Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν
Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Ἀστέρι
μεγάλου βεληνεκοῦς ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος Τσαλίκης, ὁ θαυμαστὸς
Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Δαβίδ Εὐβοίας, ἔλαμψε στὶς ἡμέρες μας μὲ
τὶς ἀστραπὲς τῆς ἁπλότητός του, τῆς καλωσύνης του, τῆς ἰσάγγελης
πολιτείας του καὶ τοῦ πλήθους τῶν θαυμασίων του.
Ὁ Γέροντας
Ἰάκωβος ἀποτελεῖ τὴν προσωποποίηση τῆς ἀγάπης, τὴν ἔμψυχη στηλογραφία
τῆς «ἐν Χριστῷ καινῆς ζωῆς», τὸν πρόβολο τῆς ἀρετῆς καὶ τὸ ἔσοπτρο τῆς
ταπεινώσεως καὶ τῆς ἐγκρατείας.
Ἐνσάρκωνε καὶ
βίωνε τὴ Διαθήκη τῆς χάριτος καὶ εὔφραινε ὅσους τὸν πλησίαζαν, ἀφοῦ
ἦταν ὅλος «εὐωδία Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. β΄ 15). Τοὺς ἀνέπαυε μὲ τὴ γλυκύτητα
τῶν λόγων σου καὶ τοὺς μετέδιδε τὰ ἀγαθὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «χαρά,
εἰρήνη καὶ πραότητα» (Γαλ. ε΄ 22), μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν προικισμένος
ἐπιβεβαιώνοντας τὴν εὐαγγελικὴ φράση «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας
ὁμιλεῖ ἡ γλῶσσα» (Ματθ. ιβ΄ 34).
Πνευματικὸ
ἀνάστημα τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, στὴ βόρεια Εὔβοια, ὁ Γέροντας
Ἰάκωβος, ἐστάλη ἀπὸ τὸ φιλάνθρωπο Κύριο, γιὰ νὰ παρηγορήσει τὸ σύγχρονο
παρανομοῦντα Ἰσραὴλ καὶ γιὰ νὰ τὸν νουθετήσει μὲ τὸ παράδειγμα τῆς
ἁπλῆς, ἀλλὰ ὁσιακῆς βιοτῆς του καὶ τὴ χάρη τοῦ λόγου του, ὁ ὁποῖος ἦταν
πάντοτε «ἅλατι ἠρτυμένος» (Γαλ. β΄ 6). Δὲν γνώριζε πολλὰ γράμματα ὁ
Γέροντας, εἶχε ἐπισκιασθεῖ ὅμως, ὅπως οἱ ἁλιεῖς τῆς Γαλιλαίας, ἀπὸ τὴ
χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τοῦ σοφίζοντος τοὺς ἀσόφους καὶ κινοῦντος
τὰ χείλη τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ πνυματικὴ καθοδήγηση τοῦ λαοῦ πρὸς τὴ
σωτηρία.
Ὁ Γέροντας
Ἰάκωβος γεννήθηκε στὶς 5 Νοεμβρίου τοῦ 1920 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὴ
Θεοδώρα ἀπὸ τὸ Λιβίσι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τὸ Σταῦρο ἀπὸ τὴ Ρόδο. Στὶς
ἀρχὲς τοῦ 1922 Τοῦρκοι Τσέτες ἔπιασαν τὸν πατέρα του αἰχμάλωτο καὶ τὸν
ὁδήγησαν στὰ βάθη τῆς Ἀνατολίας.
Μετὴ τὴν
καταστροφὴ τῆς εὐλογημένης μας Μικρᾶς Ἀσίας, τὴν ὁποίαν ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς
γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὴν ἀποστασία μας, ἡ οἰκογένεια τοῦ Γέροντος
ἀκολούθησε τὸ σκληρὸ δρόμο τῆς προσφυγιᾶς. Τὸ καράβι τοὺς μετέφερε στὴν
Ἰτέα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἄμφισσα.
Ἐκεῖ εὐδόκησε
ὁ Κύριος, τὸ 1925, νὰ τοὺς βρεῖ καὶ ὁ πατέρας του καὶ ὅλη πλέον μαζὶ ἡ
οἰκογένεια νὰ μετακινηθεῖ στὸ χωριὸ Φαράκλα τῆς Εὔβοιας.
Στὴν ἡλικία
τῶν ἑπτὰ ἐτῶν ὁ θεοφώτιστος μικρὸς Ἰάκωβος εἶχε ἀποστηθήσει τὴ Θεία
Λειτουργία χωρὶς νὰ γνωρίζει γράμματα. Τὸ 1927 πῆγε στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο
καὶ διακρίθηκε γιὰ τὶς ἐπιδόσεις του καὶ τὴν ἔκδηλη ἀγάπη του πρὸς τὴν
Ἐκκλησία καὶ τὰ ἱερὰ γράμματα.
Ἡ ἐμφάνιση
τῆς Ἀγίας Παρασκευῆς στὸ μικρὸ Ἰάκωβο καὶ ἡ ἀποκύλυψη τοῦ λαμπροῦ
ἐκκλησιαστικοῦ του μέλλοντος τόνωσε τὴν πίστη τοῦ νεαροῦ μαθητοῦ καὶ τὴν
εὐλάβειά του.
Συχνὰ ἡ
καθαρότητα τοῦ βίου του τὸν ὁδηγοῦσε σὲ προσευχὴ γιὰ τοὺς πάσχοντες
συγχωριανούς του, τοὺς ὁποίους θεράπευε διαβάζοντάς τους ἄσχετες μὲ τὴν
περίπτωσή τους εὐχές, ἀλλὰ μὲ πολὺ κατάνυξη δείχνοντας σὲ ὅλους ὅτι
«χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ’ αὐτό» (Λουκ. β΄ 40).
Τὸ 1933
τελείωσε τὸ Δημοτικό, ἀλλὰ οἱ οἰκονομικὲς δυσκολίες τῆς οἰκογενείας του
δὲν ἐπέτρεπαν τὴ συνέχεια σὲ γυμνασιακὲς σπουδές. Ἔτσι, ἀκολούθησε τὸν
πατέρα του στὴ χειρωνακτικὴ ἐργασία του.
Ὁ Μητροπολίτης Χαλκίδος ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὸ μελωδικὸ ψάλσιμό του τὸν χειροθέτησε ἀναγνώστη.
Ἐντυπωσιακὴ
γιὰ ὅλους ἦταν ἡ ἀσκητική του ζωή, ἡ προσευχητική του τάση, ἡ
φιλεργατικότητά του, ὁ λίγος ὕπνος καὶ ἡ αὐστηρὴ τήρηση τῶν νηστειῶν.
Στὴν ἑκούσια
αὐτὴ προσωπική του στέρηση ἦλθε νὰ προστεθεῖ ἡ ἀκούσια ταλαιπωρία ὅλης
τῆς οἰκογενείας του καθὼς καὶ ὅλων τῶν δύσμοιρων προσφύγων ἀπὸ τὶς
στερήσεις τῆς κατοχῆς.
Τὸν Ἰούλιο
τοῦ 1942 πέθανε ἡ μητέρα τοῦ Γέροντος προλέγοντάς του τὴ μελλοντικὴ
ἱερωσύνη του. Τὸ 1947 ὁ π. Ἰάκωβος κατετάγη στὸ στρατό, ὅπου παρέμεινε
ἀπτόητος στοὺς χλευασμοὺς τῶν συναδέλφων του, ποὺ πειρακτικὰ τὸν
ἀποκαλοῦσαν «ὁ «πάτερ Ἰάκωβος».
Ἀπολάμβανε,
ὅμως, τῆς ἐκτιμήσεως τοῦ Διοικητῆ του, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ
εἶχε διαισθενθεῖ τὴ λαμπρὴ μελλοντικὴ πνευματικὴ σταδιοδρομία τοῦ
νεαροῦ προσφυγόπουλου.
Μετὰ τὴν
ἀπόλυση του ἀπὸ τὸ στρατό, τὸ 1949, ὁ Ἰάκωβος σὲ ἡλικία 29 ἐτῶν
ἀπορφανίσθηκε καὶ ἀπὸ πατέρα. Ὁ ἀγώνας του τότε ἐπικεντρώθηκε στὴν
ἀποκατάσταση τῆς ἀδελφῆς του, χωρίς, ὅμως, αὐτὸς νὰ ἀπωθεῖ ἀπὸ τὴ σκέψη
του τὴν παιδική του ἐπιθυμία γιὰ τὴ μοναχικὴ πολιτεία.
Μετὰ τὸ γάμο τῆς ἀδελφῆς του, τὸ Νοέμβριο τοῦ 1952 ὁ Ἰάκωβος προσῆλθε στὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, κοντὰ στὶς Ροβιές, ἐκπληρώνονας τὴν ἐπιθυμία τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεώς του στὸ Θεό. Σὲ ἡλικία 32 ἐτῶν ὁ Ἰάκωβος ἐκάρη μοναχὸς καὶ στὶς 19 Δεκεμβρίου 1952 στὴ Χαλκίδα χειροτονήθηκε Ἱερέας ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη Γρηγόριο.
Μετὰ τὸ γάμο τῆς ἀδελφῆς του, τὸ Νοέμβριο τοῦ 1952 ὁ Ἰάκωβος προσῆλθε στὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, κοντὰ στὶς Ροβιές, ἐκπληρώνονας τὴν ἐπιθυμία τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεώς του στὸ Θεό. Σὲ ἡλικία 32 ἐτῶν ὁ Ἰάκωβος ἐκάρη μοναχὸς καὶ στὶς 19 Δεκεμβρίου 1952 στὴ Χαλκίδα χειροτονήθηκε Ἱερέας ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη Γρηγόριο.
Ἔκτοτε
συνέχισε τὴν ἀσκητική του ζωὴ στὸ Μοναστήρι, μὲ σύντονες προσευχὲς στὸ
σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, μὲ θεοπτίες καὶ θαύματα, τὰ ὁποῖα πλήθαιναν μὲ
τὴν πάροδο τοῦ χρόνου.
Ἔφθασε σὲ ὑψηλὰ μέτρα ἄρετῆς καὶ δέχθηκε πολλὲς ἐπιθέσεις ἀπὸ τὸ μισόκαλο δαίμονα, ποὺ μισοῦσε τὴν ἰσάγγελη βιοτή του.
Συχνὰ ἔβλεπε
καὶ συνομιλοῦσε μὲ τὸν Ὅσιο Δαβὶδ καὶ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη, τὸ Ρῶσο, ἐνῶ
ἀξιώθηκε καὶ προορατικοῦ καὶ διορατικοῦ χαρίσματος.
Πολλὲς φορὲς
τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας ἔβλεπε Ἀγγέλους τὰ περιΐπτανται γύρω ἀπὸ
τὸ Ἱερὸ Θυσιαστήριο, Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ νὰ τὸν κυκλώνουν καὶ τὰ
Ἑξαπτέρυγα νὰ καλύπτουν τὸ πρόσωπό τους μὲ τὶς φτεροῦγες τους, σεβόμενοι
τὸ ἐσφαγμένο Ἀρνίο, τὸ Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, μέσα στὸ Ἅγιο Δισκάριο
μελιζόμενο καὶ μὴ διαιρούμενο, ἐσθιόμενο καὶ μηδέποτε δαπανώμενο.
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1963 μὲ θαυμαστό τρόπο χόρτασε με τρία κιλὰ μανέστρα 75 ἐργάτες μὲ πλουσιοπάροχες μερίδες καὶ τοῦ περίσσεψε καὶ μισὴ κατσαρόλα.
Καθήκοντα
Ἡγουμένου τοῦ Μοναστηριοῦ του ἀνέλαβε τὶς 25 Ἰουνίου τοῦ 1975 καὶ
βάστασε σταθερὰ τὸ πηδάλιό του μέχρι τὴν ὁσιακή του κοίμηση, στὶς 21
Νοεμβρίου, τοῦ 1991.
Ἀπὸ τὴ
λιτοδίαιτη καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ κλονίσθηκε, ὅμως, ἡ ὑγεία τοῦ Γέροντος, οἱ
φλέβες τῶν ποδιῶν του σάπισαν, ἀναγκάσθηκε νὰ ὑποβληθεῖ σὲ ἐγχειρήσεις
κήλης, σκωλικοειδίτιδας, προστάτη καὶ καρδιᾶς, μέχρι τοποθετήσεως σὲ
αὐτὴ βηματοδότη.
Ἀπὸ τὸ 1990
καὶ μετὰ οἱ δυνάμεις του ἄρχισαν νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν. Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ
1991 μετὰ ἀπὸ μικροεμφράγματα νοσηλεύθηκε στὸ Γενικὸ Κρατικὸ Νοσοκομεῖο
Ἀθηνῶν.
Ἐπιστρέφοντας στὸ Μοναστήρι ἔπαθε φλεγμονή, ἡ ὁποία, δυστυχῶς, ἐξελίχτηκε σὲ πνευμονία. Ὁ ἴδιος εἶχε διαισθανθεῖ τὸ τέλος του.
Τὸ πρωΐ τῆς
21ης Νοεμβρίου 1991 παρακολούθησε τὴν ἀκολουθία τῶν Εἰσοδίων τῆς
Θεοτόκου μας, ἔψαλε καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Μετὰ
ἐξομολόγησε μερικοὺς πιστοὺς καὶ ἔκανε μιὰ βόλτα γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.
Τὸ μεσημέρι ἐξομολόγησε μιὰ πνευματική του κόρη καὶ περίμενε τὴν
ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴ Λίμνη τοῦ ὑποτακτικοῦ του Ἰακώβου, ποὺ ἐκείνη τὴν ἡμέρα
χειροτονοῦσε σὲ διάκονο ὁ Μητροπολίτης Χαλκίδος.
Μόλις ἦλθαν
οἱ πατέρες ὁ Γέροντας προσπάθησε νὰ σηκωθεῖ, ἀλλὰ ζαλίσθηκε. Ἡ ἀναπνοή
του βάρυνε, ὁ σφυγμός του ἐξασθένησε καὶ ἀπὸ τὰ χείλη του βγῆκε ἕνα
μικρὸ φύσημα.
Ὁ Γέροντας
πῆρε τὸ δρόμο γιὰ νὰ εἰσοδεύσει στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Οἱ λαϊκοὶ ποὺ
εἰδοποιήθηκαν γιὰ τὴν κηδεία του ἦταν ἐλάχιστοι.
Τὰ τηλέφωνα, ὅμως, πῆραν φωτιὰ καὶ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο μετέδωσαν τὸ θλιβερὸ γεγονός.
Τὴν ἑπόμενη
ἡμέρα χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν τὸ Μοναστήρι, κληρικοὶ ὅλων τῶν
βαθμίδων, πνευματικοπαίδια τοῦ Γέροντα ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἦλθαν νὰ
δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό.
Ἡ αὐλὴ τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν κατάμεστη. Ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία ἐψάλη στὸ
ὕπαιθρο καὶ
μετὰ ἀπὸ τοὺς ἐπικήδειους λόγους λιτανεύθηκε τὸ ἱερὸ σκήνωμα γύρω ἀπὸ τὸ
Καθολικό. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς λιτανείας πολλοὶ πιστοὶ εἶδαν τὸ Γέροντα
νὰ σηκώνεται ἀπὸ τὸ φέρετρο καὶ νὰ εὐλογεῖ τὰ πλήθη.
Μόλις τὸ ἱερὸ
σκήνωμα κατέβαινε στὸν τάφο μὲ μιὰ φωνὴ οἱ χιλιάδες τῶν πιστῶν μὲ
ἀναστάσιμους ὕμνους καὶ κάτω ἀπὸ κωδωνοκρουσίες ἀναστάσιμης χαρᾶς
κραύγαζαν « Άγιος, Άγιος».
Ἔκτοτε ὁ
Γέροντας Ιάκωβος μὲ τὶς δεκάδες μετὰ τὸ θάνατό του θαυμάτων, ἔχει
καταταγεῖ στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν ὡς Ἅγιος, αὐτῶν ποὺ ἀναμένουν μὲ λαχτάρα
καὶ τὴν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του ἀπὸ τὴ Μητέρα Ἐκκλησία.
Πηγή: romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου