Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Σε
ποιον κόσμο ζητά η πίστη να ζούμε; Ο άνθρωπος μεγαλώνει και ζει σε μία
κοινωνία η οποία τον καλεί να επιβιώνει, να δημιουργεί, να έχει
αυτάρκεια και ποιότητα στη ζωή του, να απολαμβάνει την ικανοποίηση των
επιθυμιών του, να αντιστέκεται στον θάνατο, στην ταπείνωση από τους
άλλους, για να μπορεί να αισθάνεται αξιοπρεπής.
Όλα αυτά προϋποθέτουν
εργασία, στόχο ζωής, συνάντηση με τους άλλους ανθρώπους, συνύπαρξη στα
πλαίσια της συνεργασίας και της αλληλεξάρτησης, ενίοτε και ρήξεις, όταν ο
άνθρωπος θεωρεί ότι τα δικά του θέλω πρέπει να εκπληρωθούν υπερνικώντας
τα θέλω των άλλων. Όλα αυτά συνδυάζονται με ένα άγχος, με μία μέριμνα, η
οποία γίνεται αγωνία, άλλοτε τρόπος δημιουργίας, άλλοτε απογοήτευση και
φόβος. Μέσα σ’ αυτές τις συντεταγμένες τι ζητά άραγε η πίστη;
Ο Χριστός, στην επί του όρους ομιλία, θέτει τις πνευματικές
συντεταγμένες στη ζωή του ανθρώπου που πιστεύει, στο πώς καλείται να
ζήσει στον κόσμο της μέριμνας, του άγχους, της αγωνίας, του φόβου. «Μη
μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι
ενδύσησθε . ουχί η ψυχή πλείον εστί της τροφής και το σώμα του ενδύματος;» (Ματθ. 6,
25). «Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε ούτε για
το σώμα σας, τι θα ντυθείτε. Η ψυχή δεν είναι σπουδαιότερη από την
τροφή; Και το σώμα δεν είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο;». Οι λόγοι
αυτοί , οι οποίοι πάντοτε παραμένουν επίκαιροι, ίσως στις μέρες μας πιο
επίκαιροι από ποτέ, δείχνουν ότι η επιβίωση και η ευτυχία στη ζωή δεν
μπορούν να έρθουν μέσα από το άγχος, τη μέριμνα, τον φόβο, αλλά μέσα από
την εμπιστοσύνη στο Θεό και το θέλημά Του. Την εμπιστοσύνη στην αγάπη
του Θεού, ο Οποίος προνοεί για κάθε ύπαρξη του κόσμου αυτού, τον οποίον
άλλωστε ο Ίδιος και δημιούργησε και συντηρεί. Αυτές οι συντεταγμένες
μπορεί να φαντάζουν αδιανόητες για τον ορθολογιστή άνθρωπο, αυτόν που
εμπιστεύεται τον δικό του τρόπο θέασης του κόσμου, τον εαυτό του, τις
δυνάμεις του, την δική του απόφαση να επιβιώσει. Αυτόν που απολυτοποιεί,
με ένα αίσθημα εξουσίας, το θέλημά του και που δεν μπορεί να αφήσει
στον ουρανό την φροντίδα για τη γη. Όμως αυτές οι συντεταγμένες
αποτελούν την μοναδική γνήσια απάντηση που η πίστη θέτει στο ζήτημα της
μέριμνας.
Η ψυχή είναι σπουδαιότερη από την τροφή.
Ο Χριστός μετατοπίζει την προτεραιότητα της ύπαρξης από την τροφή και
ό,τι αυτή καλύπτει, την επιβίωση, την απόλαυση, την αυτάρκεια, στην
ψυχή, στο πνευματικό σημείο της ύπαρξης. Η ψυχή είναι δωρεά του Θεού.
Είναι ο αγαπών άνθρωπος, ο ελεύθερος από τις μέριμνες άνθρωπος, αυτός ο
οποίος βρίσκει νόημα ζωής στην κοινωνία με τον Θεό. Αυτός που δεν αγωνιά
για την υλική τροφή, διότι γνωρίζει ότι αυτή υπάρχει για την παράταση
της ζωής και την αναστολή του θανάτου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα
εργαστεί, δεν θα παλέψει να την έχει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα
βοηθήσει όσους δεν μπορούν να την έχουν. Ο άνθρωπος ο οποίος δεν
προσκολλάται στην τροφή και τα υλικά αγαθά, δεν έχει άγχος και μέριμνα ή
τα υπερνικά. Διότι βλέπει την αλήθεια του κόσμου, ότι δηλαδή ο Θεός που
αγαπά τα πετεινά του ουρανού και τα συντηρεί, δεν θα τον εγκαταλείψει.
Αυτός
που θεωρεί ότι η ψυχή είναι σπουδαιότερη από την τροφή και εμπιστεύεται
τον Θεό, ζει την πρόνοια του Θεού πίσω από κάθε περιστατικό, αλλά και
κάθε περίσταση της ζωής του, εκεί όπου ο ίδιος δεν έχει κάνει λάθος
επιλογές ή δεν έχει νικηθεί από τα πάθη του εκούσια. Αλλά και όταν ακόμη
διαπράττει λάθη, και πάλι έρχεται εις εαυτόν και αφήνει τον Θεό να
χαράξει νέες προοπτικές. Οι άγιοι μάς λένε πόσο σπουδαίο είναι σε κάθε
δυσκολία της ζωής, σε κάθε άγχος για επιβίωση, να αντιτάσσουμε την
εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού, χωρίς εννοείται να γινόμαστε αργοί,
οκνηροί. Είναι άλλο να εργάζεται κάποιος και άλλο να γίνεται η τροφή, η
ύλη, η επιβίωση η μοναδική του μέριμνα, να κυριεύουν την καρδιά του.
Το σώμα είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο. Το
ντύσιμο εξασφαλίζει την επιβίωση του ανθρώπου από τις κλιματολογικές
συνθήκες, αλλά και την αποδοχή του ανθρώπου σε κοινωνικό επίπεδο. Ο
ντυμένος άνθρωπος μπορεί να συνάψει σχέσεις, διότι οι άλλοι δεν τον
αποστρέφονται, ούτε τον περιφρονούν, ούτε τον φοβούνται. Ο άνθρωπος,
βεβαίως, μετατρέπει τα ενδύματα σε στολίδια της ύπαρξής του, με
αποτέλεσμα να θεοποιεί την εμφάνισή του. Να αυτοχαρακτηρίζεται και να
χαρακτηρίζει τους άλλους αναλόγως με το τι φορούνε και βεβαίως η μέριμνα
εγκαθίσταται στην ύπαρξη του ανθρώπου για το φαίνεσθαί του. Η ενδυμασία
γίνεται επίδειξη του εσωτερικού κόσμου μας και στόχος της εργασίας
μας. Όμως και εδώ ο Χριστός ζητά από εμάς να εμπιστευθούμε τον Θεό.
Κανείς από εμάς δεν μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά την όψη του, να
προσθέσει ύψος στο ανάστημά του. Η όψη μας, το σώμα μας, υπάρχει για να
δίνεται στο Θεό και τον συνάνθρωπο, να γίνεται η ορατή, η αισθητή
έκφραση της ψυχής μας και ως σύνολη ύπαρξη να λειτουργεί γι’ αυτό που
είναι ο άνθρωπος: πρόσωπο που κοινωνεί.
Αυτός
που θεωρεί ότι το σώμα είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο, ότι η ύπαρξη
που μπορεί να συναντήσει τον Θεό και τον συνάνθρωπο έχει αξία, ενώ το
φαίνεσθαι καθ’ αυτό δεν δίνει νόημα στον άνθρωπο, ζει την πρόνοια του
Θεού, όπως τα κρίνα του αγρού. Δοξολογεί τον Θεό για τη ζωή που του
έδωσε και βλέπει την αξία του κάλλους όχι στην επίδειξη της ενδυμασίας ή
σε κάθε μορφή του φαίνεσθαι, αλλά στη δυνατότητα της αγάπης και της
κοινωνίας, όπως αυτές εκφράζονται και σωματικά. Με το χαμόγελο. Με την
τρυφερότητα. Με το κοίταγμα του άλλου. Με την προσφορά ελεημοσύνης δια
των χειρών. Με το αγκάλιασμα όλων, ακόμη και των εχθρών.
Έτσι ο τελικός λόγος του Χριστού αποκτά μίαν άλλη διάσταση. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6,33).
« Γι’ αυτό πρώτα απ’ όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού και την
επικράτηση του θελήματός Του και όλα αυτά θα ακολουθήσουν». Η βασιλεία
του Θεού είναι η αγάπη και η ελευθερία. Και η δικαιοσύνη, το θέλημά Του,
έχει να κάνει με το μοίρασμα κάθε αγαθού, με τη νίκη της αγάπης και όχι
του φαίνεσθαι, με την υπέρβαση του θανάτου και όχι απλώς με την
αναστολή του. Και ο θάνατος νικιέται δια της πίστεως και της κοινωνίας
με τον Θεό της αγάπης και με την κοινωνία προς πάντας.
Ζούμε
σε μία εποχή μέριμνας. Αγωνίας. Φόβου. Προσανατολίσαμε τη ζωή μας στην
τροφή, τα αγαθά, το φαίνεσθαι. Αγνοήσαμε τις προτεραιότητες της ψυχής
και του σώματος, όπως οι πνευματικές συντεταγμένες της πίστης μάς
υποδεικνύουν. Υποκαταστήσαμε την πρόνοια του Θεού με τα υλικά αγαθά και
την όψη μας, με αποτέλεσμα οι εξουσίες του κόσμου τούτου να μας έχουν
κυριεύσει. Και η αγωνία μας έγκειται στην επιβίωση και την αυτάρκειά
μας, όχι στην κοινωνία με τον Θεό και τον πλησίον. Η αλλαγή μπορεί να
έρθει στην καρδιά του καθενός, ακόμη κι αν ο κόσμος θα παραμείνει στην
θεοποίηση των δικών του δυνάμεων. Και όποιος αλλάζει εντός του,
αφήνοντας την πρόνοια του Θεού την αγάπη Του να ανοίξουν δρόμους, σε
τίποτε δεν θα υστερήσει. Σ’ αυτόν τον κόσμο ζητά η πίστη να ζούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου