(Περίληψη)
Για
αρκετά χρόνια τώρα το ζήτημα της οικονομικής κρίσης βρίσκεται στο
επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος, επηρεάζοντας με ιδιαίτερα αρνητικό
τρόπο την καθημερινή ζωή χιλιάδων ανθρώπων και μάλιστα στην ίδια την
καρδιά του προηγμένου δυτικού κόσμου. Όπως είναι γνωστό, μια από τις
ευρωπαϊκές χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση είναι η Ελλάδα η
οποία βίωσε από την αρχή, και συνεχίζει να βιώνει με τραγικό τρόπο, τις
επιπτώσεις της πρωτόγνωρης αυτής για τα παγκόσμια δεδομένα κατάστασης
που έχει θέσει υπό δοκιμασία την κοινωνική συνοχή και την ομόνοια του
λαού και που έχει εξουθενώσει και οδηγήσει στην απελπισία ένα μεγάλο
μέρος του πληθυσμού της.
Πρόκειται, σύμφωνα με τη γνώμη πολλών ειδικών,
όχι απλώς για μια οικονομική, αλλά και για μια ανθρωπιστική κρίση με
βαρύτατες συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων και στην κοινωνική συνοχή.
Στατιστικές
έρευνες διαφόρων επίσημων φορέων και ινστιτούτων περιγράφουν με τον
πλέον ζοφερό τρόπο την σημερινή κατάσταση: κάνουν λόγο για περίπου
1.500.000 άνεργους (επί συνόλου 11 εκατομμυρίων κατοίκων), δηλαδή
περίπου για το 27% του συνολικού ενεργού εργατικού δυναμικού (ενώ την
ίδια στιγμή η ανεργία ανάμεσα στους νέους φαίνεται να αγγίζει
αστρονομικά ποσοστά, καθώς γίνεται λόγος για 60% σε ηλικίες κάτω των
τριάντα ετών, ποσοστό πρωτοφανές για μια χώρα της Ευρωζώνης). Σύμφωνα με
τις ίδιες έρευνες από την αρχή της κρίσης έως σήμερα οι Έλληνες
απώλεσαν το 30 με 40% του εισοδήματός τους, ενώ η πρόσφατη έκθεση της
Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, της Eurostat, για το έτος 2013
παρουσιάζει τα τραγικά αριθμητικά δεδομένα της κρίσης: το 35,7% του
πληθυσμού (ήτοι 3,9 εκατ.!) ζει κοντά στο όριο της φτώχειας και του
κοινωνικού αποκλεισμού, το 23,1% ζει με πενιχρό εισόδημα παρά τα
επιμέρους κοινωνικά επιδόματα που δίνονται, ενώ το 20,3% αδυνατεί να
καλύψει πλέον σημαντικά υλικά αγαθά (ήτοι θέρμανση, εξόφληση δανειακών
υποχρεώσεων, κ.ά). Την ίδια στιγμή πρόσφατη έκθεση, αυτή τη φορά από την
πλευρά της UNICEF, αναφέρει ότι «περίπου 750 χιλιάδες παιδιά στην
Ελλάδα ζουν στο όριο της φτώχειας και πολλά απ’ αυτά υποσιτίζονται»,
αναδεικνύοντας μια ακόμη πτυχή των ποικίλων προβλημάτων που επέφερε η
οικονομική κρίση με θύματα αυτή τη φορά τα παιδιά της σχολική ηλικίας.
Η ίδια
η Εκκλησία, ο μεγαλύτερος και σημαντικότερος χώρος προαγωγής και
άσκησης εθελοντικού έργου στην Ελλάδα, δυσκολεύεται αφάνταστα στο
φιλανθρωπικό της έργο, καθώς η εντεινόμενη φτωχοποίηση μεγάλων στρωμάτων
του πληθυσμού έχει ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των εισφορών των
πιστών στις οποίες κυρίως στηρίζεται το πλούσιο κοινωνικό και
φιλανθρωπικό της έργο.
Ίσως
κάποιος, βέβαια, αναρωτηθεί αν μπορεί η Εκκλησία να έχει λόγο για θέματα
πολιτικά και οικονομικά όπως η χρηματοπιστωτική κρίση και η κρίση
χρέους που ταλανίζει την Ευρώπη, αν θα πρέπει, με άλλα λόγια, η
Εκκλησία, που έχει κατεξοχήν πνευματική αποστολή, να ασχολείται με
εγκόσμια προβλήματα και ζητήματα. Μια τέτοια, θεμιτή κατά τα άλλα,
ένσταση α) παραβλέπει το γεγονός ότι η παρούσα οικονομική κρίση έχει
βαρύτατες συνέπειες για όλους τους Έλληνες πολίτες και άρα και για το
ποίμνιό της Εκκλησίας, και β) φαίνεται να λησμονεί την ταυτότητα και την
αποστολή της ίδιας της Εκκλησίας που συνοψίζεται στο βιβλικό «εν τω
κόσμω, αλλ’ ουκ εκ του κόσμου», στη διαλεκτική δηλαδή Ιστορίας και
Εσχατολογίας.
Με την
παρούσα τοποθέτησή μας δεν φιλοδοξούμε να υποδείξουμε ή πολύ
περισσότερο να καθορίσουμε τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές της
υπεύθυνης ελληνικής πολιτείας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά να
μοιραστούμε έναν προβληματισμό και να καταθέσουμε μια μαρτυρία για την
οικονομική κρίση καθώς και για το πώς η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα
αντιμετωπίζει τις δραματικές συνέπειές της, ανταποκρινόμενοι προς τούτο
στην ευγενική όσο και τιμητική πρόσκληση του διακεκριμένου αυτού
ακαδημαϊκού ιδρύματος. Η τοποθέτησή μας, απόρροια της ποιμαντικής μας
έγνοιας και των θεολογικών μας προσανατολισμών, δεν φιλοδοξεί σε καμία
περίπτωση να προσφέρει εύκολες απαντήσεις ούτε έτοιμες λύσεις σε όλα τα
προβλήματα. Αντίθετα, με το ταπεινό αίσθημα ευθύνης ενός επισκόπου της
Εκκλησίας του Χριστού, θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε ορισμένες
παραμέτρους μιας διαφορετικής προσέγγισης της οικονομίας, η οποία
τοποθετεί στο επίκεντρό της τον κατ’ εικόνα Θεού πλασθέντα άνθρωπο, και
όχι τον homo economicus που κυριαρχείται από την δυναστεία των
οικονομικών μεγεθών και της καταναλωτικής μανίας.
Στο
πλαίσιο της εισήγησής μας περιγράφουμε με συντομία ορισμένες βασικές
όψεις της διαφορετικής αυτής θεο-πολιτικής αντίληψης (λ.χ. την επιλογή
του όρου «εκκλησία» για τη νοηματοδότηση του κοινωνιακού χαρακτήρα της
νέας εν Χριστώ κοινότητας, την κοινωνική και πολιτική διάσταση του
μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, την ανάγκη η Εκκλησία ακολουθώντας το
παράδειγμα του Κυρίου της να ταυτίζεται με τον κάθε φτωχό και
περιθωριοποιημένο άνθρωπο, τη νέα αντίληψη περί του βίου κ.λπ.)
παρουσιάζοντας και συγκεκριμένες πρακτικές με τις οποίες η Εκκλησία από
την αρχή της κρίσης ανταποκρίθηκε στις επείγουσες ανάγκες και προκλήσεις
του λαού μας (τη δραστηριοποίηση της Εκκλησίας στον τομέα της
κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης με συσσίτια και παροχή τροφής,
ρουχισμού και στέγης, οικονομικά βοηθήματα, φάρμακα και δωρεάν ιατρική
περίθαλψη, κ.ά., τη δραστηριοποίησή της δια των ενοριών που συγκροτεί το
μεγαλύτερο, πιο δραστήριο και αδιάσπαστο και συνεχές μέσα στο χρόνο
δίκτυο εθελοντικής προσφοράς και κοινωνικής προστασίας που φτάνει μέχρι
τις εσχατιές της ελληνικής επικράτειας, το πρόγραμμα εξοπλισμού και
λειτουργίας ενοριακών συσσιτίων, τα κοινωνικά παντοπωλεία, τα κοινωνικά
ιατρεία και φαρμακεία, τα συμβουλευτικά κέντρα πολιτών, τη ψυχολογική
στήριξη στα θύματα της κρίσης, κ.ά.).
Η
συνολική εικόνα δεν θα ήταν, ωστόσο, πλήρης εάν δεν συνοδευόταν και από
μια διάθεση ειλικρινούς αυτοκριτικής για τα «κακώς κείμενα» που δυστυχώς
εμφιλοχωρούν μέχρι και εντός του εκκλησιαστικού σώματος (όπως λ.χ. η
απουσία του εκκλησιαστικού ήθους της αυτομεμψίας και της αυτοκριτικής,
τα φαινόμενα πολυτελούς διαβίωσης ή ο στενός εναγκαλισμός της Εκκλησίας
με την κρατική εξουσία, φαινόμενα γραφειοκρατικοποίησης και
επαγγελματοποίησης μερίδας του κλήρου, η όσμωση με την εξουσία η οποία
δεν μας επέτρεψε να πάρουμε εγκαίρως τις αποστάσεις μας από την
πελατειακή νοοτροπία, το λαϊκισμό και τη διαφθορά του ελληνικού
πολιτικού συστήματος ή να προειδοποιήσουμε το λαό για το πού θα οδηγούσε
ο βαθύτατα παρασιτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας και ο
καταναλωτικός παραλογισμός, η απουσία από τον εκκλησιαστικό λόγο μιας
πιο κριτικής στάσης απέναντι στο πρόβλημα, μια στάση που ακολουθώντας το
παράδειγμα των Πατέρων θα πήγαινε στη ρίζα και όχι στα επιφαινόμενα του
προβλήματος, κ.ά.). Οφείλουμε ως πιστοί χριστιανοί να είμαστε όχι απλά
καταγγελτικοί απέναντι στην κυριαρχία των αγορών και στο κοινωνικό κακό,
αλλά πρωτίστως αυτοκριτικοί για τα λάθη και τις παραλείψεις μας,
ενωτικοί προς όφελος της κοινωνικής συνοχής και τελικά δημιουργικοί
προτείνοντας ρεαλιστικά βήματα για την έξοδο από την κρίση και την
πνευματική ανάταξη του ανθρώπου.
Στο
τέλος της εισήγησής μας εξετάζουμε τις προκλήσεις και τα νέα δεδομένα
που θέτει η κρίση για την ίδια την Εκκλησία: η απειλητική άνοδος σε όλη
την Ευρώπη του νεοναζισμού και του φασισμού συνιστά μια πρόκληση και για
την Ορθόδοξη Εκκλησία, στο βαθμό που η υποδοχή και αποδοχή του κάθε
άλλου, και μάλιστα του φτωχού και του ξένου, συνιστά θεμελιώδες στοιχείο
της παράδοσης και της ταυτότητάς της· το πλούσιο, και χωρίς
διαχωρισμούς θρησκευτικού ή εθνικού τύπου, κοινωνικό έργο της Εκκλησίας
στάθηκε η αφορμή για την προσέγγιση και την καλύτερη κατανόηση με το
χώρο της κοσμικής και της αριστερής διανόησης και οδήγησε την τελευταία
να δει με περισσότερο θετική ματιά την προσφορά της Εκκλησίας στην
κοινωνία· ο δραστικός περιορισμός των διορισμών δημοσίων υπαλλήλων που
είχε άμεσες επιπτώσεις και στην ίδια την Εκκλησία και στο διορισμό των
λειτουργών της σε θέσεις μισθοδοτούμενες από το κράτος· η ευρύτερη
συζήτηση για το ρόλο και τη θέση της Εκκλησίας στον ελληνικό δημόσιο
χώρο, είναι μερικές μόνο από τις προκλήσεις με τις οποίες η Εκκλησία
στην Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη σήμερα ως απόρροια της κρίσης.
Η
οικονομική κρίση αποτελεί μια πραγματικότητα η οποία όπως φαίνεται θα
μας ταλανίζει για αρκετό καιρό ακόμη. Η Εκκλησία μας παρά τις όποιες
ενστάσεις μπορεί κάποιος δικαίως να έχει, έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο για
την ανάσχεση της κρίσης αυτής εκδιπλώνοντας με κάθε διαθέσιμο τρόπο ένα
τεράστιο φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο, υπηρετώντας έτσι τις ποικίλες
ανάγκες των ανθρώπων. Εκείνο που η Εκκλησία οφείλει να αναδείξει
περισσότερο στο πλαίσιο του δημόσιου χώρου είναι η πρωτοκαθεδρία της
ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του προσώπου ως το καθολικό θεμελιακό
γεγονός υπόστασης του ανθρώπου στον αντίποδα της κυριαρχίας της λογικής
των αγορών και του κέρδους, που μετατρέπουν τον άνθρωπο σε μια αναλώσιμη
οικονομική μονάδα.
*Ομιλία στο Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics
Λονδίνο 12 Νοεμβρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου