῾Στό
τέλος τοῦ 1353 ἀπό κτίσεως Ρώμης, (600 μ.Χ.), θέλησα νά ἐπισκεφτῶ τήν
πρωτόθρονη Ρώμη, τό λίκνο αὐτό τῆς πίστεως, γιά νά προσκυνήσω τούς
ἁγιασμένους τάφους τῶν μεγάλων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου.
Ἡ Ρώμη
πάντοτε μέ ἔθελγε καί βρισκόταν σάν ὅραμα μπροστά μου, γιατί ἦταν ἡ
᾽Εκκλησία πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος τήν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα, γιατί ἦταν ἡ
πρώτη στήν ἱεραποστολή καί στήν ἐλεημοσύνη, γιατί κυρίως...᾽ δάκρυσε ὁ
Γέροντας, ῾...εἶναι ὁ τόπος πού εἶναι ἅγιος ἀπό τό χυμένο αἷμα τόσων
χιλιάδων καί χιλιάδων μαρτύρων τῆς πίστεως. Κι ἐκεῖ βεβαίως μαρτύρησαν
καί οἱ μεγάλοι ἀπόστολοι. ῾Ο Θεός λοιπόν μοῦ ἔβαλε αὐτήν τήν ἐπιθυμία καί βρέθηκα τήν χρονιά ἐκείνη στά ἁγιασμένα ἐκεῖνα μέρη᾽.
῾῾Υπῆρχε
ὅμως κι ἕνας ἀκόμη λόγος᾽, συνέχισε ὁ Γέροντας, ῾κι αὐτό εἶναι πού θέλω
νά σᾶς πῶ μιλώντας γιά τήν ταπείνωση. ᾽Επίσκοπος στήν Ρώμη ἦταν τότε,
κι εἶναι ἀκόμη ἀπ᾽ ὅ,τι ξέρω, ὁ ἅγιος καί μεγάλος Γρηγόριος, αὐτός πού
τόν λένε Διάλογο. ῾Η φήμη του ἔχει ξεπεράσει τά ὅρια τῆς πόλης πού εἶναι
ἐπίσκοπος κι ὅλοι οἱ χριστιανοί προσβλέπουν σ᾽ αὐτόν σάν σέ πρότυπο.
Κεφαλή μεγάλη στήν πίστη μας. ῎Εχουν γίνει γνωστά παντοῦ καί
ἡ μεγάλη του ποιμαντική μέριμνα γιά τούς πιστούς καί ἡ διοργάνωση
ἱεραποστολῶν γιά νά φέρει στήν ἀληθινή πίστη κι ἄλλους ἀνθρώπους καί τά
ἁγιοπνευματικά ὅμως κείμενά του. Θεωρεῖται μεγάλος συγγραφέας πού αὐτά
πού γράφει τρέφουν τούς χριστιανούς. Καί γι᾽ αὐτόν λοιπόν θέλησα νά πάω.
Εὐχήθηκα μάλιστα πολύ στόν Θεό νά μοῦ δώσει σημάδι ὅτι ἔχει εὐλογήσει
τό προσκύνημά μου, φέρνοντας στόν δρόμο μου τόν ἅγιο αὐτόν᾽.
῾Τόν συνάντησες, Γέροντα;᾽ εἶπαν μέ ἀγωνία καί οἱ δύο.
῾Ναί,
παιδιά μου. ῾Ο Θεός εὐδόκησε νά τόν συναντήσω, ἀλλά γιά νά μέ διδάξει
καί νά δῶ ἔμπρακτα τί σημαίνει, ὅπως σᾶς εἶπα, ταπείνωση καί χριστιανική
ἀγάπη᾽.
῾Λοιπόν,
παιδιά μου, ἀφοῦ εἶχα κάνει τό προσκύνημα στούς τάφους τῶν ἀποστόλων
τοῦ Κυρίου καί μέ δάκρυα στά μάτια εὐλογοῦσα τήν ὥρα πού τά χείλη μου
ἀσπάζονταν τό χῶμα πού εἶχαν θαφτεῖ, προχώρησα καί πῆγα στό κέντρο τῆς
πόλεως. ᾽Ατένιζα ὥρα τήν μεγάλη Πόλη, μέ τούς φαρδεῖς δρόμους, τίς
πλατεῖες, τά ἀγάλματα, ἀλλά ἡ σκέψη μου ἦταν, ὅπως σᾶς εἶπα, στά χρόνια
πού οἱ ἀπόστολοι βρίσκονταν ἐκεῖ. Τότε ἦταν πού ἄκουσα κάποιον ξεχωριστό
θόρυβο καί εἶδα συνωστισμένους ἀνθρώπους λίγο πιό πέρα ἀπό ἐκεῖ πού
καθόμουν, πού μέ τό δέος ζωγραφισμένο στά μάτια τους ἅπλωναν τά χέρια
τους νά χαιρετίσουν κάποιον.
῾Η
καρδιά μου κτύπησε μέ ἀγωνία. Αὐτό πού εἶχα εὐχηθεῖ στόν Θεό τό
ἐπέτρεψε νά τό ζήσω. Λίγα μέτρα μακριά μου περνοῦσε ὁ ἅγιος πάπας, ὁ
μέγας Γρηγόριος. Δάκρυσα ἀπό τήν κατάνυξη πού ἔνιωσα καί κινήθηκα
αὐθόρμητα νά πάω νά τόν προσκυνήσω. Νά τοῦ βάλω μετάνοια καί νά πάρω τήν
εὐχή του.
᾽Αλλά
κι ἐκεῖνος σάν νά μέ εἶδε. Εἶδε τήν καλογερική μου ἀμφίεση, κατάλαβε
ὅτι εἶμαι προσκυνητής καί στράφηκε ὁλόκληρος πρός τό δικό μου μέρος,
ἐρχόμενος σέ μένα.
᾽Αλλά
τότε συνέβη κάτι πού δέν μπόρεσα ἐκείνη τήν στιγμή νά ἐξηγήσω. Δυό
κληρικοί ἀπό τήν ἀκολουθία του, βλέποντας τήν κίνησή μου νά τόν
προσκυνήσω, ἔσπευσαν γρήγορα καί μέ ἀγωνία στά μάτια τους ἄρχισαν νά μοῦ
λένε: ῾῎Οχι, πάτερ, μήν βάζεις μετάνοια. Μήν προσκυνᾶς τόν πάπα᾽.
Παραξενεύτηκα
πάρα πολύ καί, δέν σᾶς τό κρύβω, θεώρησα βλάσφημα τά λόγια τους.
᾽Εκεῖνοι ὅμως ἐπέμεναν. ᾽Αλλά κι ἐγώ ἐπέμεινα. Θεωροῦσα ὅτι ἦταν ἄπρεπο
ἀπό πλευρᾶς μου νά μήν τοῦ βάλω μετάνοια, νά μήν χαιρετίσω τόν ἅγιο.
Τόν
πλησίασα πάρα πολύ ἀλλά τότε συνέβη τό ἑξῆς: πρίν προλάβω νά τόν
προσκυνήσω, ἐκεῖνος ἔσπευσε μέ μία ἀσυνήθιστα γρήγορη κίνηση καί
πρόσπεσε μπρός στά πόδια μου. ῾Ο πάπας, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης, μπρούμυτα
στήν γῆ μπροστά σ᾽ ἕναν ἁπλό παπα-καλόγερο.
Πρόσπεσα
κι ἐγώ. Δέν ξέρω πόση ὥρα στάθηκα ἔτσι, ἀλλά ὅταν πῆγα νά ἀνασηκωθῶ,
εἶδα ὅτι ἐξακολουθοῦσε ὁ ἅγιος νά κείτεται χάμω. Κατάλαβα τότε τήν
ἀγωνία τῶν κληρικῶν τῆς συνοδείας του. ῾Ο ἅγιος προλάβαινε ὁποιονδήποτε
πήγαινε νά τόν προσκυνήσει. ᾽Εκεῖνος πρῶτος ἔσπευδε καί δέν σηκωνόταν ἄν
δέν σηκωνόταν πρῶτος ὁ ἄλλος.
Κατανύχθηκα.
Βρέθηκα πρόσωπο πρός πρόσωπο μ᾽ ἕναν ἅγιο τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνθηκα πολύ
ἔντονα τί θά πεῖ ταπείνωση καί τί σημαίνουν τά λόγια τοῦ Κυρίου πού
᾽Εκεῖνος πρῶτος τά ἔβαλε σέ ἐφαρμογή: ῾ὅποιος θέλει νά εἶναι πρῶτος
ἀνάμεσά σας, ἄς εἶναι τελευταῖος ὅλων καί δοῦλος᾽.
᾽Αλλά
ἡ ἔκπληξή μου δέν ἦταν μόνον αὐτή. ᾽Αμέσως ὁ πάπας Γρηγόριος, ὁ ἅγιος
τοῦ Θεοῦ, μόλις σηκώθηκε μέ ἀγκάλιασε μέ θερμότητα καί μέ ἀσπάστηκε μέ
τήν ἴδια τῆς προσκύνησης ταπεινοφροσύνη, ἐνῶ μέ τό χέρι
του μοῦ ἔδωσε τρία χρυσά νομίσματα. Στράφηκε μάλιστα στήν συνοδεία του
κι ἔδωσε ἐντολή νά μοῦ δώσουν ἕνα καινούργιο ράσο καί ὅ,τι ἄλλο ἀναγκαῖο
χρειαζόμουν. Στήν συνέχεια μοῦ εὐχήθηκε καί σάν νά ᾽χε κάνει τό
φυσικότερο πράγμα τοῦ κόσμου προχώρησε τόν δρόμο του.
Τά δάκρυα κυλοῦσαν ἀνεμπόδιστα στό πρόσωπό μου καί
δόξαζα τόν Θεό πού χάρισε στόν δοῦλο Του Γρηγόριο τέτοια ταπείνωση πρός
ὅλους κι ἐλεημοσύνη καί ἀγάπη᾽.
Τά δάκρυα αὐλάκωναν καί τώρα τό ἅγιο πρόσωπό του, ἀλλά καί τῶν δυό καλογέρων.
Τά
κούτσουρα στήν φωτιά εἶχαν σβήσει ἀπό ὥρα, ἀλλά κανείς δέν τό εἶχε
προσέξει.
Γιατί μιά ἄλλη φωτιά μεγάλη καί δυνατότερη ἀπό τήν ὑλική
ἔκαιγε τώρα μέσα στίς καρδιές τους.







Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου