσσο της καταστροφής.
Νου μου! Εσύ είσαι χειραγωγός της ψυχής. Νουθέτησέ με, λοιπόν! Βάλε μέσα μου την ευλογημένη ειρήνη! Δίδαξε με πως να κλείσω την πόρτα μου στις εντυπώσεις του κόσμου και πως να χαλιναγωγήσω, πως να καταστείλω τα πάθη που ξεσηκώνονται μέσα μου. Ο κόσμος και τα πάθη πόσο μ ἔχουν ταλαιπωρήσει, πόσο μ ἔχουν βασανίσει!…
ΝΟΥΣ: Η απάντησή μου δεν θα σε παρηγορήσει. Κι εγώ, όπως κι εσύ, ψυχή, πολεμούμαι από την αμαρτία. Επομένως, όσα είπες μου είναι γνωστά. Πως, λοιπόν, μπορώ να σε βοηθήσω, όταν και σ ἐμένα έχουν καταφερθεί θανάσιμα χτυπήματα, όταν κι εγώ έχω στερηθεί τη δύναμη να ενεργώ αυτεξούσια; Κατά την αεικινησία μου, δηλαδή την αδιάκοπη κίνησή μου δίχως περιορισμούς, η οποία μου δόθηκε από τον Πλάστη ως φυσικό ιδίωμα, δέχομαι διαρκώς την επίδραση της αμαρτίας, που με τραυματίζει και με συνταράζει. Η επίδραση αυτή με απομακρύνει από τον Θεό και την αιωνιότητα• με τραβά στην απάτη του μάταιου και περαστικού κόσμου, στην απάτη του εαυτού μου, στην απάτη σου, ψυχή, στην απάτη της αμαρτίας, στην απάτη των δαιμόνων.
Το μεγαλύτερο πρόβλημά μου είναι η ακατάπαυστη βία που ασκεί πάνω μου ο περισπασμός. Μόλις με χτυπήσει, αρχίζω να περιπλανιέμαι σ ὅλη την οικουμένη, δίχως ανάγκη και ωφέλεια, σαν τα πονηρά πνεύματα. Θέλω να σταματήσω, μα δεν μπορώ. Ο περισπασμός με αρπάζει και με παρασύρει τόσο βίαια, που δεν δίνω προσοχή, όπως πρέπει, ούτε σ ἐσένα, ψυχή, ούτε στον εαυτό μου ούτε στον λόγο του Θεού. Εξωτερικά εμφανίζομαι προσεκτικός, αλλά την ίδια ώρα, πραρασύρομαι πολύ μακριά και ασχολούμαι με θέματα όχι απλώς ασήμαντα η ανώφελα, αλλά βλαβερά. Έτσι, δεν μπορώ να προσφέρω στον Θεό προσευχή δυνατή και αληθινή, προσευχή σφραγισμένη με τον φόβο του Θεού. Ο φόβος του Θεού θα εξαφάνιζε τον περισπασμό και θα έκανε τους λογισμούς μου να υποταχθούν σ ἐμένα. Και όταν οι λογισμοί υποτάσσονται στον νου με τον φόβο του Θεού, τότε έρχονται σ ἐσένα, ψυχή, η καρδιακή συντριβή και η κατάνυξη. Εξαιτίας, λοιπόν, του δικού μου περισπασμού παραμένεις εσύ σκληρή και αναίσθητη. Η σκληρότητα και η αναισθησία σου, πάλι, αυξάνουν τον δικό μου περισπασμό, κι έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.
Ο περισπασμός είναι η αιτία της αδυναμίας μου στον αγώνα εναντίον των αμαρτωλών λογισμών, καθώς μου φέρνει σκοτισμό και βάρος. Έτσι, όταν με πλησιάζει ένας αμαρτωλός λογισμός, δεν τον αντιλαμβάνομαι έγκαιρα, αν μάλιστα καλύπτεται πίσω από κάποια δικαιολογία. Αν πάλι είναι απροκάλυπτος, αντιστέκομαι και τον αντιμάχομαι, αλλά δίχως αποφασιστικότητα και απέχθεια. Αρχίζω να μιλώ μ αὐτόν, τον φονιά μου. Ευφραίνομαι με το θανάσιμο δηλητήριο που με πονηριά ρίχνει μέσα μου. Σπάνια αναδεικνύομαι νικητής. Συνήθως είμαι ο νικημένος.
Από τον συνεχή περισπασμό, με κυριεύει η λήθη.
Λησμονώ τον Θεό.
Λησμονώ την αιωνιότητα.
Λησμονώ πόσο μάταιος, πόσο εφήμερος, πόσο απατηλός είναι ο κόσμος, και ελκύομαι απ αὐτόν, παρασύροντας, ψυχή, κι εσένα.
Λησμονώ τα αμαρτήματά μου.
Λησμονώ τις πτώσεις μου.
Λησμονώ την οικτρή κατάστασή μου.
Μέσα στον σκοτισμό μου και την αυταπάτη μου, αρχίζω να αποδίδω στον εαυτό μου αξία. Συνάμα αρχίζω να ζητώ αναγνώριση αυτής της αξίας από τον ψεύτικο κόσμο, τον κόσμο που είναι πρόθυμος να συμφωνήσει μαζί μου στιγμιαία, για να με χλευάσει έπειτα με περισσή κακότητα. Αξία, όμως, δεν υπάρχει σε κανέναν μας. Η αξία μας εξανεμίστηκε με την προπατορική πτώση. Δίκαια, λοιπόν, θα αξιολογήσει κάθε άνθρωπος τον εαυτό του, αν, όπως συμβουλεύει κάποιος μεγάλος ασκητής, τον θεωρήσει ένα σίχαμα3.
Και πως να μην είναι ένα σίχαμα αυτό το αδύναμο και ασήμαντο πλάσμα, που, μολονότι από την ανυπαρξία το έφερε στην ύπαρξη ο Θεός, πολεμάει τον παντοδύναμο Πλάστη του και Δημιουργό όλου του κόσμου, ορατού και αόρατου;
Πως να μην είναι ένα σίχαμα αυτό το πλάσμα, που, μολονότι δεν είχε τίποτα δικό του, μολονότι όλα τα πήρε από τον Θεό, επαναστάτησε εναντίον Του;
Πως να μην είναι ένα σίχαμα αυτό το πλάσμα, που τόλμησε μέσα στην παραδείσια μακαριότητα όχι μόνο ν ἀκούσει πρόθυμα τη φοβερή και βλάσφημη συκοφαντία του διαβόλου εναντίον του Θεού, αλλά και ν ἀποδείξει χωρίς χρονοτριβή τη συγκατάνευσή του στη βλάσφημη συκοφαντία με την καταπάτηση της εντολής Του;
Πως να μην είναι ένα σίχαμα ο νους που έγινε δοχείο και γεννήτορας αλλεπάλληλων, λογισμών αντίθεων;
Πως να μην είναι ένα σίχαμα η ψυχή στην οποία μόνιμα φωλιάζουν βίαια και τερατώδη πάθη σαν φαρμακερά ερπετά, σαν φίδια και σκορπιοί σε βαθιά τάφρο;
Πως να μην είναι ένα σίχαμα το σώμα που γεννήθηκε μέσα στην αμαρτία, το σώμα που έγινε όργανο αμαρτίας στη διάρκεια της σύντομης επίγειας ζωής του, το σώμα που έγινε πηγή της δυσοσμίας του θανάτου στο τέλος της ζωής αυτής;
Εσύ κι εγώ, ψυχή, αποτελούμε ενιαία πνευματική ύπαρξη. Η αμαρτία, όμως όχι μόνο έφθειρε αυτή την ύπαρξη, αλλά και τη διχοτόμησε σε μέρη αυτόνομα, που βρίσκονται σχεδόν πάντοτε σε αντίθεση. Χωριστήκαμε, λοιπόν, και αποκτήσαμε αμοιβαία εχθρότητα. Μα χωριστήκαμε κι από τον Θεό! Η αμαρτία, που ζει μέσα μας, μας έφερε σε αντίθεση με τον ίδιο τον πανάγιο και πανυπερτέλειο Θεό!
ΨΥΧΗ: Θλιβερή η απάντησή σου αλλά σωστή. Είναι, πάντως, και μερικώς παρήγορη, καθώς, διαπιστώνοντας την πλήρη ομοιότητα και την κοινή αιτία της δεινής μας καταστάσεως, μπορούμε να μοιραστούμε τη θλίψη μας αλλά και να αλληλοβοηθηθούμε. Πες μου, πως θα βγούμε από τη σύγχυσή μας; Παρατήρησα ότι τα δικά μου αισθήματα αντιστοιχούν πάντοτε στους δικούς σου λογισμούς. Η καρδιά δεν μπορεί να παλεύει για πολύ με τον λογισμό. Αργά η γρήγορα υποτάσσεται σ αὐτόν. Αντιστέκεται καμιά φορά, αλλά μόνο για λίγο. Νου, γίνε οδηγός στην κοινή μας σωτηρία!
(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου