O Κόντογλου ήταν εραστής της θάλασσας γι αυτό και υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες Θαλασσογράφους. Στην πραγματικότητα ήταν «καπετάνιος» και μάλιστα του πανιού κι όχι της μηχανής.
Γνώριζε ως την τελευταία λεπτομέρεια όλη τη ιστιοφορία των «καραβιών» – «πλοία» ήταν εκείνα με τη μηχανή – κι όλα τα μυστικά της ναυτικής τέχνης.
Η πιο μεγάλη ευτυχία γι΄ αυτόν ήταν «ένα ταξίδι με ισαρισμένο το
φλόκο πάνω στο αφρισμένο πέλαγος». Οι αναποδιές στη ζωή τα έφεραν έτσι,
ώστε να του στερήσουν αυτή τη λαχτάρα για τη «μάνα του τη θάλασσα». Την
αποτύπωσε όμως στα γραφτά του με μιαν αγάπη και ζωντάνια μοναδική, που
μιλάει στην καρδιά κάθε ανθρώπου – ιδίως σε κάθε καρδιά ελληνική.
Φουρτούνες και ξερονήσια
«Προ λίγα χρόνια φύγαμε από τον Πειραιά για τη Μήλο με ένα λόβερ (καράβι με δύο άλμπουρα) που ‘χε και γερή μηχανή. Ο Καπετάνιος ήτανε φίλος μου ο καπετάν Γιώργης από την Αρτάκη, ένας άνδρας χεροδύναμος, γερακομύτης που έκανε ταχτικά αυτό το ταξίδι.
«Προ λίγα χρόνια φύγαμε από τον Πειραιά για τη Μήλο με ένα λόβερ (καράβι με δύο άλμπουρα) που ‘χε και γερή μηχανή. Ο Καπετάνιος ήτανε φίλος μου ο καπετάν Γιώργης από την Αρτάκη, ένας άνδρας χεροδύναμος, γερακομύτης που έκανε ταχτικά αυτό το ταξίδι.
Το τσούρμο ήτανε ο μηχανικός, ένας
μούτσος και τρεις γερογεμιτζήδες που δουλεύανε από τα νιάτα τους στα
καράβια. Τον έναν τον λέγανε μπάρμπα Απόστολο. Άνθρωπος καλώτατος,
γλυκομίλητος θεοσεβούμενος. Η θάλασσα ήτανε λάδι. Γι αυτό αρμενίζαμε με
τη μηχανή χωρίς να ανοίξουμε τα πανιά.
Το λοιπόν ως να φτάξουμε στη Μήλο δε στεναχωρέθηκα καθόλου γιατί
ταξίδευα με τέτοιους ανθρώπους.. Η μηχανή μας κρατούσε το ίσο κι εμεί ς
ψέλναμε. Κατά το μεσημέρι σβήσανε τη μηχανή και στάθηκε το καράβι για να
κολυμπήσουνε ο καπετάνιος, ο μηχανικός κι ο μούτσος Τα νερά ήτανε κιάρα
(καθαρά) και τους βλέπαμε να παίρνουνε βουτιά κάτω από το νερό και
βγαίνανε ανοιχτά.
Δελφίνια τριγυρίζανε γύρω από το καράβι σα να θέλανε
να παίξουνε μαζί του. Ο ήλιος λαμποκοπούσε απάνω από τα γαλανά νερά κι η
κουβέρτα (κατάστρωμα) ζεματούσε. Αυτοί κολυμπούσανε κι ο μπάρμπα
Απόστολος έψελνε «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε …»
Όλη αυτή η σκηνή ήτανε πολύ όμορφη και παράξενη, Ελληνική : Να
στέκεται το καράβι μεσοπέλαγα κι οι ναύτες να κολυμπάνε, η θάλασσα
γυαλί, ο ήλιος ν’ αστράφτει από πάνω από το πέλαγο, ως που έφτανε το
μάτι μας κι ο καπετάν Απόστολος να ψέλνει. Γύρω μας τίποτα. Μήτε στεριά
μήτε πανί.
(Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες»).
Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου