Παντού
ο π. Αλέξιος, ακόμα και στην πρώτη γραμμή. Εκεί, που οι ανδρείοι
πολεμιστές, ρίχνονταν στη μάχη με την ξιφολόγχη στα χέρια! Εκεί!
Έτσι και κείνο το πρωί ξεκίνησε ο π. Αλέξιος, να συναντήσει το λόχο, που είχε στρατοπεδεύσει ψηλά, σε μια απόμερη πλαγιά.
Έτσι και κείνο το πρωί ξεκίνησε ο π. Αλέξιος, να συναντήσει το λόχο, που είχε στρατοπεδεύσει ψηλά, σε μια απόμερη πλαγιά.
Σε λίγες μέρες
ετοιμαζόταν για τη μεγάλη του επίθεση. Το χιόνι έπεφτε πυκνό και σε δυο
βήματα απόσταση δε μπορούσες να διακρίνεις άνθρωπο.
– Που, θα πας, παππούλη; του φώναξε ο Συνταγματάρχης. Θα χαθείς μέσα στα χιόνια.
– Έχω, παιδί μου, την Παναγιά μαζί μου, απάντησε. Κι έβγαλε από τ’ αμπέχονο την εικόνα της Παναγιάς.
– Αύριο τα παιδιά θα ριχτούν στη μάχη. Πρέπει να τα ενισχύσω, με τη Χάρη του Θεού.
– Ο Θεός μαζί σου!
Ο ιερέας βάδιζε ώρες μέσα στα χιονοσκέπαστα, δύσβατα μονοπάτια. Τέλος έφτασε εκεί ψηλά, που στρατοπέδευε ο λόχος.
Τ’ αντίσκηνα ήταν κρυμμένα κάτω από τα χιονισμένα δέντρα. Σήμανε σωστός συναγερμός, σαν τον αντίκρισαν οι στρατιώτες. Έτρεξαν, τον σήκωσαν στα χέρια και τον έφεραν στη σκηνή του λοχαγού.
– Πάτερ μου, φώναξε κατάπληκτος ο λοχαγός, πώς έφτασες ως εδώ πάνω;
– Μην ανησυχείς, παιδί μου, απάντησε ήρεμα ο π. Αλέξιος. Η Παναγιά με προστάτευσε.
Ο αξιωματικός θαύμασε την πίστη του σεβάσμιου ιερέα. Πολλές φορές στο Σύνταγμα, μιλούσαν γι’ αυτή και για τα θαύματα, που ζούσαν κοντά του.
– Που, θα πας, παππούλη; του φώναξε ο Συνταγματάρχης. Θα χαθείς μέσα στα χιόνια.
– Έχω, παιδί μου, την Παναγιά μαζί μου, απάντησε. Κι έβγαλε από τ’ αμπέχονο την εικόνα της Παναγιάς.
– Αύριο τα παιδιά θα ριχτούν στη μάχη. Πρέπει να τα ενισχύσω, με τη Χάρη του Θεού.
– Ο Θεός μαζί σου!
Ο ιερέας βάδιζε ώρες μέσα στα χιονοσκέπαστα, δύσβατα μονοπάτια. Τέλος έφτασε εκεί ψηλά, που στρατοπέδευε ο λόχος.
Τ’ αντίσκηνα ήταν κρυμμένα κάτω από τα χιονισμένα δέντρα. Σήμανε σωστός συναγερμός, σαν τον αντίκρισαν οι στρατιώτες. Έτρεξαν, τον σήκωσαν στα χέρια και τον έφεραν στη σκηνή του λοχαγού.
– Πάτερ μου, φώναξε κατάπληκτος ο λοχαγός, πώς έφτασες ως εδώ πάνω;
– Μην ανησυχείς, παιδί μου, απάντησε ήρεμα ο π. Αλέξιος. Η Παναγιά με προστάτευσε.
Ο αξιωματικός θαύμασε την πίστη του σεβάσμιου ιερέα. Πολλές φορές στο Σύνταγμα, μιλούσαν γι’ αυτή και για τα θαύματα, που ζούσαν κοντά του.
Λίγο αργότερα, συγκεντρώνεται όλος ο λόχος. Τους μιλάει μ’ αγάπη και ενδυναμώνει το πατριωτικό τους αίσθημα.
«Σε σας έλαχε η μεγάλη τιμή, να υπερασπίζετε σήμερα τα ιερά και τα όσια της Πατρίδας μας…».
Τους προετοιμάζει ακόμα για την αυριανή Θεία Λειτουργία και Θεία Κοινωνία. Τα παλικάρια αποθέτουν στα πόδια του Εσταυρωμένου ότι βάραινε τη νεανική τους ψυχή.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, ετοιμάζονται για το Ιερό Μυστήριο.
– Να πάμε στο ξέφωτο, λέει στο Λοχαγό ο π. Αλέξιος. Εκεί θα είμαστε ασφαλείς.
Ο αξιωματικός τρόμαξε.
– Όχι πάτερ μου, θα γίνουμε στόχος στα αεροπλάνα. Είναι πολύ επικίνδυνο. Να μείνουμε εδώ, ανάμεσα στ’ αντίσκηνα.
Όμως παράξενο, ο πατήρ Αλέξιος δεν υποχώρησε.
Άρχισε η Θεία Λειτουργία.
Πλησίαζε να τελειώσει. Λίγο πριν τα παλικάρια προσέλθουν στο Ποτήριο της Ζωής, φάνηκε στον ορίζοντα ένα σμήνος από εχθρικά αεροπλάνα.
«Θεέ μου», προσευχήθηκε σιωπηλά ο ιερέας, «πρόλαβε το κακό, μην πάρω στο λαιμό μου τόσα παλικάρια».
Τ’ αεροπλάνα έφτασαν και άρχισαν μανιακά να βομβαρδίζουν τ’ αντίσκηνα. Στο ξέφωτο απλώθηκε ένα λευκό σύννεφο, που σκέπασε τα πάντα. Τις στιγμές αγωνίας διαδέχτηκαν στιγμές χαράς.
Ένας λόχος ολόκληρος γονατιστός προσευχόταν πάνω στο χιόνι. Τώρα ευχαριστούσε για την ανέλπιστη σωτηρία του.
Ακόμα ευχαριστούσε θερμά τον Πλάστη και Πατέρα του για τον άγιο αυτό λευίτη που του ‘χε στείλει, σαν θείο δώρο, για να του συμπαρασταθεί στις δύσκολες αυτές στιγμές του πολέμου.
Όταν απομακρύνθηκαν τ’ αεροπλάνα, η Θεία Λειτουργία συνεχίστηκε.
Με απέραντη ευγνωμοσύνη στον Θεό πλησιάζουν τα ηρωικά παλικάρια και κοινωνούν.
Σε λίγο θα χυθούν σαν λιοντάρια στον εχθρό και θα θριαμβεύσουν ακόμα μια φορά!!!
Περιοδικό «Η ζωή του παιδιού», Μ. Ανθίμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου